ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Αποκάλυψις Ιωάννου
(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1)

Εισαγωγή και χαιρετισμός
1 Ἀποκάλυψις ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεός, δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει, καὶ ἐσήμανεν ἀποστείλας διὰ τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ τῷ δούλῳ αὐτοῦ ᾿Ιωάννῃ, 2 ὃς ἐμαρτύρησε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὅσα εἶδε. 3 μακάριος ὁ ἀναγινώσκων καὶ οἱ ἀκούοντες τοὺς λόγους τῆς προφητείας καὶ τηροῦντες τὰ ἐν αὐτῇ γεγραμμένα· ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς. 4 ᾿Ιωάννης ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, καὶ ἀπὸ τῶν ἑπτὰ πνευμάτων, ἃ ἐνώπιον τοῦ θρόνου αὐτοῦ, 5 καὶ ἀπὸ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ μάρτυς ὁ πιστός, ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καὶ λούσαντι ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ, 6 καὶ ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὐτοῦ, αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. 7 ᾿Ιδοὺ ἔρχεται μετὰ τῶν νεφελῶν, καὶ ὄψεται αὐτὸν πᾶς ὀφθαλμὸς καὶ οἵτινες αὐτὸν ἐξεκέντησαν, καὶ κόψονται ἐπ᾿ αὐτὸν πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. ναί, ἀμήν. 8 ᾿Εγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ.


1 Αποκάλυψη του Ιησού Χριστού, που του έδωσε ο Θεός, για να δείξει στους δούλους του αυτά που πρέπει να γίνουν γρήγορα, και τα έδειξε με σημεία, αφού την απέστειλε μέσω του αγγέλου του στο δούλο του Ιωάννη, 2 ο οποίος μαρτύρησε το λόγο του Θεού και τη μαρτυρία του Ιησού Χριστού, όσα είδε. 3 Μακάριος εκείνος που διαβάζει και εκείνοι που ακούν τους λόγους της προφητείας και τηρούν όσα είναι γραμμένα σ’ αυτή, γιατί ο καιρός είναι κοντά. 4 Ο Ιωάννης προς τις εφτά εκκλησίες που είναι στην επαρχία της Ασίας. Χάρη σ’ εσάς και ειρήνη από τον Είναι και τον Ήταν και τον Ερχόμενο, και από τα εφτά πνεύματα που είναι μπροστά στο θρόνο του, 5 και από τον Ιησού Χριστό, που είναι ο μάρτυρας ο πιστός, ο πρωτότοκος των νεκρών και ο άρχοντας των βασιλιάδων της γης. Σ’ Αυτόν που μας αγαπά και μας έλυσε από τις αμαρτίες μας με το αίμα του, 6 και μας έκανε βασιλεία, ιερείς για το Θεό και Πατέρα του, σ’ Αυτόν η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. αμήν. 7 Ιδού, έρχεται με τις νεφέλες, και θα τον δει κάθε οφθαλμός, και αυτοί που τον κέντησαν, και θα θρηνήσουν γι’ αυτόν όλες οι φυλές της γης του Ισραήλ. Ναι, αμήν. 8 «Εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα», λέει Κύριος ο Θεός, «ο Είναι και ο Ήταν και ο Ερχόμενος, ο Παντοκράτορας».

Όραμα του Χριστού

9 ᾿Εγὼ ᾿Ιωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν ᾿Ιησοῦ Χριστῷ, ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 10 ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ, καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος 11 λεγούσης· ὃ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις, εἰς ῎Εφεσον καὶ εἰς Σμύρναν καὶ εἰς Πέργαμον καὶ εἰς Θυάτειρα καὶ εἰς Σάρδεις καὶ εἰς Φιλαδέλφειαν καὶ εἰς Λαοδίκειαν. 12 Καὶ ἐκεῖ ἐπέστρεψα βλέπειν τὴν φωνὴν ἥτις ἐλάλει μετ᾿ ἐμοῦ· καὶ ἐπιστρέψας εἶδον ἑπτὰ λυχνίας χρυσᾶς, 13 καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσῆν· 14 ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡς ἔριον λευκόν, ὡς χιών, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός, 15 καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι, καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν, 16 καὶ ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά, καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ρομφαία δίστομος ὀξεῖα ἐκπορευομένη, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος φαίνει ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ. 17 Καὶ ὅτε εἶδον αὐτόν, ἔπεσα πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡς νεκρός, καὶ ἔθηκε τὴν δεξιὰν αὐτοῦ χεῖρα ἐπ᾿ ἐμὲ λέγων· μὴ φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος 18 καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου. 19 γράψον οὖν ἃ εἶδες, καὶ ἅ εἰσι καὶ ἃ μέλλει γίνεσθαι μετὰ ταῦτα· 20 τὸ μυστήριον τῶν ἑπτὰ ἀστέρων ὧν εἶδες ἐπὶ τῆς δεξιᾶς μου, καὶ τὰς ἑπτὰ λυχνίας τὰς χρυσᾶς. οἱ ἑπτὰ ἀστέρες ἄγγελοι τῶν ἑπτὰ ἐκκλησιῶν εἰσι, καὶ αἱ λυχνίαι αἱ ἑπτὰ ἑπτὰ ἐκκλησίαι εἰσίν.

9 Εγώ ο Ιωάννης, ο αδελφός σας και συμμέτοχος μέσα στη θλίψη και στη βασιλεία και στην υπομονή με τον Ιησού, ήμουν στο νησί που καλείται Πάτμος, εξαιτίας του λόγου του Θεού και της μαρτυρίας για τον Ιησού. 10 Ήρθα σε πνευματική έκσταση κατά την ημέρα του Κυρίου και άκουσα πίσω μου φωνή μεγάλη σαν σάλπιγγα 11 να λέει: «Ό,τι βλέπεις γράψε το σε βιβλίο και στείλε το στις εφτά εκκλησίες: στην Έφεσο και στη Σμύρνη και στην Πέργαμο και στα Θυάτειρα και στις Σάρδεις και στη Φιλαδέλφεια και στη Λαοδίκεια». 12 Και έστρεψα πίσω, για να βλέπω τη φωνή που μίλαγε μαζί μου. Και όταν έστρεψα πίσω, είδα εφτά λυχνίες χρυσές 13 και στο μέσο των λυχνιών έναν όμοιο με γιο ανθρώπου, ντυμένο με χιτώνα ποδήρη και περιζωσμένο στους μαστούς με ζώνη χρυσή. 14 Και η κεφαλή του και οι τρίχες είναι λευκές σαν μαλλί λευκό, σαν χιόνι, και οι οφθαλμοί του σαν πύρινη φλόγα 15 και τα πόδια του όμοια με χαλκολίβανο σαν σε πυρακτωμένο καμίνι και η φωνή του σαν βοή από νερά πολλά. 16 Και έχει μέσα στο δεξί χέρι του εφτά αστέρες και από το στόμα του εκπορεύεται ρομφαία δίστομη κοφτερή και η όψη του είναι όπως ο ήλιος φέγγει στη δύναμή του. 17 Και όταν τον είδα, έπεσα μπροστά στα πόδια του σαν νεκρός. Και έθεσε το δεξί του χέρι πάνω μου λέγοντας: «Μη φοβάσαι. εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος 18 και ο ζωντανός, και έγινα νεκρός, αλλά ιδού, είμαι ζωντανός στους αιώνες των αιώνων, και έχω τα κλειδιά του θανάτου και του άδη. 19 Γράψε, λοιπόν, αυτά που είδες και αυτά που είναι και αυτά που μέλλουν να γίνουν μετά από αυτά. 20 Το μυστήριο των εφτά αστέρων που είδες πάνω στο δεξί μου χέρι και τις εφτά λυχνίες τις χρυσές. Οι εφτά αστέρες είναι άγγελοι των εφτά εκκλησιών, και οι λυχνίες οι εφτά είναι εφτά εκκλησίες».

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2)

Επιστολή στην εκκλησία της Εφέσου

1 Τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν ᾿Εφέσῳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ κρατῶν τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας ἐν τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν τῶν χρυσῶν· 2 οἶδα τὰ ἔργα σου καὶ τὸν κόπον σου καὶ τὴν ὑπομονήν σου, καὶ ὅτι οὐ δύνῃ βαστάσαι κακούς, καὶ ἐπείρασας τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς ἀποστόλους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσί, καὶ εὗρες αὐτοὺς ψευδεῖς· 3 καὶ ὑπομονὴν ἔχεις, καὶ ἐβάστασας διὰ τὸ ὄνομά μου, καὶ οὐ κεκοπίακας. 4 ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ, ὅτι τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκας. 5 μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας, καὶ μετανόησον καὶ τὰ πρῶτα ἔργα ποίησον· εἰ δὲ μή, ἔρχομαί σοι ταχὺ καὶ κινήσω τὴν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐὰν μὴ μετανοήσῃς. 6 ἀλλὰ τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἃ κἀγὼ μισῶ. 7 ῾Ο ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις. Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὅ ἐστιν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ μου.


1 «Στον άγγελο της εκκλησίας στην Έφεσο γράψε: “Αυτά λέει εκείνος που κρατά τους εφτά αστέρες μέσα στο δεξί του xέρι, που περπατά στο μέσο των εφτά λυχνιών των χρυσών: 2 Ξέρω τα έργα σου και τον κόπο και την υπομονή σου και ότι δε δύνασαι να βαστάξεις κακούς, και δοκίμασες αυτούς που λένε τους εαυτούς τους αποστόλους, αλλά δεν είναι και τους βρήκες ψεύτικους. 3 Και υπομονή έχεις και βάσταξες για το όνομά μου και δεν έχεις κουραστεί. 4 Αλλά έχω εναντίον σου αυτό, ότι την αγάπη σου την πρώτη άφησες. 5 Να θυμάσαι, λοιπόν, από πού έχεις πέσει και μετανόησε και τα πρώτα έργα κάνε. Ειδεμή έρχομαι σ’ εσένα και θα κινήσω τη λυχνία σου από τον τόπο της, αν δε μετανοήσεις. 6 Αλλά έχεις αυτό, ότι μισείς τα έργα των Νικολαϊτών που κι εγώ μισώ. 7 Όποιος έχει αυτί ας ακούσει τι το Πνεύμα λέει στις εκκλησίες. Σ’ αυτόν που νικά θα του δώσω να φάει από το δέντρο της ζωής, που είναι μέσα στον Παράδεισο του Θεού”».

Επιστολή στην εκκλησία της Σμύρνης

8 Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Σμύρνῃ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ὃς ἐγένετο νεκρὸς καὶ ἔζησεν· 9 οἶδά σου τὰ ἔργα καὶ τὴν θλῖψιν καὶ τὴν πτωχείαν· ἀλλὰ πλούσιος εἶ καὶ τὴν βλασφημίαν ἐκ τῶν λεγόντων ᾿Ιουδαίους εἶναι ἑαυτούς, καὶ οὐκ εἰσίν, ἀλλὰ συναγωγὴ τοῦ σατανᾶ. 10 μηδὲν φοβοῦ ἃ μέλλεις παθεῖν. ἰδοὺ δὴ μέλλει βαλεῖν ὁ διάβολος ἐξ ὑμῶν εἰς φυλακὴν ἵνα πειρασθῆτε, καὶ ἕξετε θλῖψιν ἡμέρας δέκα. γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς. 11 ῾Ο ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις. ῾Ο νικῶν οὐ μὴ ἀδικηθῇ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου.


8 «Και στον άγγελο της εκκλησίας στη Σμύρνη γράψε: “Αυτά λέει ο πρώτος και ο έσχατος, που έγινε νεκρός και έζησε: 9 Ξέρω τη θλίψη σου και τη φτώχεια – αλλά είσαι πλούσιος – και τη βλαστήμια από εκείνους που λένε τους εαυτούς τους πως είναι Ιουδαίοι και δεν είναι, αλλά συναγωγή του Σατανά. 10 Τίποτα μη φοβάσαι από αυτά που μέλλεις να πάσχεις. Ιδού, μέλλει να ρίχνει ο Διάβολος μερικούς από εσάς σε φυλακή, για να πειραχτείτε, και θα έχετε θλίψη δέκα ημέρες. Γίνου πιστός μέχρι το θάνατο και θα σου δώσω το στέφανο της ζωής. 11 Όποιος έχει αυτί ας ακούσει τι το Πνεύμα λέει στις εκκλησίες. Αυτός που νικά δε θα βλαφτεί από το θάνατο το δεύτερο”».

Επιστολή στην εκκλησία της Περγάμου

12 Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Περγάμῳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἔχων τὴν ρομφαίαν τὴν δίστομον τὴν ὀξεῖαν· 13 οἶδα τὰ ἔργα σου καὶ ποῦ κατοικεῖς· ὅπου ὁ θρόνος τοῦ σατανᾶ· καὶ κρατεῖς τὸ ὄνομά μου, καὶ οὐκ ἠρνήσω τὴν πίστιν μου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αἷς ᾿Αντίπας ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός, ὃς ἀπεκτάνθη παρ᾿ ὑμῖν, ὅπου ὁ σατανᾶς κατοικεῖ. 14 ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὀλίγα, ὅτι ἔχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν Βαλαάμ, ὃς ἐδίδαξε τὸν Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα καὶ πορνεῦσαι. 15 οὕτως ἔχεις καὶ σὺ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν τῶν Νικολαϊτῶν ὁμοίως. 16 μετανόησον οὖν· εἰ δὲ μή, ἔρχομαί σοι ταχὺ καὶ πολεμήσω μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῇ ρομφαίᾳ τοῦ στόματός μου. 17 ῾Ο ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις. Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ τοῦ μάννα τοῦ κεκρυμμένου, καὶ δώσω αὐτῷ ψῆφον λευκήν, καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον, ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων.


12 «Και στον άγγελο της εκκλησίας στην Πέργαμο γράψε: “Αυτά λέει εκείνος που έχει τη ρομφαία τη δίστομη την κοφτερή: 13 Ξέρω πού κατοικείς: εκεί όπου είναι ο θρόνος του Σατανά. και όμως κρατάς το όνομά μου και δεν αρνήθηκες την πίστη μου ακόμα και κατά τις ημέρες που ζούσε ο Αντίπας, ο μάρτυράς μου ο πιστός μου, ο οποίος σκοτώθηκε κοντά σας, εκεί όπου ο Σατανάς κατοικεί. 14 Αλλά έχω λίγα εναντίον σου, γιατί έχεις εκεί αυτούς που κρατούν τη διδαχή του Βαλαάμ, ο οποίος δίδασκε στο Βαλάκ να βάλει σκάνδαλο μπροστά στους γιους Ισραήλ, να τους παρασύρει, για να φάνε ειδωλόθυτα και να πορνεύσουν. 15 Έτσι όμοια έχεις κι εσύ κάποιους που κρατούν τη διδαχή των Νικολαϊτών. 16 Μετανόησε, λοιπόν. ειδεμή, έρχομαι σ’ εσένα γρήγορα και θα πολεμήσω μαζί τους με τη ρομφαία του στόματός μου. 17 Όποιος έχει αυτί ας ακούσει τι το Πνεύμα λέει στις εκκλησίες. Σ’ αυτόν που νικά θα του δώσω το μάννα το κρυμμένο και θα του δώσω ψηφί λευκό, και πάνω στο ψηφί ένα όνομα καινούργιο γραμμένο που κανείς δεν το ξέρει παρά αυτός που το λαβαίνει”».

Επιστολή στην εκκλησία των Θυατείρων

18 Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Θυατείροις ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ὡς φλόγα πυρός, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ· 19 οἶδά σου τὰ ἔργα καὶ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν καὶ τὴν διακονίαν καὶ τὴν ὑπομονήν σου, καὶ τὰ ἔργα σου τὰ ἔσχατα πλείονα τῶν πρώτων. 20 ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὀλίγα, ὅτι ἀφεῖς τὴν γυναῖκά σου ᾿Ιεζάβελ, ἣ λέγει ἑαυτὴν προφῆτιν, καὶ διδάσκει καὶ πλανᾷ τοὺς ἐμοὺς δούλους πορνεῦσαι καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα. 21 καὶ ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ, καὶ οὐ θέλει μετανοῆσαι ἐκ τῆς πορνείας αὐτῆς. 22 ἰδοὺ βάλλω αὐτὴν εἰς κλίνην καὶ τοὺς μοιχεύοντας μετ᾿ αὐτῆς εἰς θλῖψιν μεγάλην, ἐὰν μὴ μετανοήσωσιν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῆς, 23 καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς ἀποκτενῶ ἐν θανάτῳ, καὶ γνώσονται πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας, καὶ δώσω ὑμῖν ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν. 24 ὑμῖν δὲ λέγω τοῖς λοιποῖς τοῖς ἐν Θυατείροις, ὅσοι οὐκ ἔχουσι τὴν διδαχὴν ταύτην, οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν τὰ βαθέα τοῦ σατανᾶ, ὡς λέγουσιν· οὐ βάλλω ἐφ᾿ ὑμᾶς ἄλλο βάρος· 25 πλὴν ὃ ἔχετε κρατήσατε ἄχρις οὗ ἂν ἥξω. 26 Καὶ ὁ νικῶν καὶ ὁ τηρῶν ἄχρι τέλους τὰ ἔργα μου, δώσω αὐτῷ ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν ἐθνῶν, 27 καὶ ποιμανεῖ αὐτοὺς ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ, ὡς τὰ σκεύη τὰ κεραμικὰ συντριβήσεται, ὡς κἀγὼ εἴληφα παρὰ τοῦ πατρός μου, 28 καὶ δώσω αὐτῷ τὸν ἀστέρα τὸν πρωϊνόν. 29 ῾Ο ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.


