ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Ο Άγιος Αντώνιος ο Νεομάρτυς ο Αθηναίος εορτάζει στις 5 Φεβρουαρίου.
Ο Άγιος Αντώνιος ο Νεομάρτυς ήταν γέννημα και θρέμμα της ξακουστής και ένδοξης Αθήνας. Οι γονείς του ήσαν φτωχοί, άσημοι και άγνωστοι. Τα ονόματα τους δεν ήσαν ευρύτερα γνωστά και δεν γινόταν λόγος για ευγενή καταγωγή τους. Τον πατέρα του Αντωνίου τον λέγανε Δημήτριο και τη μάνα του Καλομοίρα. Ο Άγιος Αντώνιος γεννήθηκε στα φοβερά χρόνια της Τουρκοκρατίας γύρω στο 1750 μ. Χ. Οι γονείς του Αντωνίου μπορεί μεν να ήσαν φτωχοί σε
χρήματα, ήσαν όμως πλούσιοι σε αρετές και πίστη. Ο Αντώνιος έμαθε από τους καλούς του γονείς την αγάπη και το σεβασμό προς το Θεό από μικρός.
Όταν ο Άγιος έγινε δώδεκα ετών, δεν μπορούσε να βλέπει άλλο την φτώχεια του σπιτιού του. Γι αυτό προτίμησε να φύγει να δουλέψει για να βοηθήσει το σπίτι του, Επειδή όμωςδεν γνώριζε καμιά τέχνη, πήγε σαν εργάτης σε έναν Τουρκαλβανό, που ζούσε τότε στην Αθήνα. Με τον μισθό, που έπαιρνε ο Αντώνιος, βοηθούσε και τους φτωχούς γονείς του.Την εποχή εκείνη ο Ρωσικός στόλος ήλθε στην Πελοπόννησο. Ο Αντώνιος ήταν τότε δεκαέξι ετών. Τα αφεντικά του πήγαν στην Πελοπόννησο για να λεηλατήσουν και να πάρουν αιχμαλώτους τους Χριστιανούς κατοίκους της. Τα ακολούθησε και ο Αντώνιος κατ' ανάγκην. Όταν έφθασε ο Άγιος στην Πελοπόννησο, το αφεντικό του, ο Τουρκαλβανός τον πούλησε αιχμάλωτο σε κάτι Αγαρηνούς.
Αυτοί όμως μόλις τον αγόρασαν, προσπάθησαν να τον κάνουν να αλλάξει πίστη και να γίνει Τούρκος. Η προσπάθειά τους αυτή και τα βασανιστήρια πήγαν όλα χαμένα, διότι ο Αντώνιος ήταν ριζωμένος στην Ορθόδοξη πίστη μας και στην Ελλάδα μας. Ο Αντώνιος πουλήθηκε πέντε φόρες ακόμα. Τα αφεντικά του ήσαν όλα σκληρά. Ο ένας τον πουλούσε σε άλλον σκληρότερο. Όλοι τους όμως προσπαθούσαν να κάμουν τον Άγιο να αρνηθεί την θρησκεία του και να γίνει Μωαμεθανός. Αλλά ούτε με τις κολακείες και τις υποσχέσεις, ούτε και με τις φοβέρες μπόρεσαν να κάμουν τον Άγιο να αλλάξει γνώμη.

Τέλος ο μακάριος Αντώνιος πουλήθηκε σε κάποιον Χριστιανό Ορθόδοξο, καζάκη την τέχνη. Πουλήθηκε για τετρακόσια γρόσια. Μαζί με τον Χριστιανό αυτόν πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί είχε εκείνος το σπίτι του, τη γυναίκα του και το εργαστήριό του. Ο Άγιος στην Κωνσταντινούπολη πήγε και βρήκε έναν πνευματικό πατέρα, εξομολογήθηκε και μετάλαβε τα Άχραντα Μυστήρια. Κάποιο βράδυ που κοιμόταν είδε στο όνειρο του μία γυναίκα που του έλεγε:
Αντώνιε, σε κάθε κίνδυνο, που θα σε βρει, εγώ θα σου δίνω βοήθεια και δύναμη. Λοιπόν, πρόσεξε και μη φοβάσαι, να αντιμετωπίζεις τους κινδύνους με ανδρεία.Αφού του είπε αυτά τα λόγια, τον σκέπασε με το ένδυμα της. Μόλις ξύπνησε ο Αντώνιος έτρεξε και είπε το όνειρό του στην κυρία του. Αυτός το όνειρο αυτό το εξήγησε, ότι πρόκειται να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Εκείνη όμως του έλεγε να μη πιστεύει και να μη δίνη σημασία στα όνειρα.