18 «Και στον άγγελο της εκκλησίας στα Θυάτειρα γράψε: “Αυτά λέει ο Υιός του Θεού, που έχει τους οφθαλμούς του σαν πύρινη φλόγα και τα πόδια του όμοια με χαλκολίβανο: 19 Ξέρω τα έργα σου και την αγάπη και την πίστη και τη διακονία και την υπομονή σου. και τα έργα σου τα τελευταία είναι περισσότερα από τα πρώτα. 20 Αλλά έχω εναντίον σου αυτό, ότι αφήνεις τη γυναίκα την Ιεζάβελ, που λέει τον εαυτό της προφήτισσα, και διδάσκει και πλανά τους δικούς μου δούλους, ώστε να πορνεύσουν και να φάνε ειδωλόθυτα. 21 Και της έδωσα χρόνο να μετανοήσει, αλλά δε θέλει να μετανοήσει από την πορνεία της. 22 Ιδού, ρίχνω αυτήν στο κρεβάτι και αυτούς που μοιχεύουν μαζί της ρίχνω σε θλίψη μεγάλη, αν δε μετανοήσουν από τα έργα της. 23 και τα παιδιά της θα τα χτυπήσω με θάνατο. Και θα γνωρίσουν όλες οι εκκλησίες ότι εγώ είμαι εκείνος που ερευνά νεφρά και καρδιές, και θα δώσω σε καθέναν από εσάς σύμφωνα με τα έργα σας. 24 Σ’ εσάς όμως λέω στους υπόλοιπους που είστε στα Θυάτειρα, όσοι δεν έχουν τη διδαχή αυτή, οι οποίοι δε γνώρισαν τα βάθη του Σατανά καθώς τα λένε: δε βάζω πάνω σας άλλο βάρος. 25 όμως αυτό που έχετε κρατήστε το μέχρις ότου έρθω. 26 Και σ’ αυτόν που νικά και τηρεί μέχρι το τέλος τα έργα μου, θα του δώσω εξουσία πάνω στα έθνη, 27 και θα τους ποιμάνει με ράβδο σιδερένια όπως συντρίβονται τα σκεύη τα κεραμικά 28 – όπως κι εγώ έχω λάβει εξουσία από τον Πατέρα μου – και θα του δώσω τον αστέρα τον πρωινό. 29 Όποιος έχει αυτί ας ακούσει τι το Πνεύμα λέει στις εκκλησίες”».

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3)

Επιστολή στην εκκλησία των Σάρδεων

1 Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Σάρδεσιν ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἔχων τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας· οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ. 2 γίνου γρηγορῶν, καὶ στήρισον τὰ λοιπὰ ἃ ἔμελλον ἀποθνήσκειν· οὐ γὰρ εὕρηκά σου τὰ ἔργα πεπληρωμένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου. 3 μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ ἤκουσας, καὶ τήρει καὶ μετανόησον. ἐὰν οὖν μὴ γρηγορήσῃς, ἥξω ἐπὶ σὲ ὡς κλέπτης, καὶ οὐ μὴ γνώσῃ ποίαν ὥραν ἥξω ἐπὶ σέ. 4 ἀλλὰ ἔχεις ὀλίγα ὀνόματα ἐν Σάρδεσιν, ἃ οὐκ ἐμόλυναν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ περιπατήσουσι μετ᾿ ἐμοῦ ἐν λευκοῖς, ὅτι ἄξιοί εἰσιν. 5 ῾Ο νικῶν οὕτως περιβαλεῖται ἐν ἱματίοις λευκοῖς, καὶ οὐ μὴ ἐξαλείψω τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκ τῆς βίβλου τῆς ζωῆς, καὶ ὁμολογήσω τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ πατρός μου καὶ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ. 6 ῾Ο ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.


1 «Και στον άγγελο της εκκλησίας στις Σάρδεις γράψε: 2 “Αυτά λέει εκείνος που έχει τα εφτά πνεύματα του Θεού και τους εφτά αστέρες: Ξέρω τα έργα σου. όνομα έχεις ότι ζεις, αλλά είσαι νεκρός. Γίνου άγρυπνος και στήριξε τα λοιπά που έμελλαν να πεθάνουν, γιατί δεν έχω βρει τα έργα σου ολοκληρωμένα μπροστά στο Θεό μου. 3 Να θυμάσαι, λοιπόν, πώς έχεις λάβει και άκουσες, και να τα τηρείς και μετανόησε. Αν λοιπόν δεν αγρυπνήσεις, θα έρθω σαν κλέφτης και δε θα γνωρίσεις ποια ώρα θα έρθω εναντίον σου. 4 Αλλά έχεις λίγα ονόματα ανθρώπων στις Σάρδεις που δε μόλυναν τα ρούχα τους και θα περπατήσουν μαζί μου στα λευκά, γιατί είναι άξιοι. 5 Αυτός που νικά έτσι θα ντυθεί με ρούχα λευκά και δε θα εξαλείψω το όνομά του από τη βίβλο της ζωής και θα ομολογήσω το όνομά του μπροστά στον Πατέρα μου και μπροστά στους αγγέλους του. 6 Όποιος έχει αυτί ας ακούσει τι το Πνεύμα λέει στις εκκλησίες».

Επιστολή στην εκκλησία της Φιλαδέλφειας

7 Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Φιλαδελφείᾳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ, ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείσει, καὶ κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει· 8 οἶδά σου τὰ ἔργα· - ἰδοὺ δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην, ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν· - ὅτι μικρὰν ἔχεις δύναμιν, καὶ ἐτήρησάς μου τὸν λόγον καὶ οὐκ ἠρνήσω τὸ ὄνομά μου. 9 ἰδοὺ δίδωμι ἐκ τῆς συναγωγῆς τοῦ σατανᾶ τῶν λεγόντων ἑαυτοὺς ᾿Ιουδαίους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσίν, ἀλλὰ ψεύδονται· ἰδοὺ ποιήσω αὐτοὺς ἵνα ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον τῶν ποδῶν σου, καὶ γνῶσιν ὅτι ἐγὼ ἠγάπησά σε. 10 ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης, πειράσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς. 11 ἔρχομαι ταχύ· κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν σου. 12 ῾Ο νικῶν, ποιήσω αὐτὸν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι, καὶ γράψω ἐπ᾿ αὐτὸν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς καινῆς ῾Ιερουσαλήμ, ἣ καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου, καὶ τὸ ὄνομά μου τὸ καινόν. 13 ῾Ο ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.


7 «Και στον άγγελο της εκκλησίας στη Φιλαδέλφεια γράψε: “Αυτά λέει ο άγιος, ο αληθινός, που έχει το κλειδί του Δαβίδ, που ανοίγει και κανείς δε θα κλείσει, και που κλείνει και κανείς δεν ανοίγει: 8 Ξέρω τα έργα σου. ιδού, έχω δώσει μπροστά σου θύρα ανοιγμένη, που κανείς δε δύναται να την κλείσει. Γιατί έχεις μικρή δύναμη, αλλά τήρησες το λόγο μου και δεν αρνήθηκες το όνομά μου. 9 Ιδού, θα σου δώσω από τη συναγωγή του Σατανά, αυτούς που λένε τους εαυτούς τους πως είναι Ιουδαίοι, και δεν είναι αλλά ψεύδονται. Ιδού, θα τους κάνω να έρθουν και να προσκυνήσουν μπροστά στα πόδια σου και να γνωρίσουν ότι εγώ σε αγάπησα. 10 Επειδή τήρησες το λόγο μου να έχεις υπομονή, κι εγώ θα σε φυλάξω από την ώρα του πειρασμού που μέλλει να έρχεται πάνω σε όλη την οικουμένη, για να πειράξει αυτούς που κατοικούν πάνω στη γη. 11 Έρχομαι γρήγορα. κράτα αυτό που έχεις, για να μην πάρει κανείς το στέφανό σου. 12 Αυτόν που νικά θα τον κάνω στύλο μέσα στο ναό του Θεού μου και έξω δε θα βγει πια. Και θα γράψω πάνω του το όνομα του Θεού μου και το όνομα της πόλης του Θεού μου, της καινούργιας Ιερουσαλήμ, που κατεβαίνει από τον ουρανό από το Θεό μου. και το όνομά μου το καινούργιο. 13 Όποιος έχει αυτί ας ακούσει τι το Πνεύμα λέει στις εκκλησίες”».

Επιστολή στην εκκλησία της Λαοδίκειας

14 Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ ἀμήν, ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός, ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ· 15 οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός. 16 οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου. 17 ὅτι λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω, - καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός, - 18 συμβουλεύω σοι ἀγοράσαι παρ᾿ ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρὸς ἵνα πλουτήσῃς, καὶ ἱμάτια λευκὰ ἵνα περιβάλῃ καὶ μὴ φανερωθῇ ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου, καὶ κολλύριον ἵνα ἐγχρίσῃ τοὺς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς. 19 ἐγὼ ὅσους ἐὰν φιλῶ, ἐλέγχω καὶ παιδεύω· ζήλευε οὖν καὶ μετανόησον. 20 ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ᾿ ἐμοῦ. 21 ῾Ο νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου, ὡς κἀγὼ ἐνίκησα καὶ ἐκάθισα μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ. 22 ῾Ο ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.


14 «Και στον άγγελο της εκκλησίας στη Λαοδίκεια γράψε: “Αυτά λέει ο Αμήν, ο μάρτυρας ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσης του Θεού: 15 Ξέρω τα έργα σου. ούτε ψυχρός είσαι ούτε ζεστός. Είθε να ήσουν ψυχρός ή ζεστός. 16 Έτσι, επειδή είσαι χλιαρός και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω να σε κάνω εμετό από το στόμα μου. 17 Γιατί λες: “Πλούσιος είμαι και έχω πλουτίσει και τίποτα δεν έχω ανάγκη”, και δεν ξέρεις ότι εσύ είσαι ο ταλαίπωρος και ελεεινός και φτωχός και τυφλός και γυμνός. 18 Σε συμβουλεύω να αγοράσεις από εμένα χρυσάφι που έχει πυρακτωθεί και καθαριστεί από τη φωτιά, για να πλουτίσεις, και ρούχα λευκά, για να ντυθείς και να μη φανερωθεί η ντροπή της γυμνότητάς σου, και κολλύριο, ώστε να χρίσεις τους οφθαλμούς σου, για να βλέπεις. 19 Εγώ όσους αγαπώ ελέγχω και παιδεύω. Έχε ζήλο, λοιπόν, και μετανόησε. 20 Ιδού, έχω σταθεί μπροστά στη θύρα και κρούω. Αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου και ανοίξει τη θύρα, τότε θα εισέλθω προς αυτόν και θα δειπνήσω μαζί του και αυτός μαζί μου. 21 Σ’ αυτόν που νικά θα του δώσω να καθίσει μαζί μου στο θρόνο μου, όπως κι εγώ νίκησα και κάθισα μαζί με τον Πατέρα μου στο θρόνο του. 22 Όποιος έχει αυτί ας ακούσει τι το Πνεύμα λέει στις εκκλησίες”».

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4)

Η ουράνια λατρεία

1 Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ θύρα ἀνεῳγμένη ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη ἣν ἤκουσα ὡς σάλπιγγος λαλούσης μετ᾿ ἐμοῦ, λέγων· ἀνάβα ὧδε καὶ δείξω σοι ἃ δεῖ γενέσθαι μετὰ ταῦτα. 2 καὶ εὐθέως ἐγενόμην ἐν πνεύματι· καὶ ἰδοὺ θρόνος ἔκειτο ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τὸν θρόνον καθήμενος, 3 ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι καὶ σαρδίῳ· καὶ ἶρις κυκλόθεν τοῦ θρόνου, ὁμοίως ὅρασις σμαραγδίνων. 4 Καὶ κυκλόθεν τοῦ θρόνου θρόνοι εἴκοσι τέσσαρες, καὶ ἐπὶ τοὺς θρόνους τοὺς εἴκοσι τέσσαρας πρεσβυτέρους καθημένους, περιβεβλημένους ἐν ἱματίοις λευκοῖς, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν στεφάνους χρυσοῦς. 5 καὶ ἐκ τοῦ θρόνου ἐκπορεύονται ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί· καὶ ἑπτὰ λαμπάδες πυρὸς καιόμεναι ἐνώπιον τοῦ θρόνου, αἵ εἰσι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ· 6 καὶ ἐνώπιον τοῦ θρόνου ὡς θάλασσα ὑαλίνη, ὁμοία κρυστάλλῳ· καὶ ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καὶ κύκλῳ τοῦ θρόνου τέσσαρα ζῷα γέμοντα ὀφθαλμῶν ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν· 7 καὶ τὸ ζῷον τὸ πρῶτον ὅμοιον λέοντι, καὶ τὸ δεύτερον ζῷον ὅμοιον μόσχῳ, καὶ τὸ τρίτον ζῷον ἔχον τὸ πρόσωπον ὡς ἀνθρώπου, καὶ τὸ τέταρτον ζῷον ὅμοιον ἀετῷ πετομένῳ. 8 καὶ τὰ τέσσαρα ζῷα, ἓν καθ᾿ ἓν αὐτῶν ἔχον ἀνὰ πτέρυγας ἕξ, κυκλόθεν καὶ ἔσωθεν γέμουσιν ὀφθαλμῶν, καὶ ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς λέγοντες· ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ ἦν καὶ ὁ ὢν καὶ ὁ ἐρχόμενος. 9 Καὶ ὅταν δῶσι τὰ ζῷα δόξαν καὶ τιμὴν καὶ εὐχαριστίαν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου, τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, 10 πεσοῦνται οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ἐνώπιον τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ προσκυνήσουσι τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ βαλοῦσι τοὺς στεφάνους αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ θρόνου λέγοντες· 11 ἄξιος εἶ, ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν, λαβεῖν τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δύναμιν, ὅτι σὺ ἔκτισας τὰ πάντα, καὶ διὰ τὸ θέλημά σου ἦσαν καὶ ἐκτίσθησαν.


1 Μετά από αυτά είδα, και ιδού θύρα ανοιγμένη στον ουρανό, και η φωνή η πρώτη, που άκουσα σαν σάλπιγγα να μιλά μαζί μου, λέει: «Ανέβα εδώ και θα σου δείξω αυτά που πρέπει να γίνουν μετά από αυτά». 2 Αμέσως ήρθα σε πνευματική έκσταση. και ιδού, θρόνος βρισκόταν στον ουρανό και πάνω στο θρόνο ένας που κάθεται. 3 Και αυτός που κάθεται είναι όμοιος στη θέα με το λίθο ίασπη και το σάρδιο. και ουράνιο τόξο είναι κυκλικά στο θρόνο, που είναι όμοιος στη θέα με σμαράγδι. 4 Και κυκλικά στο θρόνο είναι θρόνοι είκοσι τέσσερις, και πάνω στους θρόνους είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι που κάθονται ντυμένοι με ρούχα λευκά και πάνω στα κεφάλια τους στέφανοι χρυσοί. 5 Και από το θρόνο εκπορεύονται αστραπές και φωνές και βροντές. και εφτά πύρινες λαμπάδες καίνε μπροστά στο θρόνο, που είναι τα εφτά πνεύματα του Θεού. 6 Και μπροστά στο θρόνο κάτι σαν θάλασσα γυάλινη όμοια με κρύσταλλο. Και στο μέσο του θρόνου και κυκλικά στο θρόνο είναι τέσσερα ζωντανά όντα γεμάτα οφθαλμούς από μπροστά και από πίσω. 7 Και το ζωντανό ον το πρώτο είναι όμοιο με λέοντα και το δεύτερο ζωντανό ον όμοιο με μοσχάρι και το τρίτο ζωντανό ον έχει το πρόσωπο σαν ανθρώπου και το τέταρτο ζωντανό ον είναι όμοιο με αετό που πετάει. 8 Και τα τέσσερα ζωντανά όντα, το καθένα τους ξεχωριστά έχουν από έξι φτερούγες, ενώ κυκλικά και από μέσα είναι γεμάτα οφθαλμούς. Και ανάπαυση δεν έχουν ημέρα και νύχτα λέγοντας: Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο Παντοκράτορας, ο Ήταν και ο Είναι και ο Ερχόμενος! 9 Και όταν δώσουν τα ζωντανά όντα δόξα και τιμή και ευχαριστία σ’ αυτόν που κάθεται πάνω στο θρόνο, στον ζωντανό στους αιώνες των αιώνων, 10 θα πέσουν οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι μπροστά σ’ αυτόν που κάθεται πάνω στο θρόνο και θα προσκυνήσουν τον ζωντανό στους αιώνες των αιώνων και θα ρίξουν τους στεφάνους τους μπροστά στο θρόνο λέγοντας: 11 Άξιος είσαι, ο Κύριος και ο Θεός μας, να λάβεις τη δόξα και την τιμή και τη δύναμη, γιατί εσύ έχτισες τα πάντα και για το θέλημά σου υπήρξαν και χτίστηκαν.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5)

Το βιβλίο και το Αρνίο

1 Καὶ εἶδον ἐπὶ τὴν δεξιὰν τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου βιβλίον γεγραμμένον ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά. 2 καὶ εἶδον ἄγγελον ἰσχυρὸν κηρύσσοντα ἐν φωνῇ μεγάλη· τίς ἄξιός ἐστιν ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον καὶ λῦσαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ; 3 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ οὔτε ἐπὶ τῆς γῆς οὔτε ὑποκάτω τῆς γῆς ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. 4 καὶ ἐγὼ ἔκλαιον πολύ, ὅτι οὐδεὶς ἄξιος εὑρέθη ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. 5 καὶ εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγει μοι· μὴ κλαῖε. ἰδοὺ ἐνίκησεν ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς ᾿Ιούδα, ἡ ρίζα Δαυΐδ, ἀνοῖξαι τὸ βιβλίον καὶ τὰς ἑπτὰ σφραγῖδας αὐτοῦ. 6 Καὶ εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἑστηκὸς ὡς ἐσφαγμένον, ἔχον κέρατα ἑπτὰ καὶ ὀφθαλμοὺς ἑπτά, ἅ εἰσι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ ἀποστελλόμενα εἰς πᾶσαν τὴν γῆν. 7 καὶ ἦλθε καὶ εἴληφεν ἐκ τῆς δεξιᾶς τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου. 8 καὶ ὅτε ἔλαβε τὸ βιβλίον, τὰ τέσσαρα ζῷα καὶ οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, ἔχοντες ἕκαστος κιθάραν καὶ φιάλας χρυσᾶς γεμούσας θυμιαμάτων, αἵ εἰσιν αἱ προσευχαὶ τῶν ἁγίων· 9 καὶ ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβεῖν τὸ βιβλίον καὶ ἀνοῖξαι τὰς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους, 10 καὶ ἐποίησας αὐτοὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, καὶ βασιλεύσουσιν ἐπὶ τῆς γῆς. 11 καὶ εἶδον καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἀγγέλων πολλῶν κύκλῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν ζῴων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ ἦν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν μυριάδες μυριάδων καὶ χιλιάδες χιλιάδων, 12 λέγοντες φωνῇ μεγάλῃ· ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν. 13 καὶ πᾶν κτίσμα ὃ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτω τῆς γῆς καὶ ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐστί, καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα, ἤκουσα λέγοντας· τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ ἡ εὐλογία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 14 καὶ τὰ τέσσαρα ζῷα ἔλεγον, ἀμήν· καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεσαν καὶ προσεκύνησαν.