Οδηγείται στον Κριτή
Όταν εξημέρωσε, ο Άγιος πήγε στο εργαστήρι του κυρίου του, όπως κάθε μέρα. Εκεί δε που καθόταν, έτυχε να περάσει το τελευταίο αφενπκό του. Αυτός ήταν Αγαρηνός χιλίαρχος. Μόλις ο Αγαρηνός είδε τον πρώην δούλο του, τον γνώρισε. Αμέσως άρχισε να φωνάζει και να λέγει ψέμματα:
Συ βρε έφυγες από μένα, χωρίς την θέληση μου. Συ πρώτα ήσουν Τούρκος και τώρα έγινες Χριστιανός.
Όχι! του έλεγε ο μάρτυς. Συ με πούλησες με τη θέληση σου. Εγώ Χριστιανός πάντοτε ήμουνα και είμαι.
Κατόπιν τον άρπαξαν και τον πήγαν στον διοικητή της Ρούμελης, τον Μουράτ Μουλάν. Τον παρουσίασαν μπροστά του και άρχισαν να του λέγουν, ότι πράγματι, αυτός τούρκεψε. Ο Κριτής πρώτα με κολακείες και υποσχέσεις και ύστερα με απειλές και φοβέρες προσπάθησε να αλλάξει τον Αντώνιο και να τον κάνει να αρνηθεί τον Χριστό. Όμως ο Άγιος με ανδρεία στις φοβέρες και τα βασανιστήρια του απάντησε:

Σταμάτα να με φοβερίζεις με τα διάφορα βασανιστήρια σου. Εγώ δεν πρόκειται να αρνηθώ τον Χριστό μου. Για την αγάπη και την πίστη του Χριστού μου κάνε με ότι νομίζεις. Βασάνισε με, κτύπησε με, κόψε μου το σώμα κομματάκια, κόψε μου το κεφάλι και διάλεξε τον πιο φοβορότερο θάνατο. Εγώ Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω. Λοιπόν μη περιμένεις. Σου λέγω δε, ότι ευκολότερα είναι να γίνεις εσύ Χριστιανός, παρά εγώ Τούρκος και να αρνηθώ εγώ τον αληθινό Θεό μου.
Μόλις άκουσε αυτά ο Κριτής, θαύμασε τον Άγιο, για το θάρρος και τη τόλμη του. Και αντί να θυμώσει και να διατάξει αμέσως βασανιστήρια εναντίον του Μάρτυρος, θύμωσε εναντίον των Αγαρηνών ψευδομαρτύρων.
Είστε πονηροί και ψεύτες, τους έλεγε. Πιέζετε τους ανθρώπους και με διάφορες συκοφαντίες και ψέματα τους αναγκάζετε να τουρκέψουν.
Οι ψευδομάρτυρες άρχισαν να φωνάζουν και να ζητούν τον θάνατο του Μάρτυρος. Τότε ο Κριτής παίρνει ιδιαιτέρως τον Μάρτυρα και του λέγει:
Λυπήσου, νέε μου, τα νειάτα σου, και πες σε αυτούς, που φωνάζουν, ότι αρνούμαι την πίστη μου και μετά πήγαινε όπου θέλεις και έχε πάλι την πίστη σου.
Ο Μάρτυς του Χριστού δεν δέχτηκε τις συμβουλές αυτές του Κριτή. Φοβόταν πολύ τα λόγια του Χριστού που λένε «ὅστις δ' ἄν ἀρνήσηται μέ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν καγῶ ἔμπροσθέν του πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 33). Έτσι ο Άγιος Αντώνιος δεν δέχθηκε ούτε με Λόγια να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντίθετα φώναζε:
-Είμαι Χριστιανός και προτιμώ να πεθάνω για τον Χριστό.
Βλέποντας τώρα ο Κριτής, ότι ούτε οι ψευδομάρτυρες υποχωρούν, αλλά ούτε και ο μάρτυς αρνείται τον Χριστό, έβγαλε καταδικαστική απόφαση. Την απόφαση αυτή την έστειλε κρυφά στον τότε Βεζύρη Μεχμέτ Μεμέτη Πασάν. Του έγραφε δε, ότι η απόφαση αυτή είναι άδικη, αλλά επειδή δεν μπορούσα να κάμω διαφορετικά γι αυτό τον καταδίκασα.

Ύστερα από λίγο ο Μάρτυς βρέθηκε μπροστά στο Βεζύρη. Ο Βεζύρης άρχισε να τον ρωτά τα ίδια περίπου, που τον ρώτησε ο Κριτής. Ο Μάρτυς ούτε στις απειλές και φοβέρες του Βεζύρη υπέκυψε, ούτε και στις κολακείες και υποσχέσεις. Από τις απαντήσεις, που έδιδε ο Άγιος Αντώνιος κατάλαβε και ο Βεζύρης, ότι είναι δίκαιος και ότι οι μάρτυρες έλεγαν ψέμματα και αδίκως τον συκοφαντούσαν. Ύστερα από όλα αυτά ήθελε και ο Βεζύρης να ελευθερώσει τον Άγιο. Φοβόταν όμως την βαρβαρότητα των Αγαρηνών. Αυτοί, για την ψεύτικη θρησκεία των, ήσαν έτοιμοι να αναστατώσουν την Πόλι. Γι αυτό ο Βεζύρης προτίμησε να βάλει τον Μάρτυρα στη φυλακή του Μουχζουραγά.
Τον έβαλε στη φυλακή με την πρόφαση ότι ήθελε να τον ξαναεξετάσει. Στην πραγματικότητα όμως ήθελε να τον ελευθερώσει.Ο μακάριος αυτός Αντώνιος, στη φυλακή που βρισκόταν, δίδασκε τους φυλακισμένους κατ τους έλεγε να έχουν υπομονή στις θλίψεις και στους πειρασμούς. Και να προτιμήσουν να αποθάνουν για το Χριστό. Στη φυλακή, που βρισκόταν ο Άγιος, έστειλε γράμμα στο Χριστιανό αφενττκό του και ζητούσε από όλους τους Χριστιανούς συγχώρηση. Από τους ιερείς ζητούσε τις ευχές των για να τον δυναμώσουν στο Μαρτύριο. Έπειτα ευχαριστούσε το αφεντικό του, που έδωσε τόσα χρήματα και τον αγόρασε από τους βαρβάρους, αυτός όμως δεν μπόρεσε να τον υπηρετήσει και να του προσφέρει πολλή εργασία. Τέλος έγραφε, ότι θέλει να πεθάνει για τον Χριστό. Τον παρακαλούσε όμως, όταν πεθάνει, να του κάμουν τα συνήθη μνημόσυνα και να διηγηθούν στους γονείς του για το μακάριο τέλος, που έλαβε το παιδί τους. Και τούτο για να παρηγορηθούν.

Βλέποντας όμως οι ψευδομάρτυρες, ότι ο Βεζύρης αναβάλλει την θανάτωση του Αγίου, θύμωσαν και πήγαν να διαμαρτυρηθούν στο σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ. Οι ψευδομάρτυρες αυτή τη φορά δεν κατηγόρησαν μόνον τον μάρτυρα, αλλά και τον Βεζύρη, λέγοντας, ότι πήρε χρήματα και θέλει να ελευθερώσει τον Μάρτυρα. Ο Σουλτάνος επειδή φοβήθηκε την φασαρία και την ταραχή του όχλου, και επειδή τα πολιτικά πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά, έδωσε διαταγή λέγοντας, εάν ο Μάρτυρας δεν θέλει να γίνει Τούρκος, τότε αμέσως να θανατωθεί. Ο Βεζύρης, ακούγοντας τη διαταγή αυτή του Σουλτάνου, ήλθε σε δύσκολη θέση. θέλοντας και μη έβγαλε τον Άγιο από την φυλακή κατ του είπε για τελευταία φορά εάν πιστεύει στον Μωάμεθ αλλιώς εάν δεν πιστεύει θα θανατωθεί. Ο Μάρτυς του Χριστού Αντώνιος, μόλις άκουσε τα λόγια του Βεζύρη γέμισε από χαρά. Αφού ο Άγιος δεν δέχτηκε να αρνηθεί το Χριστό, του έδεσαν τα χέρια και τον πήγαν στο Ακ Σαράϊ. Εκεί ο Μάρτυς, έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να προσεύχεται:
Κύριε. εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου.
Αμέσως ο δήμιος τράβηξε το ξίφος του και το αφήνει να πέσει στο λαιμό του Μάρτυρος. Έτσι, ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού έλαβε τον του μαρτυρίου άφθαρτο στέφανο. Τότε παρουσιάσθηκαν εκεί οι Χριστιανοί της Βλάγκας. Οι Χριστιανοί λοιπόν της Βλάγκας με εβδομήντα γρόσια αγόρασαν το λείψανο του Αγίου. Το πήραν και έκαμαν μεγάλη πομπή. Με επινίκεια άσματα, πήγαν στη Ζωοδόχο Πηγή και το ενταφίασαν.
Στίχος
Σφαγεῖς ὁ Ἀντώνιος ὥσπερ ἡ ὄϊς, Χριστῷ παρέστη ἀκολουθῶν ὡς ὄϊς.