1 Και είδα στο δεξί χέρι εκείνου που κάθεται πάνω στο θρόνο ένα βιβλίο γραμμένο από μέσα και από πίσω, σφραγισμένο καλά με εφτά σφραγίδες. 2 Και είδα έναν άγγελο ισχυρό να διακηρύττει με φωνή μεγάλη: «Ποιος είναι άξιος να ανοίξει το βιβλίο και να λύσει τις σφραγίδες του;» 3 Και κανείς δεν μπορούσε στον ουρανό ούτε πάνω στη γη ούτε κάτω από τη γη να ανοίξει το βιβλίο ούτε να το βλέπει. 4 Και έκλαιγα πολύ, γιατί κανείς άξιος δε βρέθηκε να ανοίξει το βιβλίο ούτε να το βλέπει. 5 Και ένας από τους πρεσβυτέρους μού λέει: «Μην κλαις. ιδού, νίκησε ο λέοντας που είναι από τη φυλή του Ιούδα, η ρίζα του Δαβίδ, για να ανοίξει το βιβλίο και τις εφτά σφραγίδες του». 6 Και είδα στο μέσο του θρόνου και των τεσσάρων ζωντανών όντων και στο μέσο των πρεσβυτέρων ένα Αρνίο να έχει σταθεί σαν σφαγμένο, έχοντας κέρατα εφτά και οφθαλμούς εφτά, οι οποίοι είναι τα εφτά πνεύματα του Θεού αποσταλμένοι σε όλη τη γη. 7 Και ήρθε και το έχει λάβει από το δεξί χέρι εκείνου που κάθεται πάνω στο θρόνο. 8 Και όταν έλαβε το βιβλίο, τα τέσσερα ζωντανά όντα και οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι έπεσαν μπροστά στο Αρνίο έχοντας καθένας κιθάρα και φιάλες χρυσές γεμάτες θυμιάματα, που είναι οι προσευχές των αγίων. 9 Και τραγουδούν ωδή καινούργια λέγοντας: «Άξιος είσαι να λάβεις το βιβλίο και ν’ ανοίξεις τις σφραγίδες του, γιατί σφάχτηκες και αγόρασες για το Θεό με το αίμα σου ανθρώπους από κάθε φυλή και γλώσσα και λαό και έθνος 10 και τους έκανες για το Θεό μας βασιλεία και ιερείς, και θα βασιλέψουν πάνω στη γη». 11 Και είδα, και άκουσα φωνή αγγέλων πολλών κυκλικά στο θρόνο και στα ζωντανά όντα και στους πρεσβυτέρους. Και ήταν ο αριθμός τους μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων, 12 λέγοντας με φωνή μεγάλη: «Άξιο είναι το Αρνίο το σφαγμένο να λάβει τη δύναμη και τον πλούτο και τη σοφία και τη ισχύ και την τιμή και τη δόξα και την ευλογία». 13 Και κάθε κτίσμα που είναι στον ουρανό και πάνω στη γη και κάτω από τη γη και πάνω στη θάλασσα και όσα είναι μέσα σ’ αυτά όλα τα άκουσα να λένε: «Σ’ αυτόν που κάθεται πάνω στο θρόνο, και στο Αρνίο, ας είναι η ευλογία και η τιμή και η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων». 14 Και τα τέσσερα ζωντανά όντα έλεγαν: «Αμήν». Και οι πρεσβύτεροι έπεσαν και προσκύνησαν.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6)

Οι εφτά σφραγίδες

1 Καὶ εἶδον ὅτι ἤνοιξε τὸ ἀρνίον μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων· καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγοντος, ὡς φωνὴ βροντῆς· ἔρχου. 2 καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ αὐτὸν ἔχων τόξον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέφανος, καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ. 3 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν δευτέραν, ἤκουσα τοῦ δευτέρου ζῴου λέγοντος· ἔρχου. 4 καὶ ἐξῆλθεν ἄλλος ἵππος πυρρός, καὶ τῷ καθημένῳ ἐπ᾿ αὐτὸν ἐδόθη αὐτῷ λαβεῖν τὴν εἰρήνην ἐκ τῆς γῆς καὶ ἵνα ἀλλήλους σφάξωσι, καὶ ἐδόθη αὐτῷ μάχαιρα μεγάλη. 5 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τρίτην, ἤκουσα τοῦ τρίτου ζῴου λέγοντος· ἔρχου. καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος μέλας, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ αὐτὸν ἔχων ζυγὸν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· 6 καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἐν μέσῳ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγουσαν· χοῖνιξ σίτου δηναρίου, καὶ τρεῖς χοίνικες κριθῆς δηναρίου· καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον μὴ ἀδικήσῃς. 7 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τετάρτην, ἤκουσα φωνὴν τοῦ τετάρτου ζῴου λέγοντος· ἔρχου. 8 καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος χλωρός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπάνω αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ ὁ θάνατος, καὶ ὁ ᾅδης ἠκολούθει μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς, ἀποκτεῖναι ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ καὶ ὑπὸ τῶν θηρίων τῆς γῆς. 9 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν πέμπτην σφραγῖδα, εἶδον ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου τὰς ψυχὰς τῶν ἐσφαγμένων διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ ἀρνίου ἣν εἶχον· 10 καὶ ἔκραξαν φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς; 11 καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστῳ στολὴ λευκή, καὶ ἐρρέθη αὐτοῖς ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καὶ αὐτοί. 12 Καὶ εἶδον ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν ἕκτην, καὶ σεισμὸς μέγας ἐγένετο, καὶ ὁ ἥλιος μέλας ἐγένετο ὡς σάκκος τρίχινος, καὶ ἡ σελήνη ὅλη ἐγένετο ὡς αἷμα, 13 καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὡς συκῆ βάλλουσα τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς, ὑπὸ ἀνέμου μεγάλου σειομένη, 14 καὶ ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον, καὶ πᾶν ὄρος καὶ νῆσος ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν ἐκινήθησαν· 15 καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ καὶ πᾶς δοῦλος καὶ ἐλεύθερος ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων, 16 καὶ λέγουσι τοῖς ὄρεσι καὶ ταῖς πέτραις· πέσατε ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ προσώπου τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου, 17 ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ τίς δύναται σταθῆναι;


1 Και είδα, όταν άνοιξε το Αρνίο μια από τις εφτά σφραγίδες, τότε άκουσα ένα από τα τέσσερα ζωντανά όντα να λέει σαν φωνή βροντής: «Έλα». 2 Και είδα, και ιδού ίππος λευκός, και αυτός που κάθεται πάνω του να έχει τόξο και του δόθηκε στέφανος και εξήλθε νικώντας και για να νικήσει. 3 Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα τη δεύτερη, άκουσα το δεύτερο ζωντανό ον να λέει: «Έλα». 4 Και εξήλθε άλλος ίππος, φλογοκόκκινος, και σ’ αυτόν που κάθεται πάνω του του δόθηκε να πάρει την ειρήνη από τη γη και να αλληλοσφαχτούν. και του δόθηκε μάχαιρα μεγάλη. 5 Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα την τρίτη, άκουσα το τρίτο ζωντανό ον να λέει: «Έλα». Και είδα, και ιδού ίππος μαύρος, και αυτός που κάθεται πάνω του να έχει ζυγαριά στο χέρι του. 6 Και άκουσα σαν μια φωνή στο μέσο των τεσσάρων ζωντανών όντων να λέει: «Ένας χοίνικας σιτάρι για ένα δηνάριο, και τρεις χοίνικες κριθάρι για ένα δηνάριο. αλλά το λάδι και το κρασί μην τα βλάψεις». 7 Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα την τέταρτη, άκουσα τη φωνή του τέταρτου ζωντανού όντος να λέει. «Έλα». 8 Και είδα, και ιδού ίππος χλομός, και αυτός που κάθεται πάνω του έχει όνομα ο Θάνατος, και ο Άδης ακολουθούσε μαζί του. Και τους δόθηκε εξουσία πάνω στο ένα τέταρτο της γης, για να σκοτώσουν με ρομφαία και με λιμό και με θάνατο και από τα θηρία της γης. 9 Και όταν άνοιξε την πέμπτη σφραγίδα, είδα κάτω από το θυσιαστήριο τις ψυχές των σφαγμένων για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία που είχαν. 10 Και έκραξαν με φωνή μεγάλη λέγοντας: «Ως πότε, Δεσπότη άγιε και αληθινέ, δε θα κρίνεις και δε θα εκδικείσαι το αίμα μας από αυτούς που κατοικούν πάνω στη γη;» 11 Και δόθηκε σε καθέναν από αυτούς στολή λευκή, και ειπώθηκε σ’ αυτούς να αναπαυτούν ακόμα λίγο χρόνο, ωσότου συμπληρωθούν και οι σύνδουλοί τους και οι αδελφοί τους που μέλλουν να θανατώνονται όπως καί αυτοί. 12 Και είδα όταν άνοιξε τη σφραγίδα την έκτη, και σεισμός μεγάλος έγινε. Και ο ήλιος έγινε μαύρος σαν σάκος τρίχινος και η σελήνη όλη έγινε σαν αίμα. 13 Και οι αστέρες του ουρανού έπεσαν στη γη όπως η συκιά ρίχνει τα άγουρα πρώιμα σύκα της, όταν σείεται από δυνατό άνεμο. 14 Και ο ουρανός αποχωρίστηκε κι εξαφανίστηκε σαν βιβλίο κυλινδρικό που τυλίγεται απότομα. Και κάθε όρος και νήσος από τον τόπο τους κινήθηκαν. 15 Και τότε οι βασιλιάδες της γης και οι μεγιστάνες και οι χιλίαρχοι και οι πλούσιοι και οι ισχυροί και κάθε δούλος και ελεύθερος έκρυψαν τους εαυτούς τους στα σπήλαια και στους βράχους των ορέων. 16 Και λένε στα όρη και στους βράχους: «Πέστε πάνω μας και κρύψτε μας από το πρόσωπο εκείνου που κάθεται πάνω στο θρόνο και από την οργή του Αρνίου. 17 Γιατί ήρθε η ημέρα η μεγάλη της οργής τους, και ποιος δύναται να σταθεί;»

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7)

Οι 144.000 Ισραηλίτες

1 Καὶ μετὰ τοῦτο εἶδον τέσσαρας ἀγγέλους ἑστῶτας ἐπὶ τὰς τέσσαρας γωνίας τῆς γῆς, κρατοῦντας τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τῆς γῆς, ἵνα μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐπὶ τῆς γῆς μήτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης μήτε ἐπὶ πᾶν δένδρον. 2 καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἀναβαίνοντα ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου, ἔχοντα σφραγῖδα Θεοῦ ζῶντος, καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ τοῖς τέσσαρσιν ἀγγέλοις, οἷς ἐδόθη αὐτοῖς ἀδικῆσαι τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, 3 λέγων· μὴ ἀδικήσητε τὴν γῆν μήτε τὴν θάλασσαν μήτε τὰ δένδρα, ἄχρις οὗ σφραγίσωμεν τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. 4 Καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐσφραγισμένων· ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες ἐσφραγισμένοι ἐκ πάσης φυλῆς υἱῶν ᾿Ισραήλ· 5 ἐκ φυλῆς ᾿Ιούδα δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι, ἐκ φυλῆς Ρουβὴν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Γὰδ δώδεκα χιλιάδες, 6 ἐκ φυλῆς ᾿Ασὴρ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Νεφθαλεὶμ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Μανασσῆ δώδεκα χιλιάδες, 7 ἐκ φυλῆς Συμεὼν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Λευῒ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς ᾿Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες, 8 ἐκ φυλῆς Ζαβουλὼν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς ᾿Ιωσὴφ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Βενιαμὶν δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι.


1 Μετά από αυτό είδα τέσσερις αγγέλους να έχουν σταθεί πάνω στις τέσσερις γωνίες της γης, κρατώντας τους τέσσερις ανέμους της γης, για να μην πνέει άνεμος πάνω στη γη μήτε πάνω στη θάλασσα μήτε πάνω σε κανένα δέντρο. 2 Και είδα άλλο άγγελο να ανεβαίνει από την ανατολή του ήλιου, έχοντας σφραγίδα τού ζωντανού Θεού, και έκραξε με φωνή μεγάλη στους τέσσερις αγγέλους που τους δόθηκε να βλάψουν τη γη και τη θάλασσα, 3 λέγοντας: «Μη βλάψετε τη γη μήτε τη θάλασσα μήτε τα δέντρα, μέχρι να σφραγίσουμε τους δούλους του Θεού μας πάνω στα μέτωπά τους». 4 Και άκουσα τον αριθμό των σφραγισμένων: εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες, σφραγισμένοι από κάθε φυλή των γιων Ισραήλ. 5 Από τη φυλή Ιούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, από τη φυλή Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Γαδ δώδεκα χιλιάδες, 6 από τη φυλή Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Νεφθαλίμ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Μανασσή δώδεκα χιλιάδες, 7 από τη φυλή Συμεών δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Λευί δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες, 8 από τη φυλή Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι.

Οι αμέτρητοι πιστοί της μεγάλης θλίψης

9 Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὄχλος πολύς, ὃν ἀριθμῆσαι αὐτὸν οὐδεὶς ἐδύνατο, ἐκ παντὸς ἔθνους καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ γλωσσῶν, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, περιβεβλημένους στολὰς λευκάς, καὶ φοίνικες ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν· 10 καὶ κράζουσι φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ ἡμῶν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ. 11 καὶ πάντες οἱ ἄγγελοι εἱστήκεισαν κύκλῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν τεσσάρων ζῴων, καὶ ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ θρόνου ἐπὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τῷ Θεῷ 12 λέγοντες· ἀμήν· ἡ εὐλογία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. 13 Καὶ ἀπεκρίθη εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγων μοι· οὗτοι οἱ περιβεβλημένοι τὰς στολὰς τὰς λευκὰς τίνες εἰσὶ καὶ πόθεν ἦλθον; 14 καὶ εἴρηκα αὐτῷ· κύριέ μου, σὺ οἶδας. καὶ εἶπέ μοι· οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου. 15 διὰ τοῦτό εἰσιν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ᾿ αὐτούς. 16 οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι, οὐδ᾿ οὐ μὴ πέσῃ ἐπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν καῦμα, 17 ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ θρόνου ποιμανεῖ αὐτούς, καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.


9 Μετά από αυτά είδα, και ιδού πλήθος πολύ, που να το αριθμήσει κανείς δεν μπορούσε, από κάθε έθνος και φυλές και λαούς και γλώσσες, να έχουν σταθεί μπροστά στο θρόνο και μπροστά στο Αρνίο, ντυμένους με στολές λευκές και με φοίνικες στα χέρια τους. 10 Και κράζουν με φωνή μεγάλη, λέγοντας: «Η σωτηρία ανήκει στο Θεό μας που κάθεται πάνω στο θρόνο, και στο Αρνίο». 11 Και όλοι οι άγγελοι είχαν σταθεί κυκλικά στο θρόνο και στους πρεσβυτέρους και στα τέσσερα ζωντανά όντα, και έπεσαν μπροστά στο θρόνο με τα πρόσωπά τους και προσκύνησαν το Θεό, 12 λέγοντας: «Αμήν. η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμη και η ισχύς ανήκουν στο Θεό μας στους αιώνες των αιώνων. αμήν». 13 Και αποκρίθηκε ένας από τους πρεσβυτέρους, λέγοντάς μου: «Αυτοί οι ντυμένοι με τις στολές τις λευκές, ποιοι είναι και από πού ήρθαν;» 14 Και έχω πει σ’ αυτόν: «Κύριέ μου, εσύ ξέρεις». Και μου είπε: «Αυτοί είναι που έρχονται από τη θλίψη τη μεγάλη, και έπλυναν τις στολές τους και τις λεύκαναν μέσα στο αίμα του Αρνίου. 15 Γι’ αυτό είναι μπροστά στο θρόνο του Θεού και τον λατρεύουν ημέρα και νύχτα μέσα στο ναό του, και αυτός που κάθεται πάνω στο θρόνο θ’ απλώσει τη σκηνή του πάνω τους. 16 Δε θα πεινάσουν πια ούτε πλέον θα διψάσουν, ούτε θα πέσει πάνω τους ο ήλιος ούτε κανένα καύμα. 17 Γιατί το Αρνίο που είναι ανάμεσα στο θρόνο θα τους ποιμάνει και θα τους οδηγήσει σε πηγές νερών ζωής. και θα εξαλείψει ο Θεός κάθε δάκρυ από τους οφθαλμούς τους».

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8)

Η έβδομη σφραγίδα και το χρυσό λιβανιστήρι

1 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν ἑβδόμην, ἐγένετο σιγὴ ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς ἡμιώριον. 2 Καὶ εἶδον τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους οἳ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἑστήκασι, καὶ ἐδόθησαν αὐτοῖς ἑπτὰ σάλπιγγες. 3 καὶ ἄλλος ἄγγελος ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου ἔχων λιβανωτὸν χρυσοῦν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ θυμιάματα πολλά, ἵνα δώσῃ ταῖς προσευχαῖς τῶν ἁγίων πάντων ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ χρυσοῦν τὸ ἐνώπιον τοῦ θρόνου. 4 καὶ ἀνέβη ὁ καπνὸς τῶν θυμιαμάτων ταῖς προσευχαῖς τῶν ἁγίων ἐκ χειρὸς τοῦ ἀγγέλου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 5 καὶ εἴληφεν ὁ ἄγγελος τὸν λιβανωτὸν καὶ ἐγέμισεν αὐτὸν ἐκ τοῦ πυρὸς τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν γῆν. καὶ ἐγένοντο βρονταὶ καὶ φωναὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ σεισμός.


1 Και όταν άνοιξε τη σφραγίδα την έβδομη, έγινε σιγή στον ουρανό περίπου μισή ώρα. 2 Και είδα τους εφτά αγγέλους που μπροστά στο Θεό έχουν σταθεί, και τους δόθηκαν εφτά σάλπιγγες. 3 Και άλλος άγγελος ήρθε και στάθηκε δίπλα στο θυσιαστήριο, έχοντας λιβανιστήρι χρυσό, και του δόθηκαν θυμιάματα πολλά, για να τα προσφέρει με τις προσευχές όλων των αγίων πάνω στο θυσιαστήριο το χρυσό που είναι μπροστά στο θρόνο. 4 Και ανέβηκε ο καπνός των θυμιαμάτων με τις προσευχές των αγίων από το χέρι του αγγέλου μπροστά στο Θεό. 5 Και έχει λάβει ο άγγελος το λιβανιστήρι και το γέμισε από τη φωτιά του θυσιαστηρίου και την έριξε στη γη. Και έγιναν βροντές και φωνές και αστραπές και σεισμός.

Οι σάλπιγγες

6 Καὶ οἱ ἑπτὰ ἄγγελοι οἱ ἔχοντες τὰς ἑπτὰ σάλπιγγας ἡτοίμασαν ἑαυτοὺς ἵνα σαλπίσωσι. 7 Καὶ ὁ πρῶτος ἐσάλπισε, καὶ ἐγένετο χάλαζα καὶ πῦρ μεμιγμένα ἐν αἵματι, καὶ ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν· καὶ τὸ τρίτον τῆς γῆς κατεκάη, καὶ τὸ τρίτον τῶν δένδρων κατεκάη, καὶ πᾶς χόρτος χλωρὸς κατεκάη. 8 Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐσάλπισε, καὶ ὡς ὄρος μέγα πυρὶ καιόμενον ἐβλήθη εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐγένετο τὸ τρίτον τῆς θαλάσσης αἷμα, 9 καὶ ἀπέθανε τὸ τρίτον τῶν κτισμάτων τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ, τὰ ἔχοντα ψυχάς, καὶ τὸ τρίτον τῶν πλοίων διεφθάρη. 10 Καὶ ὁ τρίτος ἄγγελος ἐσάλπισε, καὶ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀστὴρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπάς, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὸ τρίτον τῶν ποταμῶν καὶ ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων. 11 καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀστέρος λέγεται ὁ ῎Αψινθος. καὶ ἐγένετο τὸ τρίτον τῶν ὑδάτων εἰς ἄψινθον, καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀπέθανον ἐκ τῶν ὑδάτων, ὅτι ἐπικράνθησαν. 12 Καὶ ὁ τέταρτος ἄγγελος ἐσάλπισε, καὶ ἐπλήγη τὸ τρίτον τοῦ ἡλίου καὶ τὸ τρίτον τῆς σελήνης καὶ τὸ τρίτον τῶν ἀστέρων, ἵνα σκοτισθῇ τὸ τρίτον αὐτῶν, καὶ τὸ τρίτον αὐτῆς μὴ φανῇ ἡ ἡμέρα, καὶ ἡ νὺξ ὁμοίως. 13 Καὶ εἶδον καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῦ πετομένου ἐν μεσουρανήματι, λέγοντος φωνῇ μεγάλῃ· οὐαί, οὐαί, οὐαὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς ἐκ τῶν λοιπῶν φωνῶν τῆς σάλπιγγος τῶν τριῶν ἀγγέλων τῶν μελλόντων σαλπίζειν.


6 Και οι εφτά άγγελοι, που έχουν τις εφτά σάλπιγγες, ετοιμάστηκαν για να σαλπίσουν. 7 Και ο πρώτος σάλπισε: και έγινε χαλάζι και φωτιά ανακατεμένα με αίμα και ρίχτηκαν στη γη. Και το ένα τρίτο της γης κατακάηκε και το ένα τρίτο των δέντρων κατακάηκε και κάθε χλωρό χορτάρι κατακάηκε. 8 Και ο δεύτερος άγγελος σάλπισε: και κάτι σαν όρος μεγάλο που καίγεται με φωτιά ρίχτηκε στη θάλασσα. Και έγινε το ένα τρίτο της θάλασσας αίμα 9 και πέθανε το ένα τρίτο των κτισμάτων που είναι μέσα στη θάλασσα και έχουν ψυχές και το ένα τρίτο των πλοίων καταστράφηκαν. 10 Και ο τρίτος άγγελος σάλπισε: και έπεσε από τον ουρανό ένας αστέρας μεγάλος που καίγεται σαν λαμπάδα και έπεσε πάνω στο ένα τρίτο των ποταμών και πάνω στις πηγές των νερών. 11 Και το όνομα του αστέρα λέγεται ο Άψινθος. Και έγινε το ένα τρίτο των νερών αψίνθιο και πολλοί από τους ανθρώπους πέθαναν από τα νερά, γιατί πικράθηκαν. 12 Και ο τέταρτος άγγελος σάλπισε: και χτυπήθηκε το ένα τρίτο του ήλιου και το ένα τρίτο της σελήνης και το ένα τρίτο των αστέρων, ώστε να σκοτεινιάσει το ένα τρίτο αυτών και η ημέρα να μη φέξει στο ένα τρίτο της και η νύχτα ομοίως. 13 Και είδα, και άκουσα έναν αετό να πετάει στα μεσούρανα, λέγοντας με φωνή μεγάλη: Ουαί, ουαί, ουαί σ’ αυτούς που κατοικούν πάνω στη γη από τις υπόλοιπες φωνές της σάλπιγγας των τριών αγγέλων που μέλλουν να σαλπίζουν».

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9)


1 Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ εἶδον ἀστέρα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεπτωκότα εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἡ κλεὶς τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου, 2 καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου, καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ τοῦ φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου καιομένης, καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀὴρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ φρέατος. 3 καὶ ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθον ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη αὐταῖς ἐξουσία ὡς ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ σκορπίοι τῆς γῆς· 4 καὶ ἐρρέθη αὐταῖς ἵνα μὴ ἀδικήσωσι τὸν χόρτον τῆς γῆς οὐδὲ πᾶν χλωρὸν οὐδὲ πᾶν δένδρον, εἰ μὴ τοὺς ἀνθρώπους οἵτινες οὐκ ἔχουσι τὴν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. 5 καὶ ἐδόθη αὐταῖς ἵνα μὴ ἀποκτείνωσιν αὐτούς, ἀλλ᾿ ἵνα βασανισθῶσι μῆνας πέντε· καὶ ὁ βασανισμὸς αὐτῶν ὡς βασανισμὸς σκορπίου, ὅταν παίσῃ ἄνθρωπον. 6 καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ οὐ μὴ εὑρήσουσιν αὐτόν, καὶ ἐπιθυμήσουσιν ἀποθανεῖν, καὶ φεύξεται ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ θάνατος. 7 καὶ τὰ ὁμοιώματα τῶν ἀκρίδων ὅμοια ἵπποις ἡτοιμασμένοις εἰς πόλεμον, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ὡς στέφανοι ὅμοιοι χρυσίῳ, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὡς πρόσωπα ἀνθρώπων, 8 καὶ εἶχον τρίχας ὡς τρίχας γυναικῶν, καὶ οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὡς λεόντων ἦσαν, 9 καὶ εἶχον θώρακας ὡς θώρακας σιδηροῦς, καὶ ἡ φωνὴ τῶν πτερύγων αὐτῶν ὡς φωνὴ ἁρμάτων ἵππων πολλῶν τρεχόντων εἰς πόλεμον. 10 καὶ ἔχουσιν οὐρὰς ὁμοίας σκορπίοις καὶ κέντρα, καὶ ἐν ταῖς οὐραῖς αὐτῶν ἐξουσίαν ἔχουσι τοῦ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους μῆνας πέντε. 11 ἔχουσι βασιλέα ἐπ᾿ αὐτῶν τὸν ἄγγελον τῆς ἀβύσσου· ὄνομα αὐτῷ ῾Εβραϊστὶ ᾿Αβαδδών, ἐν δὲ τῇ ῾Ελληνικῇ ὄνομα ἔχει ᾿Απολλύων. 12 ῾Η οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν· ἰδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ μετὰ ταῦτα. 13 Καὶ ὁ ἕκτος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ ἤκουσα φωνὴν μίαν ἐκ τῶν τεσσάρων κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ χρυσοῦ τοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, 14 λέγοντος τῷ ἕκτῳ ἀγγέλῳ· ὁ ἔχων τὴν σάλπιγγα, λῦσον τοὺς τέσσαρας ἀγγέλους τοὺς δεδεμένους ἐπὶ τῷ ποταμῷ τῷ μεγάλῳ Εὐφράτῃ. 15 καὶ ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες ἄγγελοι οἱ ἡτοιμασμένοι εἰς τὴν ὥραν καὶ εἰς τὴν ἡμέραν καὶ μῆνα καὶ ἐνιαυτόν, ἵνα ἀποκτείνωσι τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων. 16 καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν στρατευμάτων τοῦ ἵππου δύο μυριάδες μυριάδων· ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν. 17 καὶ οὕτως εἶδον τοὺς ἵππους ἐν τῇ ὁράσει καὶ τοὺς καθημένους ἐπ᾿ αὐτῶν, ἔχοντας θώρακας πυρίνους καὶ ὑακινθίνους καὶ θειώδεις· καὶ αἱ κεφαλαὶ τῶν ἵππων ὡς κεφαλαὶ λεόντων, καὶ ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν ἐκπορεύεται πῦρ καὶ καπνὸς καὶ θεῖον. 18 ἀπὸ τῶν τριῶν πληγῶν τούτων ἀπεκτάνθησαν τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων, ἐκ τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ καπνοῦ καὶ τοῦ θείου τοῦ ἐκπορευομένου ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν. 19 ἡ γὰρ ἐξουσία τῶν ἵππων ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἐστι καὶ ἐν ταῖς οὐραῖς αὐτῶν· αἱ γὰρ οὐραὶ αὐτῶν ὅμοιαι ὄφεσιν, ἔχουσαι κεφαλάς, καὶ ἐν αὐταῖς ἀδικοῦσι. 20 καὶ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, οἳ οὐκ ἀπεκτάνθησαν ἐν ταῖς πληγαῖς ταύταις, οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων τῶν χειρῶν αὐτῶν, ἵνα μὴ προσκυνήσωσι τὰ δαιμόνια καὶ τὰ εἴδωλα τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χαλκᾶ καὶ τὰ λίθινα καὶ τὰ ξύλινα, ἃ οὔτε βλέπειν δύναται οὔτε ἀκούειν οὔτε περιπατεῖν, 21 καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν φόνων αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν φαρμακειῶν αὐτῶν οὔτε ἐκ τῆς πορνείας αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν κλεμμάτων αὐτῶν.


1 Και ο πέμπτος άγγελος σάλπισε: και είδα έναν αστέρα από τον ουρανό που έχει πέσει στη γη, και του δόθηκε το κλειδί του πηγαδιού της αβύσσου. 2 Και άνοιξε το πηγάδι της αβύσσου και ανέβηκε καπνός από το πηγάδι σαν καπνός από καμίνι μεγάλο, και σκοτείνιασε ο ήλιος και ο αέρας από τον καπνό του πηγαδιού. 3 Και από τον καπνό εξήλθαν ακρίδες στη γη, και δόθηκε σ’ αυτές εξουσία όπως έχουν εξουσία οι σκορπιοί της γης. 4 Και τους ειπώθηκε να μη βλάψουν το χορτάρι της γης ούτε κανένα φυτό χλωρό ούτε κανένα δέντρο, παρά μόνο τους ανθρώπους που δεν έχουν τη σφραγίδα του Θεού πάνω στα μέτωπά τους. 5 Και τους δόθηκε εντολή να μην τους σκοτώσουν, αλλά να βασανιστούν πέντε μήνες. και ο βασανισμός τους είναι σαν βασανισμός σκορπιού όταν κεντρίσει άνθρωπο. 6 Και κατά τις ημέρες εκείνες θα ζητήσουν οι άνθρωποι το θάνατο, αλλά δε θα τον βρουν, και θα επιθυμήσουν να πεθάνουν, αλλά φεύγει ο θάνατος από αυτούς. 7 Και τα ομοιώματα των ακρίδων είναι όμοια με ίππους ετοιμασμένους για πόλεμο, και πάνω στα κεφάλια τους είναι σαν στέφανοι όμοιοι με χρυσό, και τσ πρόσωπά τους σαν πρόσωπα ανθρώπων. 8 Και είχαν τρίχες σαν τρίχες γυναικών, και τα δόντια τους ήταν σαν των λιονταριών. 9 Και είχαν θώρακες σαν θώρακες σιδερένιους, και ο θόρυβος των πτερύγων τους σαν θόρυβος αρμάτων με ίππους πολλούς που τρέχουν σε πόλεμο. 10 Και έχουν ουρές όμοιες με σκορπιούς και κεντριά, και στις ουρές τους είναι η δύναμή τους να βλάψουν τους ανθρώπους πέντε μήνες. 11 Έχουν πάνω τους βασιλιά τον άγγελο της αβύσσου. το όνομά του εβραϊκά είναι Αβαδδών και στην ελληνική έχει όνομα Απολλύων. 12 Το ουαί το ένα πέρασε. ιδού, έρχονται ακόμα δύο ουαί μετά από αυτά. 13 Και ο έκτος άγγελος σάλπισε: και άκουσα μία φωνή από τα τέσσερα κέρατα του θυσιαστηρίου του χρυσού, που είναι μπροστά στο Θεό, 14 να λέει στον έκτο άγγελο που έχει τη σάλπιγγα: «Λύσε τους τέσσερις αγγέλους τους δεμένους πάνω στον ποταμό το μεγάλο, τον Ευφράτη». 15 Και λύθηκαν οι τέσσερις άγγελοι, οι ετοιμασμένοι γι’ αυτήν την ώρα και ημέρα και μήνα και έτος, για να σκοτώσουν το ένα τρίτο των ανθρώπων. 16 Και ο αριθμός των στρατευμάτων του ιππικού είναι διακόσια εκατομμύρια. άκουσα τον αριθμό τους. 17 Και έτσι είδα τους ίππους στο όραμα και αυτούς που κάθονται πάνω τους: να έχουν θώρακες πύρινους και υακίνθινους και θειαφένιους. και τα κεφάλια των ίππων σαν κεφάλια λιονταριών, και από τα στόματά τους εκπορεύεται φωτιά και καπνός και θειάφι. 18 Από τις τρεις τούτες πληγές σκοτώθηκαν το ένα τρίτο των ανθρώπων, δηλαδή από τη φωτιά και τον καπνό και το θειάφι που εκπορεύεται από τα στόματά τους. 19 Γιατί η δύναμη των ίππων είναι στο στόμα τους και στις ουρές τους. γιατί οι ουρές τους είναι όμοιες με φίδια κι έχουν κεφάλια και με αυτές βλάπτουν. 20 Και οι υπόλοιποι από τους ανθρώπους, που δε σκοτώθηκαν με τις πληγές αυτές, ούτε που μετάνιωσαν από τα έργα των χεριών τους, ώστε να μην προσκυνήσουν τα δαιμόνια και τα είδωλα τα χρυσά και τα αργυρά και τα χάλκινα και τα λίθινα και τα ξύλινα, που ούτε να βλέπουν δύνανται ούτε να ακούνε ούτε να περπατούν. 21 Και δε μετάνιωσαν από τους φόνους τους ούτε από τα μαγικά τους ούτε από την πορνεία τους ούτε από τις κλεψιές τους.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 10)

Ο ισχυρός άγγελος και το βιβλιαράκι

1 Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἰσχυρὸν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένον νεφέλην, καὶ ἡ ἶρις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός, 2 καὶ ἔχων ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ βιβλίον ἀνεῳγμένον. καὶ ἔθηκε τὸν πόδα αὐτοῦ τὸν δεξιὸν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ εὐώνυμον ἐπὶ τῆς γῆς, 3 καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ ὥσπερ λέων μυκᾶται. καὶ ὅτε ἔκραξεν, ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταὶ τὰς ἑαυτῶν φωνάς. 4 Καὶ ὅτε ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, ἔμελλον γράφειν· καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν· σφράγισον ἃ ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, καὶ μὴ αὐτὰ γράψῃς. 5 Καὶ ὁ ἄγγελος, ὃν εἶδον ἑστῶτα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, ἦρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ τὴν δεξιὰν εἰς τὸν οὐρανὸν 6 καὶ ὤμοσεν ἐν τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ὃς ἔκτισε τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ ἐν αὐτῷ καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ, ὅτι χρόνος οὐκέτι ἔσται, 7 ἀλλ᾿ ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς φωνῆς τοῦ ἑβδόμου ἀγγέλου, ὅταν μέλλῃ σαλπίζειν, καὶ ἐτελέσθη τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ, ὡς εὐηγγέλισε τοὺς δούλους αὐτοῦ τοὺς προφήτας. 8 Καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πάλιν λαλοῦσα μετ᾿ ἐμοῦ καὶ λέγουσα· ὕπαγε λάβε τὸ βιβλιδάριον τὸ ἀνεῳγμένον ἐν τῇ χειρὶ τοῦ ἀγγέλου τοῦ ἑστῶτος ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. 9 καὶ ἀπῆλθα πρὸς τὸν ἄγγελον, λέγων αὐτῷ δοῦναί μοι τὸ βιβλιδάριον. καὶ λέγει μοι· λάβε καὶ κατάφαγε αὐτό, καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι. 10 καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀγγέλου καὶ κατέφαγον αὐτό, καὶ ἦν ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκύ· καὶ ὅτε ἔφαγον αὐτό, ἐπικράνθη ἡ κοιλία μου. 11 καὶ λέγουσί μοι· δεῖ σε πάλιν προφητεῦσαι ἐπὶ λαοῖς καὶ ἔθνεσι καὶ γλώσσαις καὶ βασιλεῦσι πολλοῖς.


1 Και είδα άλλο άγγελο ισχυρό να κατεβαίνει από τον ουρανό, ντυμένο με νεφέλη, και το ουράνιο τόξο πάνω στο κεφάλι του και το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και τα πόδια του σαν πύρινοι στύλοι, 2 και έχει στο χέρι του ένα βιβλιαράκι ανοιγμένο. Και έθεσε το πόδι του το δεξί πάνω στη θάλασσα και το αριστερό πάνω στη γη, 3 και έκραξε με φωνή μεγάλη όπως ακριβώς λέοντας βρυχιέται. Και όταν έκραξε, λάλησαν σι εφτά βροντές τις δικές τους φωνές. 4 Και όταν λάλησαν οι εφτά βροντές, έμελλα να γράφω. Αλλά άκουσα φωνή από τον ουρανό να λέει: «Σφράγισε αυτά που λάλησαν οι εφτά βροντές και μην τα γράψεις». 5 Και ο άγγελος, που είδα να έχει σταθεί πάνω στη θάλασσα και πάνω στη γη, σήκωσε το χέρι του το δεξί στον ουρανό και ορκίστηκε σ’ αυτόν που ζει στους αιώνες των αιώνων, ο οποίος έχτισε τον ουρανό και όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, και τη γη και όσα υπάρχουν σ’ αυτήν, και τη θάλασσα και όσα υπάρχουν σ’ αυτήν, ότι χρονοτριβή πια δε θα υπάρχει. 6 Αλλά κατά τις ημέρες της φωνής του έβδομου αγγέλου, όταν μέλλει να σαλπίζει, τότε τελέστηκε το μυστήριο του Θεού όπως ευαγγέλισε 7 στους δικούς του δούλους, τους προφήτες. 8 Και η φωνή που άκουσα από τον ουρανό πάλι μιλά μαζί μου και λέει: «Πήγαινε, λάβε το βιβλίο το ανοιγμένο στο χέρι του αγγέλου που έχει σταθεί πάνω στη θάλασσα και πάνω στη γη». 9 Και τότε έφυγα και πήγα προς τον άγγελο, λέγοντάς του να μου δώσει το βιβλιαράκι. Και μου λέει: «Λάβε και κατάφαγέ το. και θα σου πικράνει την κοιλιά, αλλά στο στόμα σου θα είναι γλυκό σαν μέλι». 10 Και έλαβα το βιβλιαράκι από το χέρι του αγγέλου και το κατάφαγα και ήταν στο στόμα μου σαν μέλι γλυκό. αλλά όταν το έφαγα, πικράθηκε η κοιλιά μου. 11 Και μου λένε: «Πρέπει πάλι να προφητέψεις πάνω σε λαούς και σε έθνη και σε γλώσσες και σε βασιλιάδες πολλούς».

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11)

Οι δυο μάρτυρες

1 Καὶ ἐδόθη μοι κάλαμος ὅμοιος ράβδῳ, λέγων· ἔγειρε καὶ μέτρησον τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ τοὺς προσκυνοῦντας ἐν αὐτῷ· 2 καὶ τὴν αὐλὴν τὴν ἔξωθεν τοῦ ναοῦ ἔκβαλε ἔξω καὶ μὴ αὐτὴν μετρήσῃς, ὅτι ἐδόθη τοῖς ἔθνεσι, καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν πατήσουσι μῆνας τεσσαράκοντα δύο. 3 καὶ δώσω τοῖς δυσὶ μάρτυσί μου, καὶ προφητεύσουσιν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα, περιβεβλημένοι σάκκους. 4 οὗτοί εἰσιν αἱ δύο ἐλαῖαι καὶ αἱ δύο λυχνίαι αἱ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς γῆς ἑστῶσαι. 5 καὶ εἴ τις αὐτοὺς θέλει ἀδικῆσαι, πῦρ ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ κατεσθίει τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν· καὶ εἴ τις θέλει αὐτοὺς ἀδικῆσαι, οὕτω δεῖ αὐτὸν ἀποκτανθῆναι. 6 οὗτοι ἔχουσιν ἐξουσίαν τὸν οὐρανὸν κλεῖσαι, ἵνα μὴ ὑετὸς βρέχῃ τὰς ἡμέρας τῆς προφητείας αὐτῶν, καὶ ἐξουσίαν ἔχουσιν ἐπὶ τῶν ὑδάτων στρέφειν αὐτὰ εἰς αἷμα καὶ πατάξαι τὴν γῆν ἐν πάσῃ πληγῇ, ὁσάκις ἐὰν θελήσωσι. 7 καὶ ὅταν τελέσωσι τὴν μαρτυρίαν αὐτῶν, τὸ θηρίον τὸ ἀναβαῖνον ἐκ τῆς ἀβύσσου ποιήσει μετ᾿ αὐτῶν πόλεμον καὶ νικήσει αὐτοὺς καὶ ἀποκτενεῖ αὐτούς. 8 καὶ τὸ πτῶμα αὐτῶν ἐπὶ τῆς πλατείας τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἥτις καλεῖται πνευματικῶς Σόδομα καὶ Αἴγυπτος, ὅπου καὶ ὁ Κύριος αὐτῶν ἐσταυρώθη. 9 καὶ βλέπουσιν ἐκ τῶν λαῶν καὶ φυλῶν καὶ γλωσσῶν καὶ ἐθνῶν τὸ πτῶμα αὐτῶν ἡμέρας τρεῖς καὶ ἥμισυ, καὶ τὰ πτώματα αὐτῶν οὐκ ἀφήσουσι τεθῆναι εἰς μνῆμα. 10 καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς χαίρουσιν ἐπ᾿ αὐτοῖς, καὶ εὐφρανθήσονται καὶ δῶρα πέμψουσιν ἀλλήλοις, ὅτι οὗτοι οἱ δύο προφῆται ἐβασάνισαν τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς. 11 καὶ μετὰ τὰς τρεῖς ἡμέρας καὶ ἥμισυ, πνεῦμα ζωῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ εἰσῆλθεν εἰς αὐτούς, καὶ ἔστησαν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτῶν, καὶ φόβος μέγας ἐπέπεσεν ἐπὶ τοὺς θεωροῦντας αὐτούς. 12 καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν αὐτοῖς· ἀνάβητε ὧδε. καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανὸν ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ἐθεώρησαν αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν. 13 Καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγένετο σεισμὸς μέγας, καὶ τὸ δέκατον τῆς πόλεως ἔπεσε, καὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῷ σεισμῷ ὀνόματα ἀνθρώπων χιλιάδες ἑπτά, καὶ οἱ λοιποὶ ἔμφοβοι ἐγένοντο καὶ ἔδωκαν δόξαν τῷ Θεῷ τοῦ οὐρανοῦ. 14 ῾Η οὐαὶ ἡ δευτέρα ἀπῆλθεν· ἡ οὐαὶ ἡ τρίτη ἰδοὺ ἔρχεται ταχύ.


1 Και μου δόθηκε καλάμι όμοιο με ράβδο, λέγοντάς μου: «Σήκω και μέτρησε το ναό του Θεού και το θυσιαστήριο και εκείνους που προσκυνούν μέσα σ’ αυτόν. 2 Αλλά την αυλή την εξωτερική του ναού βγάλε την έξω από το μέτρημα και μην την μετρήσεις, γιατί δόθηκε στα έθνη, και την πόλη την άγια θα πατήσουν σαράντα δύο μήνες. 3 Και θα δώσω στους δύο μάρτυρές μου και θα προφητέψουν χίλιες διακόσιες εξήντα ημέρες ντυμένοι με σάκους». 4 Αυτοί είναι τα δύο ελαιόδεντρα και οι δύο λυχνίες που μπροστά στον Κύριο της γης έχουν σταθεί. 5 Και αν κάποιος θέλει να τους βλάψει, φωτιά εκπορεύεται από το στόμα τους και κατατρώει τους εχθρούς τους. Και αν κάποιος θελήσει να τους βλάψει, έτσι πρέπει αυτός να σκοτωθεί. 6 Αυτοί έχουν την εξουσία να κλείσουν τον ουρανό, για να μην πέφτει βροχή κατά τις ημέρες της προφητείας τους. Και εξουσία έχουν πάνω στα νερά να τα μετατρέπουν σε αίμα και να χτυπήσουν τη γη με κάθε πληγή όσες φορές κι αν θελήσουν. 7 Και όταν τελειώσουν τη μαρτυρία τους, το θηρίο που ανεβαίνει από την άβυσσο θα κάνει με αυτούς πόλεμο και θα τους νικήσει και θα τους σκοτώσει. 8 Και το πτώμα τους θα βρίσκεται πάνω στην πλατεία της πόλης της μεγάλης, που καλείται πνευματικά Σόδομα και Αίγυπτος, όπου και ο Κύριός τους σταυρώθηκε. 9 Και βλέπουν οι άνθρωποι από τους λαούς και φυλές και γλώσσες και έθνη το πτώμα τους τρεισήμισι ημέρες, και δεν αφήνουν τα πτώματά τους να τεθούν σε μνήμα. 10 Και όσοι κατοικούν πάνω στη γη χαίρονται γι’ αυτούς και ευφραίνονται και δώρα θα στείλουν ο ένας στον άλλο, γιατί αυτοί οι δύο προφήτες βασάνισαν όσους κατοικούν πάνω στη γη. 11 Αλλά μετά τις τρεισήμισι ημέρες πνεύμα ζωής από το Θεό εισήλθε μέσα τους, και στάθηκαν πάνω στα πόδια τους, και φόβος μεγάλος έπεσε πάνω σ’ αυτούς που τους παρατηρούν. 12 Και τότε άκουσαν φωνή μεγάλη από τον ουρανό να τους λέει: «Ανεβείτε εδώ». Και ανέβηκαν στον ουρανό μέσα στη νεφέλη, και τους παρατήρησαν οι εχθροί τους. 13 Και εκείνη την ώρα έγινε σεισμός μεγάλος και το ένα δέκατο της πόλης έπεσε και σκοτώθηκαν κατά το σεισμό εφτά χιλιάδες άτομα ανθρώπων, και οι λοιποί γέμισαν φόβο και έδωσαν δόξα στο Θεό του ουρανού. 14 Το ουαί το δεύτερο πέρασε, ιδού, το ουαί το τρίτο έρχεται γρήγορα.

Η έβδομη σάλπιγγα

15 Καὶ ὁ ἕβδομος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ ἐγένοντο φωναὶ μεγάλαι ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαι· ἐγένετο ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 16 καὶ οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι οἱ ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, οἳ κάθηνται ἐπὶ τοὺς θρόνους αὐτῶν, ἔπεσαν ἐπὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τῷ Θεῷ 17 λέγοντες· εὐχαριστοῦμέν σοι, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὅτι εἴληφας τὴν δύναμίν σου τὴν μεγάλην καὶ ἐβασίλευσας, 18 καὶ τὰ ἔθνη ὠργίσθησαν, καὶ ἦλθεν ἡ ὀργή σου καὶ ὁ καιρὸς τῶν ἐθνῶν κριθῆναι καὶ δοῦναι τὸν μισθὸν τοῖς δούλοις σου τοῖς προφήταις καὶ τοῖς ἁγίοις τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά σου, τοῖς μικροῖς καὶ τοῖς μεγάλοις, καὶ διαφθεῖραι τοὺς διαφθείροντας τὴν γῆν. 19 Καὶ ἠνοίγη ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὤφθη ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης Κυρίου ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ, καὶ ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταὶ καὶ σεισμὸς καὶ χάλαζα μεγάλη.


15 Και ο έβδομος άγγελος σάλπισε. και έγιναν φωνές μεγάλες στον ουρανό που έλεγαν: «Η βασιλεία του κόσμου έγινε του Κυρίου μας και του Χριστού του, και θα βασιλέψει στους αιώνες των αιώνων». 16 Και οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι που κάθονται μπροστά στο Θεό πάνω στους θρόνους τους έπεσαν με τα πρόσωπά τους και προσκύνησαν το Θεό, 17 λέγοντας: «Σε ευχαριστούμε, Κύριε Θεέ Παντοκράτορα, ο Είναι και ο Ήταν, γιατί έχεις λάβει τη δύναμή σου τη μεγάλη και βασίλεψες. 18 Και τα έθνη οργίστηκαν, αλλά ήρθε η οργή σου και ο καιρός των νεκρών, για να κριθούν. και για να δώσεις το μισθό στους δούλους σου στους προφήτες και στους αγίους και σ’ όσους φοβούνται το όνομά σου, τους μικρούς και τους μεγάλους, και για να φθείρεις εκείνους που φθείρουν τη γη». 19 Και ανοίχτηκε ο ναός του Θεού που είναι στον ουρανό και φάνηκε η κιβωτός της διαθήκης του μέσα στο ναό του. Και έγιναν αστραπές και φωνές και βροντές και σεισμός και χαλάζι μεγάλο.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 12)

Η γυναίκα και ο δράκος

1 Καὶ σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ οὐρανῷ, γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον, καὶ ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς, καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα, 2 καὶ ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἔκραζεν ὠδίνουσα καὶ βασανιζομένη τεκεῖν. 3 καὶ ὤφθη ἄλλο σημεῖον ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἰδοὺ δράκων πυρρὸς μέγας, ἔχων κεφαλὰς ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτοῦ ἑπτὰ διαδήματα, 4 καὶ ἡ οὐρὰ αὐτοῦ σύρει τὸ τρίτον τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν. καὶ ὁ δράκων ἕστηκεν ἐνώπιον τῆς γυναικὸς τῆς μελλούσης τεκεῖν, ἵνα, ὅταν τέκῃ, τὸ τέκνον αὐτῆς καταφάγῃ. 5 καὶ ἔτεκεν υἱὸν ἄρρενα, ὃς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τὰ ἔθνη ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ· καὶ ἡρπάσθη τὸ τέκνον αὐτῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν θρόνον αὐτοῦ. 6 καὶ ἡ γυνὴ ἔφυγεν εἰς τὴν ἔρημον, ὅπου ἔχει ἐκεῖ τόπον ἡτοιμασμένον ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἵνα ἐκεῖ τρέφωσιν αὐτὴν ἡμέρας χιλίας διακοσίας ἑξήκοντα. 7 Καὶ ἐγένετο πόλεμος ἐν τῷ οὐρανῷ· ὁ Μιχαὴλ καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ –τοῦ πολεμῆσαι μετὰ τοῦ δράκοντος· καὶ ὁ δράκων ἐπολέμησε καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, 8 καὶ οὐκ ἴσχυσεν, οὐδὲ τόπος εὑρέθη αὐτῷ ἔτι ἐν τῷ οὐρανῷ. 9 καὶ ἐβλήθη ὁ δράκων, – ὁ ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς, ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην, ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ ἐβλήθησαν. 10 καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαν· ἄρτι ἐγένετο ἡ σωτηρία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ, ὅτι ἐβλήθη ὁ κατήγορος τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, ὁ κατηγορῶν αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἡμέρας καὶ νυκτός. 11 καὶ αὐτοὶ ἐνίκησαν αὐτὸν διὰ τὸ αἷμα τοῦ ἀρνίου καὶ διὰ τὸν λόγον τῆς μαρτυρίας αὐτῶν, καὶ οὐκ ἠγάπησαν τὴν ψυχὴν αὐτῶν ἄχρι θανάτου. 12 διὰ τοῦτο εὐφραίνεσθε οὐρανοὶ καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς σκηνοῦντες· οὐαὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, ὅτι κατέβη ὁ διάβολος πρὸς ὑμᾶς ἔχων θυμὸν μέγαν, εἰδὼς ὅτι ὀλίγον καιρὸν ἔχει. 13 Καὶ ὅτε εἶδεν ὁ δράκων ὅτι ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, ἐδίωξε τὴν γυναῖκα ἥτις ἔτεκε τὸν ἄρρενα. 14 καὶ ἐδόθησαν τῇ γυναικὶ δύο πτέρυγες τοῦ ἀετοῦ τοῦ μεγάλου, ἵνα πέτηται εἰς τὴν ἔρημον εἰς τὸν τόπον αὐτῆς, ὅπως τρέφηται ἐκεῖ καιρὸν καὶ καιροὺς καὶ ἥμισυ καιροῦ ἀπὸ προσώπου τοῦ ὄφεως. 15 καὶ ἔβαλεν ὁ ὄφις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ὀπίσω τῆς γυναικὸς ὕδωρ ὡς ποταμόν, ἵνα αὐτὴν ποταμοφόρητον ποιήσῃ. 16 καὶ ἐβοήθησεν ἡ γῆ τῇ γυναικί, καὶ ἤνοιξεν ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς καὶ κατέπιε τὸν ποταμὸν ὃν ἔβαλεν ὁ δράκων ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. 17 καὶ ὠργίσθη ὁ δράκων ἐπὶ τῇ γυναικί, καὶ ἀπῆλθε ποιῆσαι πόλεμον μετὰ τῶν λοιπῶν τοῦ σπέρματος αὐτῆς, τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ ἐχόντων τὴν μαρτυρίαν ᾿Ιησοῦ.


1 Και σημείο μεγάλο φάνηκε στον ουρανό: γυναίκα ντυμένη τον ήλιο και η σελήνη κάτω από τα πόδια της και πάνω στο κεφάλι της ένας στέφανος από δώδεκα αστέρες. 2 Και είχε παιδί στην κοιλιά και κράζει με ωδίνες και βασανίζεται στον τοκετό. 3 Και φάνηκε άλλο σημείο στον ουρανό: και ιδού δράκος μεγάλος, φλογοκόκκινος, έχοντας εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα και πάνω στα κεφάλια του εφτά διαδήματα. 4 Και η ουρά του σέρνει το ένα τρίτο των αστέρων του ουρανού και τους έριξε στη γη. Και ο δράκος έχει σταθεί μπροστά στη γυναίκα που μέλλει να γεννήσει, για να καταφάει το τέκνο της όταν το γεννήσει. 5 Και γέννησε γιο, παιδί αρσενικό, ο οποίος μέλλει να ποιμαίνει όλα τα έθνη με ράβδο σιδερένια. Και αρπάχτηκε το τέκνο της προς το Θεό και προς το θρόνο του. 6 Και τότε η γυναίκα έφυγε στην έρημο όπου έχει εκεί τόπο ετοιμασμένο από το θεό, για να την τρέφουν εκεί χίλιες διακόσιες εξήντα ημέρες. 7 Και έγινε πόλεμος στον ουρανό, ο Μιχαήλ και οι άγγελοί του ήρθαν να πολεμήσουν με το δράκο. Και ο δράκος πολέμησε και οι άγγελοί του, 8 αλλά δεν υπερίσχυσε ούτε τόπος βρέθηκε γι’ αυτούς πια στον ουρανό. 9 Και ρίχτηκε ο δράκος ο μεγάλος, ο όφης ο αρχαίος, που καλείται Διάβολος και ο Σατανάς, αυτός που πλανά την οικουμένη όλη, ρίχτηκε στη γη και οι άγγελοί του ρίχτηκαν μαζί του. 10 Και άκουσα φωνή μεγάλη στον ουρανό να λέει: «Τώρα έγινε η σωτηρία και η δύναμη και η βασιλεία του Θεού μας και η εξουσία του Χριστού του, γιατί ρίχτηκε ο κατήγορος των αδελφών μας, που τους κατηγορεί μπροστά στο Θεό μας ημέρα και νύχτα. 11 Και αυτοί τον νίκησαν χάρη στο αίμα του Αρνίου και χάρη στο λόγο της μαρτυρίας τους, και δεν αγάπησαν την ψυχή τους μέχρι το θάνατο. 12 Γι’ αυτό ας ευφραίνεστε ουρανοί και όσοι σ’ αυτούς κατασκηνώνετε. Αλίμονο στη γη και στη θάλασσα, γιατί κατέβηκε ο Διάβολος προς εσάς έχοντας θυμό μεγάλο, επειδή ξέρει ότι λίγο καιρό έχει». 13 Και όταν είδε ο δράκος ότι ρίχτηκε στη γη, καταδίωξε τη γυναίκα που γέννησε το αρσενικό παιδί. 14 Και δόθηκαν στη γυναίκα οι δυο φτερούγες του αετού του μεγάλου, για να πετά στην έρημο, στον τόπο της, όπου τρέφεται εκεί έναν καιρό και δύο καιρούς και μισό καιρό μακριά από το πρόσωπο του όφη. 15 Και τίναξε ο όφης από το στόμα του πίσω από τη γυναίκα νερό σαν ποταμό, για να την κάνει να παρασυρθεί από τον ποταμό. 16 Αλλά βοήθησε η γη τη γυναίκα και άνοιξε η γη το στόμα της και κατάπιε τον ποταμό που τίναξε ο δράκος από το στόμα του. 17 Και τότε οργίστηκε ο δράκος ενάντια στη γυναίκα και έφυγε, για να κάνει πόλεμο με τους υπόλοιπους απογόνους της, που τηρούν τις εντολές του Θεού και που έχουν τη μαρτυρία για τον Ιησού.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 13)

Τα δύο θηρία

1 Καὶ ἐστάθην ἐπὶ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης· καὶ εἶδον ἐκ τῆς θαλάσσης θηρίον ἀναβαῖνον, ἔχον κέρατα δέκα καὶ κεφαλὰς ἑπτά, καὶ ἐπὶ τῶν κεράτων αὐτοῦ δέκα διαδήματα, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτοῦ ὀνόματα βλασφημίας. 2 καὶ τὸ θηρίον ὃ εἶδον ἦν ὅμοιον παρδάλει, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς ἄρκου, καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ ὡς στόμα λέοντος. καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ δράκων τὴν δύναμιν αὐτοῦ καὶ τὸν θρόνον αὐτοῦ καὶ ἐξουσίαν μεγάλην· – 3 καὶ μίαν ἐκ τῶν κεφαλῶν αὐτοῦ ὡς ἐσφαγμένην εἰς θάνατον. καὶ ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ἐθεραπεύθη, καὶ ἐθαύμασεν ὅλη ἡ γῆ ὀπίσω τοῦ θηρίου. 4 καὶ προσεκύνησαν τῷ δράκοντι τῷ δεδωκότι τὴν ἐξουσίαν τῷ θηρίῳ, καὶ προσεκύνησαν τῷ θηρίῳ λέγοντες· τίς ὅμοιος τῷ θηρίῳ; τίς δύναται πολεμῆσαι μετ᾿ αὐτοῦ; 5 καὶ ἐδόθη αὐτῷ στόμα λαλοῦν μεγάλα καὶ βλασφημίαν· καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία πόλεμον ποιῆσαι μῆνας τεσσαράκοντα δύο. 6 καὶ ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ εἰς βλασφημίαν πρὸς τὸν Θεόν, βλασφημῆσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ σκηνοῦντας. 7 καὶ ἐδόθη αὐτῷ πόλεμον ποιῆσαι μετὰ τῶν ἁγίων καὶ νικῆσαι αὐτούς, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ πᾶσαν φυλὴν καὶ λαὸν καὶ γλῶσσαν καὶ ἔθνος. 8 καὶ προσκυνήσουσιν αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν οὐ γέγραπται τὸ ὄνομα ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου τοῦ ἐσφαγμένου ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. 9 Εἴ τις ἔχει οὖς, ἀκουσάτω. 10 εἴ τις εἰς αἰχμαλωσίαν ἀπάγει, εἰς αἰχμαλωσίαν ὑπάγει· εἴ τις ἐν μαχαίρᾳ ἀποκτέννει, δεῖ αὐτὸν ἐν μαχαίρᾳ ἀποκτανθῆναι. ὧδέ ἐστιν ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ πίστις τῶν ἁγίων. 11 Καὶ εἶδον ἄλλο θηρίον ἀναβαῖνον ἐκ τῆς γῆς, καὶ εἶχε κέρατα δύο ὅμοια ἀρνίῳ, καὶ ἐλάλει ὡς δράκων. 12 καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ πρώτου θηρίου πᾶσαν ποιεῖ ἐνώπιον αὐτοῦ. καὶ ποιεῖ τὴν γῆν καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ κατοικοῦντας ἵνα προσκυνήσωσι τὸ θηρίον τὸ πρῶτον, οὗ ἐθεραπεύθη ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου αὐτοῦ. 13 καὶ ποιεῖ σημεῖα μεγάλα, καὶ πῦρ ἵνα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνῃ εἰς τὴν γῆν ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. 14 καὶ πλανᾷ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς διὰ τὰ σημεῖα ἃ ἐδόθη αὐτῷ ποιῆσαι ἐνώπιον τοῦ θηρίου, λέγων τοῖς κατοικοῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιῆσαι εἰκόνα τῷ θηρίῳ, ὃς εἶχε τὴν πληγὴν τῆς μαχαίρας καὶ ἔζησε. 15 καὶ ἐδόθη αὐτῷ πνεῦμα δοῦναι τῇ εἰκόνι τοῦ θηρίου, ἵνα καὶ λαλήσῃ ἡ εἰκὼν τοῦ θηρίου καὶ ποιήσῃ, ὅσοι ἐὰν μὴ προσκυνήσωσι τῇ εἰκόνι τοῦ θηρίου, ἵνα ἀποκτανθῶσι. 16 καὶ ποιεῖ πάντας, τοὺς μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους, καὶ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς πτωχούς, καὶ τοὺς ἐλευθέρους καὶ τοὺς δούλους, ἵνα δώσωσιν αὐτοῖς χάραγμα ἐπὶ τῆς χειρὸς αὐτῶν τῆς δεξιᾶς ἢ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν, 17 καὶ ἵνα μή τις δύνηται ἀγοράσαι ἢ πωλῆσαι εἰ μὴ ὁ ἔχων τὸ χάραγμα, τὸ ὄνομα τοῦ θηρίου ἢ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. 18 ῟Ωδε ἡ σοφία ἐστίν· ὁ ἔχων νοῦν ψηφισάτω τὸν ἀριθμὸν τοῦ θηρίου· ἀριθμὸς γὰρ ἀνθρώπου ἐστί· καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτοῦ χξς´.


1 Και στάθηκα πάνω στην άμμο της θάλασσας. Και είδα από τη θάλασσα θηρίο να ανεβαίνει, που έχει δέκα κέρατα και εφτά κεφάλια, και πάνω στα κέρατά του δέκα διαδήματα και πάνω στα κεφάλια του βλάστημα ονόματα. 2 Και το θηρίο που είδα ήταν όμοιο με λεοπάρδαλη και τα πόδια του σαν αρκούδας και το στόμα του σαν στόμα λιονταριού. Και του έδωσε ο δράκος τη δύναμή του και το θρόνο του και εξουσία μεγάλη. 3 Και ένα από τα κεφάλια του ήταν σαν σφαγμένο για θάνατο, αλλά η θανάσιμη πληγή του θεραπεύτηκε. Και τότε θαύμασε όλη η γη και ακολούθησε πίσω από το θηρίο, 4 και προσκύνησαν το δράκο, γιατί έδωσε την εξουσία στο θηρίο, και προσκύνησαν το θηρίο, λέγοντας: «Ποιος είναι όμοιος με το θηρίο και ποιος δύναται να πολεμήσει με αυτό;» 5 Και του δόθηκε στόμα να λαλεί μεγάλα πράγματα και βλαστήμιες, και του δόθηκε εξουσία να ενεργήσει σαράντα δύο μήνες. 6 Και άνοιξε το στόμα του για βλαστήμιες εναντίον του Θεού, για να βλαστημήσει το όνομά του και τη σκηνή του, αυτούς που κατασκηνώνουν στον ουρανό. 7 Και του δόθηκε να κάνει πόλεμο με τους αγίους και να τους νικήσει. Και του δόθηκε εξουσία πάνω σε κάθε φυλή και λαό και γλώσσα και έθνος. 8 Και όλοι όσοι κατοικούν πάνω στη γη θα προσκυνήσουν αυτόν, του οποίου δεν έχει γραφτεί το όνομά του στο βιβλίο της ζωής του Αρνίου του σφαγμένου από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου. 9 Αν κάποιος έχει αυτί ας ακούσει: 10 Αν είναι κάποιος για αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία πηγαίνει. αν είναι κάποιος με μαχαίρι να σκοτωθεί, αυτός με μαχαίρι θα σκοτωθεί. Εδώ είναι η υπομονή και η πίστη των αγίων. 11 Και είδα άλλο θηρίο να ανεβαίνει από τη γη, και είχε δύο κέρατα όμοια με αρνί, αλλά μιλούσε σαν δράκος. 12 Και όλη την εξουσία του πρώτου θηρίου την ενεργεί μπροστά του. Και κάνει τη γη και όσους κατοικούν σ’ αυτή να προσκυνήσουν το θηρίο το πρώτο, του οποίου θεραπεύτηκε η θανάσιμη πληγή του. 13 Και κάνει θαυματουργικά σημεία μεγάλα, ώστε και φωτιά κάνει να κατεβαίνει στη γη από τον ουρανό μπροστά στους ανθρώπους. 14 Και πλανά αυτούς που κατοικούν πάνω στη γη, εξαιτίας των θαυματουργικών σημείων που του δόθηκε να κάνει μπροστά στο θηρίο, λέγοντας σ’ αυτούς που κατοικούν πάνω στη γη να κάνουν εικόνα στο θηρίο, ο οποίος έχει την πληγή της μάχαιρας και έζησε. 15 Και του δόθηκε να δώσει πνεύμα στην εικόνα του θηρίου, ώστε και να λαλήσει η εικόνα του θηρίου και να κάνει ώστε όσοι δεν προσκυνήσουν την εικόνα του θηρίου να σκοτωθούν. 16 Και κάνει σ’ όλους, στους μικρούς και στους μεγάλους, και στους πλούσιους και στους φτωχούς, και στους ελεύθερους και στους δούλους, να δώσουν σ’ αυτούς χάραγμα πάνω στο χέρι τους το δεξί ή πάνω στο μέτωπό τους. 17 Και να μη δύναται κανείς να αγοράσει ή να πουλήσει παρά μόνο όποιος έχει το χάραγμα, δηλαδή το όνομα του θηρίου ή τον αριθμό του ονόματός του. 18 Εδώ είναι η σοφία: όποιος έχει νου ας λογαριάσει τον αριθμό του θηρίου, γιατί είναι αριθμός ανθρώπου. και ο αριθμός του είναι εξακόσια εξήντα έξι.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 14)

Η καινούργια ωδή των 144.000

1 Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ τὸ ἀρνίον ἑστηκὸς ἐπὶ τὸ ὄρος Σιών, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. 2 καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῆς μεγάλης· καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα, ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν. 3 καὶ ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ τῶν πρεσβυτέρων· καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο μαθεῖν τὴν ᾠδὴν εἰ μὴ αἱ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, οἱ ἠγορασμένοι ἀπὸ τῆς γῆς. 4 οὗτοί εἰσιν οἳ μετὰ γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν· παρθένοι γάρ εἰσιν. οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκολουθοῦντες τῷ ἀρνίῳ ὅπου ἂν ὑπάγῃ. οὗτοι ἠγοράσθησαν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπαρχὴ τῷ Θεῷ καὶ τῷ ἀρνίῳ· 5 καὶ οὐχ εὑρέθη ψεῦδος ἐν τῷ στόματι αὐτῶν· ἄμωμοι γάρ εἰσιν.


1 Και είδα, και ιδού το Αρνίο να έχει σταθεί πάνω στο όρος Σιών και μαζί του εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες να έχουν το όνομά του και το όνομα του Πατέρα του γραμμένο πάνω στα μέτωπά τους. 2 Και τότε άκουσα φωνή από τον ουρανό σαν βοή νερών πολλών και σαν φωνή βροντής μεγάλης, και η φωνή που άκουσα ήταν όπως κιθαριστών που παίζουν με τις κιθάρες τους. 3 Και τραγουδούν ωδή καινούργια μπροστά στο θρόνο και μπροστά στα τέσσερα ζωντανά όντα και στους πρεσβυτέρους. Και κανείς δεν μπορούσε να μάθει την ωδή παρά μόνο οι εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες, οι αγορασμένοι από τη γη. 4 Αυτοί είναι που μαζί με γυναίκες δε μολύνθηκαν, γιατί είναι παρθένοι. αυτοί είναι που ακολουθούν το Αρνίο όπου κι αν πηγαίνει. Αυτοί αγοράστηκαν από τους ανθρώπους, απαρχή για το Θεό και το Αρνίο, 5 και στο στόμα τους δε βρέθηκε ψέμα. είναι άμωμοι.

Τα μηνύματα των τριών αγγέλων

6 Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον πετόμενον ἐν μεσουρανήματι, ἔχοντα εὐαγγέλιον αἰώνιον εὐαγγελίσαι ἐπὶ τοὺς καθημένους ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πᾶν ἔθνος καὶ φυλὴν καὶ γλῶσσαν καὶ λαόν, 7 λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ· φοβήθητε τὸν Κύριον καὶ δότε αὐτῷ δόξαν, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς κρίσεως αὐτοῦ, καὶ προσκυνήσατε τῷ ποιήσαντι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πηγὰς ὑδάτων. 8 καὶ ἄλλος δεύτερος ἄγγελος ἠκολούθησε λέγων· ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἣ ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικε πάντα ἔθνη. 9 Καὶ ἄλλος ἄγγελος τρίτος ἠκολούθησεν αὐτοῖς λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ· εἴ τις προσκυνεῖ τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ λαμβάνει τὸ χάραγμα ἐπὶ τοῦ μετώπου αὐτοῦ ἢ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ, 10 καὶ αὐτὸς πίεται ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ κεκερασμένου ἀκράτου ἐν τῷ ποτηρίῳ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ βασανισθήσεται ἐν πυρὶ καὶ θείῳ ἐνώπιον τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου. 11 καὶ ὁ καπνὸς τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν εἰς αἰῶνας αἰώνων ἀναβαίνει, καὶ οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ προσκυνοῦντες τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ εἴ τις λαμβάνει τὸ χάραγμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. 12 ῟Ωδε ἡ ὑπομονὴ τῶν ἁγίων ἐστίν, οἱ τηροῦντες τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστιν ᾿Ιησοῦ. 13 Καὶ ἤκουσα φωνῆς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· γράψον, μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι. ναί, λέγει τὸ Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν· τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν.


6 Και είδα άλλο άγγελο να πετά στα μεσούρανα, έχοντας ευαγγέλιο αιώνιο, για να ευαγγελίσει όσους κάθονται πάνω στη γη και σε κάθε έθνος και φυλή και γλώσσα και λαό, 7 λέγοντας με φωνή μεγάλη: «Φοβηθείτε το Θεό και δώστε σ’ αυτόν δόξα, γιατί ήρθε η ώρα της κρίσης του, και προσκυνήστε αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και πηγές νερών». 8 Και άλλος άγγελος, δεύτερος, ακολούθησε λέγοντας: «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη, που από το κρασί του θυμού/ της πορνείας της έχει ποτίσει όλα τα έθνη». 9 Και άλλος άγγελος, τρίτος, τους ακολούθησε λέγοντας με φωνή μεγάλη: «Αν κάποιος προσκυνεί το θηρίο και την εικόνα του και λαβαίνει χάραγμα πάνω στο μέτωπό του ή πάνω στο χέρι του, 10 και αυτός θα πιει από το κρασί του θυμού του Θεού που είναι παρασκευασμένο ανέρωτο μέσα στο ποτήρι της οργής του και θα βασανιστεί με φωτιά και θειάφι μπροστά σε άγιους αγγέλους και μπροστά στο Αρνίο. 11 Και ο καπνός του βασανισμού τους ανεβαίνει στους αιώνες των αιώνων, και δεν έχουν ανάπαυση ημέρα και νύχτα όσοι προσκυνούν το θηρίο και την εικόνα του και αν κάποιος λαβαίνει το χάραγμα του ονόματός του. 12 Εδώ είναι η υπομονή των αγίων, εκείνων που τηρούν τις εντολές του Θεού και την πίστη προς τον Ιησού». 13 Και άκουσα φωνή από τον ουρανό να λέει: «Γράψε: “Μακάριοι οι νεκροί που πεθαίνουν με τον Κύριο από τώρα”». «Ναι», λέει το Πνεύμα, «για να αναπαυτούν από τους κόπους τους, γιατί τα έργα τους ακολουθούν μαζί τους».

Ο θερισμός και ο τρύγος της γης

14 Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ νεφέλη λευκή, καὶ ἐπὶ τὴν νεφέλην καθήμενος ὅμοιος υἱῷ ἀνθρώπου, ἔχων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ στέφανον χρυσοῦν καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ δρέπανον ὀξύ. 15 Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ναοῦ, κράζων ἐν φωνῇ μεγάλῃ τῷ καθημένῳ ἐπὶ τῆς νεφέλης· πέμψον τὸ δρέπανόν σου καὶ θέρισον, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ θερίσαι, ὅτι ἐξηράνθη ὁ θερισμὸς τῆς γῆς. 16 καὶ ἔβαλεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τὴν νεφέλην τὸ δρέπανον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐθερίσθη ἡ γῆ. 17 Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ, ἔχων καὶ αὐτὸς δρέπανον ὀξύ. 18 Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου, ἔχων ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἐφώνησε κραυγῇ μεγάλῃ τῷ ἔχοντι τὸ δρέπανον τὸ ὀξὺ λέγων· πέμψον σου τὸ δρέπανον τὸ ὀξὺ καὶ τρύγησον τοὺς βότρυας τῆς ἀμπέλου τῆς γῆς, ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς. 19 καὶ ἔβαλεν ὁ ἄγγελος τὸ δρέπανον αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐτρύγησε τὴν ἄμπελον τῆς γῆς, καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν ληνὸν τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τὴν μεγάλην. 20 καὶ ἐπατήθη ἡ ληνὸς ἔξω τῆς πόλεως, καὶ ἐξῆλθεν αἷμα ἐκ τῆς ληνοῦ ἄχρι τῶν χαλινῶν τῶν ἵππων ἀπὸ σταδίων χιλίων ἑξακοσίων.


14 Και είδα, και ιδού νεφέλη λευκή και πάνω στη νεφέλη έναν που κάθεται όμοιο με γιο ανθρώπου, έχοντας πάνω στο κεφάλι του στέφανο χρυσό και στο χέρι του δρεπάνι κοφτερό. 15 Και άλλος άγγελος εξήλθε από το ναό, κράζοντας με φωνή μεγάλη σ’ αυτόν που κάθεται πάνω στη νεφέλη: «Στείλε το δρεπάνι σου και θέρισε, γιατί ήρθε η ώρα να θερίσεις, επειδή ξεράθηκε ο καρπός για το θερισμό της γης». 16 Και αυτός που κάθεται πάνω στη νεφέλη έριξε το δρεπάνι του πάνω στη γη και θερίστηκε η γη. 17 Και άλλος άγγελος εξήλθε από το ναό που είναι στον ουρανό, έχοντας και αυτός δρεπάνι κοφτερό. 18 Και άλλος άγγελος εξήλθε από το θυσιαστήριο, αυτός που έχει εξουσία πάνω στη φωτιά, και φώναξε με φωνή μεγάλη σ’ αυτόν που έχει το δρεπάνι το κοφτερό, λέγοντας: «Στείλε το δρεπάνι σου το κοφτερό και τρύγησε τα τσαμπιά της αμπέλου της γης, γιατί ωρίμασαν τα σταφύλια της». 19 Και έριξε ο άγγελος το δρεπάνι του στη γη και τρύγησε την άμπελο της γης και έριξε τα σταφύλια της στο πατητήρι του θυμού του Θεού, το μεγάλο. 20 Και πατήθηκε το πατητήρι έξω από την πόλη και εξήλθε αίμα από το πατητήρι φτάνοντας μέχρι τα χαλινάρια των ίππων σε έκταση περίπου τριακοσίων χιλιομέτρων.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 15)

Οι άγγελοι με τις εφτά έσχατες πληγές

1 Καὶ εἶδον ἄλλο σημεῖον ἐν τῷ οὐρανῷ μέγα καὶ θαυμαστόν, ἀγγέλους ἑπτὰ ἔχοντας πληγὰς ἑπτὰ τὰς ἐσχάτας, ὅτι ἐν αὐταῖς ἐτελέσθη ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ. 2 καὶ εἶδον ὡς θάλασσαν ὑαλίνην μεμιγμένην πυρί, καὶ τοὺς νικῶντας ἐκ τοῦ θηρίου καὶ ἐκ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ καὶ ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἑστῶτας ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν ὑαλίνην, ἔχοντας τὰς κιθάρας τοῦ Θεοῦ. 3 καὶ ᾄδουσι τὴν ᾠδὴν Μωϋσέως τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ᾠδὴν τοῦ ἀρνίου λέγοντες· μεγάλα καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ· δίκαιαι καὶ ἀληθιναὶ αἱ ὁδοί σου, ὁ βασιλεὺς τῶν ἐθνῶν. 4 τίς οὐ μὴ φοβηθῇ, Κύριε, καὶ δοξάσῃ τὸ ὄνομά σου; ὅτι μόνος ὅσιος, ὅτι πάντα τὰ ἔθνη ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιόν σου, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐφανερώθησαν. 5 Καὶ μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἠνοίγη ὁ ναὸς τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου ἐν τῷ οὐρανῷ, 6 καὶ ἐξῆλθον οἱ ἑπτὰ ἄγγελοι οἱ ἔχοντες τὰς ἑπτὰ πληγὰς ἐκ τοῦ ναοῦ, οἳ ἦσαν ἐνδεδυμένοι λίνον καθαρὸν λαμπρὸν καὶ περιεζωσμένοι περὶ τὰ στήθη ζώνας χρυσᾶς. 7 καὶ ἓν ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων ἔδωκε τοῖς ἑπτὰ ἀγγέλοις ἑπτὰ φιάλας χρυσᾶς, γεμούσας τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 8 καὶ ἐγεμίσθη ὁ ναὸς ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐκ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ· 9 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο εἰσελθεῖν εἰς τὸν ναὸν ἄχρι τελεσθῶσιν αἱ ἑπτὰ πληγαὶ τῶν ἑπτὰ ἀγγέλων.


1 Και είδα άλλο σημείο στον ουρανό, μεγάλο και θαυμαστό: εφτά αγγέλους που έχουν εφτά πληγές, τις έσχατες, γιατί μ’ αυτές τελέστηκε ο θυμός του Θεού. 2 Και είδα κάτι σαν θάλασσα γυάλινη ανακατεμένη με φωτιά, και εκείνους που νικούν το θηρίο και την εικόνα του και τον αριθμό του ονόματός του να έχουν σταθεί πάνω στη θάλασσα τη γυάλινη, έχοντας κιθάρες του Θεού. 3 Και τραγουδούν την ωδή του Μωυσή, του δούλου του Θεού, και την ωδή του Αρνίου λέγοντας: «Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε Θεέ Παντοκράτορα. δίκαιες και αληθινές οι οδοί σου, βασιλιά των εθνών. 4 Ποιος δε θα φοβηθεί, Κύριε, και δε θα δοξάσει το όνομά σου; Γιατί είσαι ο μόνος όσιος. Όλα τα έθνη θα έρθουν και θα προσκυνήσουν μπροστά σου, γιατί οι δίκαιες πράξεις σου φανερώθηκαν». 5 Και μετά από αυτά είδα, και ανοίχτηκε ο ναός της σκηνής του μαρτυρίου στον ουρανό 6 και εξήλθαν από το ναό οι εφτά άγγελοι που έχουν τις εφτά πληγές, ντυμένοι με καθαρό λινό λαμπρό και περιζωσμένοι γύρω από τα στήθη με ζώνες χρυσές. 7 Και ένα από τα τέσσερα ζωντανά όντα έδωσε στους εφτά αγγέλους εφτά φιάλες χρυσές, γεμάτες από το θυμό του Θεού που ζει στους αιώνες των αιώνων. 8 Και γέμισε ο ναός καπνό από τη δόξα του Θεού και από τη δύναμή του, και κανείς δεν μπορούσε να εισέλθει στο ναό μέχρι να τελεστούν 9 οι εφτά πληγές των εφτά αγγέλων.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 16)

Οι εφτά φιάλες του θυμού του Θεού

1 Καὶ ἤκουσα μεγάλης φωνῆς ἐκ τοῦ ναοῦ λεγούσης τοῖς ἑπτὰ ἀγγέλοις· ὑπάγετε καὶ ἐκχέατε τὰς ἑπτὰ φιάλας τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν γῆν. 2 Καὶ ἀπῆλθεν ὁ πρῶτος καὶ ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐγένετο ἕλκος κακὸν καὶ πονηρὸν ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχοντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ. 3 Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· καὶ ἐγένετο αἷμα ὡς νεκροῦ, καὶ πᾶσα ψυχὴ ζῶσα ἀπέθανεν ἐν τῇ θαλάσσῃ. 4 Καὶ ὁ τρίτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ εἰς τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων· καὶ ἐγένετο αἷμα. 5 Καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν ὑδάτων λέγοντος· δίκαιος εἶ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν, ὁ ὅσιος, ὅτι ταῦτα ἔκρινας· 6 ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν, καὶ αἷμα αὐτοῖς ἔδωκας πιεῖν· ἄξιοί εἰσι. 7 Καὶ ἤκουσα τοῦ θυσιαστηρίου λέγοντος· ναί, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις σου. 8 Καὶ ὁ τέταρτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἥλιον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ καυματίσαι ἐν πυρὶ τοὺς ἀνθρώπους, 9 καὶ ἐκαυματίσθησαν οἱ ἄνθρωποι καῦμα μέγα, καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔχοντος ἐξουσίαν ἐπὶ τὰς πληγὰς ταύτας, καὶ οὐ μετενόησαν δοῦναι αὐτῷ δόξαν. 10 Καὶ ὁ πέμπτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦ θηρίου· καὶ ἐγένετο ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἐσκοτωμένη, καὶ ἐμασῶντο τὰς γλώσσας αὐτῶν ἐκ τοῦ πόνου, 11 καὶ ἐβλασφήμησαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ἐκ τῶν πόνων αὐτῶν καὶ ἐκ τῶν ἑλκῶν αὐτῶν, καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν. 12 Καὶ ὁ ἕκτος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν μέγαν τὸν Εὐφράτην· καὶ ἐξηράνθη τὸ ὕδωρ αὐτοῦ, ἵνα ἑτοιμασθῇ ἡ ὁδὸς τῶν βασιλέων τῶν ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου. 13 Καὶ εἶδον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ δράκοντος καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ θηρίου καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ ψευδοπροφήτου πνεύματα τρία ἀκάθαρτα, ὡς βάτραχοι· 14 εἰσὶ γὰρ πνεύματα δαιμονίων ποιοῦντα σημεῖα, ἃ ἐκπορεύεται ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς οἰκουμένης ὅλης, συναγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος. 15 ᾿Ιδοὺ ἔρχομαι ὡς κλέπτης· μακάριος ὁ γρηγορῶν καὶ τηρῶν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἵνα μὴ γυμνὸς περιπατῇ καὶ βλέπωσι τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ. 16 καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον ῾Εβραϊστὶ ῾Αρμαγεδών. 17 Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεε τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἀέρα· καὶ ἐξῆλθε φωνὴ μεγάλη ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ θρόνου λέγουσα· γέγονε. 18 καὶ ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί, καὶ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, οἷος οὐκ ἐγένετο ἀφ᾿ οὗ οἱ ἄνθρωποι ἐγένοντο ἐπὶ τῆς γῆς, τηλικοῦτος σεισμὸς οὕτω μέγας. 19 καὶ ἐγένετο ἡ πόλις ἡ μεγάλη εἰς τρία μέρη, καὶ αἱ πόλεις τῶν ἐθνῶν ἔπεσαν. καὶ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη ἐμνήσθη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δοῦναι αὐτῇ τὸ ποτήριον τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ. 20 καὶ πᾶσα νῆσος ἔφυγε, καὶ ὄρη οὐχ εὑρέθησαν. 21 καὶ χάλαζα μεγάλη ὡς ταλαντιαία καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεὸν ἐκ τῆς πληγῆς τῆς χαλάζης, ὅτι μεγάλη ἐστὶν ἡ πληγὴ αὕτη σφόδρα.


1 Και άκουσα μεγάλη φωνή από το ναό να λέει στους εφτά αγγέλους: «Πηγαίνετε και ξεχύνετε τις εφτά φιάλες, του θυμού του Θεού στη γη». 2 Και έφυγε ο πρώτος και έχυσε τη φιάλη του στη γη: και έγινε έλκος κακό και οδυνηρό επάνω στους ανθρώπους που έχουν το χάραγμα του θηρίου και που προσκυνούν την εικόνα του. 3 Και ο δεύτερος έχυσε τη φιάλη του στη θάλασσα: και έγινε αίμα σαν νεκρού, και κάθε ζωντανή ψυχή πέθανε, όσα είναι μέσα στη θάλασσα. 4 Και ο τρίτος έχυσε τη φιάλη του στους ποταμούς και στις πηγές των νερών: και έγινε αίμα. 5 Και άκουσα τον άγγελο των νερών να λέει: «Δίκαιος είσαι, ο Είναι και ο Ήταν, ο όσιος, γιατί έκρινες αυτά, 6 γιατί αίμα αγίων και προφητών έχυσαν, και αίμα τους έδωσες να πιουν. είναι άξιοι». 7 Και άκουσα το θυσιαστήριο να λέει: «Ναι, Κύριε Θεέ Παντοκράτορα. αληθινές και δίκαιες οι κρίσεις σου». 8 Και ο τέταρτος έχυσε τη φιάλη του πάνω στον ήλιο και του δόθηκε να κάψει τους ανθρώπους με φωτιά: 9 και κάηκαν οι άνθρωποι με μεγάλο καύμα και βλαστήμησαν το όνομα του Θεού που έχει την εξουσία πάνω στις πληγές αυτές και δε μετανόησαν, για να του δώσουν δόξα. 10 Και ο πέμπτος έχυσε τη φιάλη του πάνω στο θρόνο του θηρίου: και έγινε η βασιλεία του σκοτεινή, και μασούσαν τις γλώσσες τους από τον πόνο. 11 Και βλαστήμησαν το Θεό του ουρανού από τους πόνους τους και από τα έλκη τους, και δε μετανόησαν από τα έργα τους. 12 Και ο έκτος έχυσε τη φιάλη του πάνω στον ποταμό το μεγάλο, τον Ευφράτη: και ξεράθηκε το νερό του, για να ετοιμαστεί η οδός των βασιλιάδων που είναι από την ανατολή του ήλιου. 13 Και είδα να βγαίνουν από το στόμα του δράκου και από το στόμα του θηρίου και από το στόμα του ψευδοπροφήτη τρία πνεύματα ακάθαρτα σαν βάτραχοι. 14 Είναι δηλαδή πνεύματα δαιμονίων που κάνουν θαυματουργικά σημεία, τα οποία εκπορεύονται πάνω στους βασιλιάδες της οικουμένης όλης, για να τους συνάξουν στον πόλεμο της ημέρας της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορα. 15 – «Ιδού, έρχομαι σαν κλέφτης. Μακάριος αυτός που αγρυπνεί και διατηρεί τα ρούχα του, για να μην περπατά γυμνός και βλέπουν την ασχήμια του». – 16 Και τους σύναξε στον τόπο που καλείται εβραϊκά Αρμαγεδών. 17 Και ο έβδομος έχυσε τη φιάλη του στον αέρα: και εξήλθε φωνή μεγάλη από το ναό, από το θρόνο, που λέει: «Έχει γίνει». 18 Και τότε έγιναν αστραπές και φωνές και βροντές, και σεισμός έγινε μεγάλος, τέτοιος που δεν έγινε αφότου άνθρωπος δημιουργήθηκε πάνω στη γη, σεισμός έτσι, τόσο πολύ μεγάλος. 19 Και η πόλη η μεγάλη έγινε τρία μέρη και οι πόλεις των εθνών έπεσαν. Και η Βαβυλώνα η μεγάλη μνημονεύτηκε μπροστά στο Θεό, για να της δώσει το ποτήρι το κρασί του θυμού της οργής του. 20 Και κάθε νήσος έφυγε και όρη δε βρέθηκαν. 21 Και χαλάζι μεγάλο βάρους περίπου ενός ταλάντου κατεβαίνει από τον ουρανό πάνω στους ανθρώπους. Και βλαστήμησαν οι άνθρωποι το Θεό εξαιτίας της πληγής του χαλαζιού, γιατί πάρα πολύ μεγάλη είναι η πληγή του.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 17)

Η μεγάλη πόρνη και το θηρίο

1 Καὶ ἦλθεν εἷς ἐκ τῶν ἑπτὰ ἀγγέλων τῶν ἐχόντων τὰς ἑπτὰ φιάλας, καὶ ἐλάλησε μετ᾿ ἐμοῦ λέγων· δεῦρο δείξω σοι τὸ κρῖμα τῆς πόρνης τῆς μεγάλης τῆς καθημένης ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν, 2 μεθ᾿ ἧς ἐπόρνευσαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ ἐμεθύσθησαν οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν ἐκ τοῦ οἴνου τῆς πορνείας αὐτῆς. 3 καὶ ἀπήνεγκέ με εἰς ἔρημον ἐν πνεύματι. καὶ εἶδον γυναῖκα καθημένην ἐπὶ τὸ θηρίον τὸ κόκκινον, γέμον ὀνόματα βλασφημίας, ἔχον κεφαλὰς ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα. 4 καὶ ἡ γυνὴ ἦν περιβεβλημένη πορφυροῦν καὶ κόκκινον καὶ κεχρυσωμένη χρυσίῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ μαργαρίταις, ἔχουσα ποτήριον χρυσοῦν ἐν τῇ χειρὶ αὐτῆς, γέμον βδελυγμάτων, καὶ τὰ ἀκάθαρτα τῆς πορνείας τῆς γῆς, 5 καὶ ἐπὶ τὸ μέτωπον αὐτῆς ὄνομα γεγραμμένον· μυστήριον, Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἡ μήτηρ τῶν πορνῶν καὶ τῶν βδελυγμάτων τῆς γῆς. 6 καὶ εἶδον τὴν γυναῖκα μεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἁγίων καὶ ἐκ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων ᾿Ιησοῦ. καὶ ἐθαύμασα ἰδὼν αὐτὴν θαῦμα μέγα. 7 Καὶ εἶπέ μοι ὁ ἄγγελος· διατί ἐθαύμασας; ἐγὼ ἐρῶ σοι τὸ μυστήριον τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ θηρίου τοῦ βαστάζοντος αὐτήν, τοῦ ἔχοντος τὰς ἑπτὰ κεφαλὰς καὶ τὰ δέκα κέρατα. 8 Τὸ θηρίον ὃ εἶδες, ἦν καὶ οὐκ ἔστι, καὶ μέλλει ἀναβαίνειν ἐκ τῆς ἀβύσσου καὶ εἰς ἀπώλειαν ὑπάγειν· καὶ θαυμάσονται οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν οὐ γέγραπται τὸ ὄνομα ἐπὶ τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, βλεπόντων τὸ θηρίον ὅτι ἦν, καὶ οὐκ ἔστι καὶ παρέσται. 9 ῟Ωδε ὁ νοῦς ὁ ἔχων σοφίαν. αἱ ἑπτὰ κεφαλαὶ ὄρη ἑπτά εἰσιν, ὅπου ἡ γυνὴ κάθηται ἐπ᾿ αὐτῶν, 10 καὶ βασιλεῖς ἑπτά εἰσιν· οἱ πέντε ἔπεσαν, ὁ εἷς ἐστιν, ὁ ἄλλος οὔπω ἦλθε, καὶ ὅταν ἔλθῃ, ὀλίγον αὐτὸν δεῖ μεῖναι. 11 καὶ τὸ θηρίον ὃ ἦν καὶ οὐκ ἔστι, καὶ αὐτὸς ὄγδοός ἐστι, καὶ ἐκ τῶν ἑπτά ἐστι, καὶ εἰς ἀπώλειαν ὑπάγει. 12 καὶ τὰ δέκα κέρατα ἃ εἶδες δέκα βασιλεῖς εἰσιν, οἵτινες βασιλείαν οὔπω ἔλαβον, ἀλλ᾿ ἐξουσίαν ὡς βασιλεῖς μίαν ὥραν λαμβάνουσι μετὰ τοῦ θηρίου. 13 οὗτοι μίαν γνώμην ἔχουσι, καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐξουσίαν αὐτῶν τῷ θηρίῳ διδόασιν. 14 οὗτοι μετὰ τοῦ ἀρνίου πολεμήσουσι, καὶ τὸ ἀρνίον νικήσει αὐτούς, ὅτι κύριος κυρίων ἐστὶ καὶ βασιλεὺς βασιλέων, καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ κλητοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ καὶ πιστοί. 15 Καὶ λέγει μοι· τὰ ὕδατα ἃ εἶδες, οὗ ἡ πόρνη κάθηται, λαοὶ καὶ ὄχλοι εἰσὶ καὶ ἔθνη καὶ γλῶσσαι. 16 καὶ τὰ δέκα κέρατα ἃ εἶδες καὶ τὸ θηρίον, οὗτοι μισήσουσι τὴν πόρνην καὶ ἠρημωμένην ποιήσουσιν αὐτὴν καὶ γυμνήν, καὶ τὰς σάρκας αὐτῆς φάγονται, καὶ αὐτὴν κατακαύσουσιν ἐν πυρί. 17 ὁ γὰρ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν ποιῆσαι τὴν γνώμην αὐτοῦ, καὶ ποιῆσαι μίαν γνώμην καὶ δοῦναι τὴν βασιλείαν αὐτῶν τῷ θηρίῳ, ἄχρι τελεσθῶσιν οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ. 18 καὶ ἡ γυνὴ ἣν εἶδες ἔστιν ἡ πόλις ἡ μεγάλη ἡ ἔχουσα βασιλείαν ἐπὶ τῶν βασιλέων τῆς γῆς.


1 Και ήρθε ένας από τους εφτά αγγέλους που είχαν τις εφτά φιάλες και μίλησε μαζί μου λέγοντας: «Έλα, θα σου δείξω την κατάκριση της πόρνης της μεγάλης που κάθεται πάνω σε νερά πολλά, 2 με την οποία πόρνευσαν οι βασιλιάδες της γης και μέθυσαν όσοι κατοικούν τη γη από το κρασί της πορνείας της». 3 Και με μετέφερε σε μια έρημο μέσα σε πνευματική έκσταση. Και τότε είδα μια γυναίκα να κάθεται πάνω σε θηρίο κόκκινο, γεμάτο βλάστημα ονόματα, που έχει εφτά κεφάλια και δέκα κέρατα. 4 Και η γυναίκα ήταν ντυμένη με πορφυρό και κόκκινο, και επικαλυμμένη με χρυσάφι και με πολύτιμους λίθους και με μαργαριτάρια, έχοντας χρυσό ποτήρι στο χέρι της γεμάτο με βδελύγματα και με τις ακαθαρσίες της πορνείας της. 5 Και πάνω στο μέτωπό της ένα όνομα γραμμένο, ένα μυστήριο: “Βαβυλώνα η μεγάλη, η μητέρα των πορνών και των βδελυγμάτων της γης”. 6 Και είδα τη γυναίκα να μεθάει από το αίμα των αγίων και από το αίμα των μαρτύρων του Ιησού. Και θαύμασα, όταν την είδα, με θαυμασμό μεγάλο. 7 Αλλά μου είπε ο άγγελος: «Γιατί θαύμασες; Εγώ θα σου πω το μυστήριο της γυναίκας και του θηρίου που τη βαστάζει, το οποίο έχει τα εφτά κεφάλια και τα δέκα κέρατα. 8 Το θηρίο που είδες ήταν και δεν είναι και μέλλει να ανεβαίνει από την άβυσσο και πηγαίνει στην απώλεια. Και θα θαυμάσουν αυτοί που κατοικούν πάνω στη γη, των οποίων δεν έχει γραφτεί το όνομα στο βιβλίο της ζωής από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου, βλέποντας το θηρίο ότι ήταν και δεν είναι, αλλά θα είναι πάλι παρόν. 9 Εδώ είναι ο νους που έχει σοφία: τα εφτά κεφάλια είναι εφτά όρη όπου η γυναίκα κάθεται πάνω τους. Και επίσης είναι εφτά βασιλιάδες. 10 οι πέντε έπεσαν, ο ένας υπάρχει, ο άλλος ακόμα δεν ήρθε και, όταν έρθει, αυτός πρέπει να μείνει λίγο. 11 Και το θηρίο που ήταν και δεν είναι, και αυτός είναι όγδοος βασιλιάς και προέρχεται από τους εφτά, και πηγαίνει στην απώλεια. 12 Και τα δέκα κέρατα που είδες είναι δέκα βασιλιάδες, οι οποίοι δεν έλαβαν βασιλεία ακόμη, αλλά λαβαίνουν εξουσία ως βασιλιάδες για μια ώρα μαζί με το θηρίο. 13 Αυτοί μια γνώμη έχουν, και τη δύναμη και την εξουσία τους στο θηρίο τις δίνουν. 14 Αυτοί με το Αρνίο θα πολεμήσουν και το Αρνίο θα τους νικήσει, γιατί είναι Κύριος κυρίων και Βασιλιάς βασιλιάδων, και όσοι είναι μαζί του είναι κλητοί και εκλεκτοί και πιστοί». 15 Και μου λέει: «Τα νερά που είδες, όπου η πόρνη κάθεται, είναι λαοί και πλήθη και έθνη και γλώσσες. 16 Και τα δέκα κέρατα που είδες και το θηρίο, αυτοί θα μισήσουν την πόρνη και θα την κάνουν έρημη και γυμνή, και τις σάρκες της θα φάνε και αυτήν θα την κατακάψουν με φωτιά. 17 Γιατί ο Θεός έδωσε στις καρδιές τους να κάνουν τη γνώμη του, και να ενεργήσουν με μία γνώμη και να δώσουν τη βασιλεία τους στο θηρίο μέχρι να τελεστούν οι λόγοι του Θεού. 18 Και η γυναίκα που είδες είναι η πόλη η μεγάλη που έχει τη βασιλεία της πάνω στους βασιλιάδες της γης».

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 18)

Η πτώση της Βαβυλώνας

1 Μετὰ ταῦτα εἶδον ἄλλον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχοντα ἐξουσίαν μεγάλην, καὶ ἡ γῆ ἐφωτίσθη ἐκ τῆς δόξης αὐτοῦ, 2 καὶ ἔκραξεν ἐν ἰσχυρᾷ φωνῇ λέγων· ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, καὶ ἐγένετο κατοικητήριον δαιμονίων καὶ φυλακὴ παντὸς πνεύματος ἀκαθάρτου καὶ φυλακὴ παντὸς ὀρνέου ἀκαθάρτου καὶ μεμισημένου· 3 ὅτι ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πέπωκαν πάντα τὰ ἔθνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς μετ᾿ αὐτῆς ἐπόρνευσαν, καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐκ τῆς δυνάμεως τοῦ στρήνους αὐτῆς ἐπλούτησαν. 4 Καὶ ἤκουσα ἄλλην φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν· ἔξελθε ἐξ αὐτῆς ὁ λαός μου, ἵνα μὴ συγκοινωνήσητε ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῆς, καὶ ἵνα ἐκ τῶν πληγῶν αὐτῆς μὴ λάβητε· 5 ὅτι ἐκολλήθησαν αὐτῆς αἱ ἁμαρτίαι ἄχρι τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐμνημόνευσεν ὁ Θεὸς τὰ ἀδικήματα αὐτῆς. 6 ἀπόδοτε αὐτῇ ὡς καὶ αὐτὴ ἀπέδωκε, καὶ διπλώσατε αὐτῇ διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς· ἐν τῷ ποτηρίῳ ᾧ ἐκέρασε, κεράσατε αὐτῇ διπλοῦν. 7 ὅσα ἐδόξασεν ἑαυτὴν καὶ ἐστρηνίασε, τοσοῦτον δότε αὐτῇ βασανισμὸν καὶ πένθος. ὅτι ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς λέγει, ὅτι κάθημαι καθὼς βασίλισσα καὶ χήρα οὐκ εἰμὶ καὶ πένθος οὐ μὴ ἴδω, 8 διὰ τοῦτο ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἥξουσιν αἱ πληγαὶ αὐτῆς, θάνατος καὶ πένθος καὶ λιμός, καὶ ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται· ὅτι ἰσχυρὸς Κύριος Θεὸς ὁ κρίνας αὐτήν. 9 καὶ κλαύσουσιν αὐτὴν καὶ κόψονται ἐπ᾿ αὐτῇ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς οἱ μετ᾿ αὐτῆς πορνεύσαντες καὶ στρηνιάσαντες, ὅταν βλέπωσι τὸν καπνὸν τῆς πυρώσεως αὐτῆς, 10 ἀπὸ μακρόθεν ἑστηκότες διὰ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ αὐτῆς, λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη Βαβυλών, ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά, ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου. 11 καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς κλαύσουσι καὶ πενθήσουσιν ἐπ᾿ αὐτῇ, ὅτι τὸν γόμον αὐτῶν οὐδεὶς ἀγοράζει οὐκέτι, 12 γόμον χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθου τιμίου καὶ μαργαρίτου, καὶ βυσσίνου καὶ πορφύρας καὶ σηρικοῦ καὶ κοκκίνου, καὶ πᾶν ξύλον θύϊνον καὶ πᾶν σκεῦος ἐλεφάντινον καὶ πᾶν σκεῦος ἐκ ξύλου τιμιωτάτου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ μαρμάρου, 13 καὶ κινάμωμον καὶ ἄμωμον καὶ θυμιάματα, καὶ μύρον καὶ λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ σεμίδαλιν καὶ σῖτον καὶ κτήνη καὶ πρόβατα, καὶ ἵππων καὶ ρεδῶν καὶ σωμάτων, καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων. 14 καὶ ἡ ὀπώρα τῆς ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς σου ἀπώλετο ἀπὸ σοῦ, καὶ πάντα τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ λαμπρὰ ἀπῆλθεν ἀπὸ σοῦ, καὶ οὐκέτι οὐ μὴ αὐτὰ εὑρήσεις. 15 οἱ ἔμποροι τούτων, οἱ πλουτήσαντες ἀπ᾿ αὐτῆς, ἀπὸ μακρόθεν στήσονται διὰ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ αὐτῆς κλαίοντες καὶ πενθοῦντες, 16 λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, ἡ περιβεβλημένη βύσσινον καὶ πορφυροῦν καὶ κόκκινον καὶ κεχρυσωμένη ἐν χρυσίῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ μαργαρίταις, ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη ὁ τοσοῦτος πλοῦτος. 17 καὶ πᾶς κυβερνήτης καὶ πᾶς ὁ ἐπὶ τόπον πλέων, καὶ ναῦται καὶ ὅσοι τὴν θάλασσαν ἐργάζονται, ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν, 18 καὶ ἔκραζον βλέποντες τὸν καπνὸν τῆς πυρώσεως αὐτῆς, λέγοντες· τίς ὁμοία τῇ πόλει τῇ μεγάλῃ; 19 καὶ ἔβαλον χοῦν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ ἔκραζον κλαίοντες καὶ πενθοῦντες, λέγοντες· οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, ἐν ᾗ ἐπλούτησαν πάντες οἱ ἔχοντες τὰ πλοῖα ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐκ τῆς τιμιότητος αὐτῆς· ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη. 20 Εὐφραίνου ἐπ᾿ αὐτῇ, οὐρανέ, καὶ οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται, ὅτι ἔκρινεν ὁ Θεὸς τὸ κρῖμα ὑμῶν ἐξ αὐτῆς. 21 Καὶ ἦρεν εἷς ἄγγελος ἰσχυρὸς λίθον ὡς μύλον μέγαν καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν λέγων· οὕτως ὁρμήματι βληθήσεται Βαβυλὼν ἡ μεγάλη πόλις, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ ἔτι. 22 καὶ φωνὴ κιθαρῳδῶν καὶ μουσικῶν καὶ αὐλητῶν καὶ σαλπιστῶν οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σοὶ ἔτι, καὶ πᾶς τεχνίτης πάσης τέχνης οὐ μὴ εὑρεθῇ ἐν σοὶ ἔτι, καὶ φωνὴ μύλου οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σοὶ ἔτι, 23 καὶ φῶς λύχνου οὐ μὴ φανῇ ἐν σοὶ ἔτι, καὶ φωνὴ νυμφίου καὶ νύμφης οὐ μὴ ἀκουσθῇ ἐν σοὶ ἔτι· ὅτι οἱ ἔμποροί σου ἦσαν οἱ μεγιστᾶνες τῆς γῆς, ὅτι ἐν τῇ φαρμακείᾳ σου ἐπλανήθησαν πάντα τὰ ἔθνη, 24 καὶ ἐν αὐτῇ αἵματα προφητῶν καὶ ἁγίων εὑρέθη καὶ πάντων τῶν ἐσφαγμένων ἐπὶ τῆς γῆς.


1 Μετά από αυτά είδα άλλο άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, έχοντας εξουσία μεγάλη, και η γη φωτίστηκε από τη δόξα του. 2 Και έκραξε με ισχυρή φωνή, λέγοντας: «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη, και έγινε κατοικητήριο δαιμονίων και φυλακή για κάθε πνεύμα ακάθαρτο και φυλακή για κάθε όρνιο ακάθαρτο και φυλακή για κάθε θηρίο ακάθαρτο και μισημένο. 3 Γιατί από το κρασί του θυμού της πορνείας της έχουν πιει όλα τα έθνη, και οι βασιλιάδες της γης μαζί της πόρνευσαν, και οι έμποροι της γης από τη δύναμη της ακολασίας της πλούτισαν». 4 Και άκουσα άλλη φωνή από τον ουρανό να λέει: «Εξέλθετε λαέ μου από αυτή, για να μη συμμεριστείτε τις αμαρτίες της και από τις πληγές της να μη λάβετε. 5 γιατί έφτασαν οι αμαρτίες της και κόλλησαν μέχρι τον ουρανό, και θυμήθηκε ο Θεός τα αδικήματά της. 6 Αποδώστε σ’ αυτήν όπως κι αυτή απόδωσε, και ανταποδώστε τά διπλά σύμφωνα με τα έργα της. στο ποτήρι που κέρασε κεράστε τη διπλάσια. 7 Όσο δόξασε τον εαυτό της και έζησε ακόλαστα, τόσο πολύ δώστε της βασανισμό και πένθος. Γιατί μες στην καρδιά της λέει: “Κάθομαι ως βασίλισσα, και χήρα δεν είμαι, καί πένθος δε θα δω”. 8 Γι’ αυτό σε μια ημέρα θα έρθουν οι πληγές της, θάνατος και πένθος και λιμός και με φωτιά θα κατακαεί. γιατί είναι ισχυρός ο Κύριος ο Θεός που την έκρινε». 9 Και θα κλάψουν και θα θρηνήσουν γι’ αυτήν οι βασιλιάδες της γης, που πόρνευσαν μαζί της και έζησαν ακόλαστα, όταν θα βλέπουν τον καπνό της πυρκαγιάς της, 10 έχοντας σταθεί από μακριά εξαιτίας του φόβου του βασανισμού της, λέγοντας: «Αλίμονο, αλίμονο στην πόλη τη μεγάλη, τη Βαβυλώνα την πόλη την ισχυρή, γιατί σε μια ώρα ήρθε η κρίση σου». 11 Και οι έμποροι της γης κλαίνε και πενθούν γι’ αυτή, γιατί το φορτίο τους κανείς δεν αγοράζει πια, 12 φορτίο χρυσού και αργύρου και πολύτιμων λίθων και μαργαριταριών και ακριβού λινού και πορφύρας και μεταξιού και κόκκινου υφάσματος, και κάθε ξύλο αρωματικό και κάθε σκεύος από ελεφαντόδοντο και κάθε σκεύος από ξύλο πολυτιμότατο, και από χαλκό και από σίδηρο και από μάρμαρο, 13 και κανέλα και αρωματικές αλοιφές και θυμιάματα και μύρο και λιβάνι και κρασί και λάδι και σιμιγδάλι και σιτάρι και κτήνη και πρόβατα, και ίππους και αμάξια με τέσσερις ρόδες, και σώματα δούλων και ψυχές ανθρώπων. 14 Και τα οπωρικά που πεθυμούσε η ψυχή σου έφυγαν από σένα, και όλες οι νοστιμιές και η λαμπρότητα χάθηκαν από σένα, και ποτέ δε θα τα βρούνε πια. 15 Οι έμποροι τούτων που πλούτισαν από αυτήν, από μακριά θα σταθούν εξαιτίας του φόβου του βασανισμού της, κλαίγοντας και πενθώντας. 16 λέγοντας: «Αλίμονο, αλίμονο στην πόλη τη μεγάλη, τη ντυμένη με ακριβό λινό και πορφυρό και κόκκινο, και επικαλυμμένη με χρυσάφι και πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, 17 γιατί σε μια ώρα ερημώθηκε αυτός ο τόσο πολύς πλούτος». Και κάθε κυβερνήτης και καθένας που πλέει για οποιονδήποτε τόπο και ναύτες και όσοι εργάζονται στη θάλασσα, από μακριά στάθηκαν 18 και έκραζαν, βλέποντας τον καπνό της πυρκαγιάς της, λέγοντας: «Ποια ήταν όμοια με την πόλη τη μεγάλη;» 19 Και έριξαν χώμα πάνω στα κεφάλια τους και έκραζαν, κλαίγοντας και πενθώντας, λέγοντας: «Αλίμονο, αλίμονο στην πόλη τη μεγάλη, με την οποία πλούτισαν όλοι όσοι έχουν τα πλοία στη θάλασσα από τα πολύτιμα πράγματά της, γιατί σε μια ώρα ερημώθηκε». 20 Ευφραίνου γι’ αυτήν, ουρανέ και οι άγιοι και οι απόστολοι και οι προφήτες, γιατί έκρινε ο Θεός την κατηγορία σας που προήλθε εξαιτίας της. 21 Και ένας άγγελος ισχυρός σήκωσε λίθο σαν μυλόπετρα μεγάλη και τον έριξε στη θάλασσα, λέγοντας: «Έτσι με ορμή θα ριχτεί η Βαβυλώνα η μεγάλη πόλη και δε θα βρεθεί πια. 22 Και φωνή κιθαριστών και μουσικών, και αυλητών και σαλπιγκτών δε θ’ ακουστεί μέσα σ’ εσένα πια, και κανένας τεχνίτης καμιάς τέχνης δε θα βρεθεί μέσα σ’ εσένα πια, και ήχος μύλου δε θα ακουστεί μέσα σ’ εσένα πια, 23 και φως λύχνου δε θα φέξει μέσα σ’ εσένα πια, και φωνή γαμπρού και νύφης δε θα ακουστεί μέσα σ’ εσένα πια. Γιατί οι έμποροί σου ήταν οι μεγιστάνες της γης, γιατί με τη μαγεία σου πλανήθηκαν όλα τα έθνη, 24 και μέσα σ’ αυτήν βρέθηκε αίμα προφητών και αγίων και όλων των σφαγμένων επάνω στη γη».

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 19)

1 Μετὰ ταῦτα ἤκουσα ὡς φωνὴν μεγάλην ὄχλου πολλοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ λεγόντων· ἀλληλούϊα· ἡ σωτηρία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, 2 ὅτι ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις αὐτοῦ· ὅτι ἔκρινε τὴν πόρνην τὴν μεγάλην, ἥτις διέφθειρε τὴν γῆν ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς, καὶ ἐξεδίκησε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς. 3 καὶ δεύτερον εἴρηκαν· ἀλληλούϊα· καὶ ὁ καπνὸς αὐτῆς ἀναβαίνει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 4 καὶ ἔπεσαν οἱ εἴκοσι καὶ τέσσαρες πρεσβύτεροι καὶ τὰ τέσσαρα ζῶα καὶ προσεκύνησαν τῷ Θεῷ τῷ καθημένῳ ἐπὶ τῷ θρόνῳ λέγοντες· ἀμήν, ἀλληλούϊα.


1 Μετά από αυτά άκουσα σαν φωνή μεγάλη από πλήθος πολύ στον ουρανό να λένε: «Αλληλούια. η σωτηρία και η δόξα και η δύναμη είναι του Θεού μας, 2 γιατί αληθινές και δίκαιες οι κρίσεις του. γιατί έκρινε την πόρνη τη μεγάλη που διέφθειρε τη γη με την πορνεία της, και εκδικήθηκε το αίμα των δούλων του που χύθηκε από το χέρι της». 3 Και για δεύτερη φορά έχουν πει: «Αλληλούια. και ο καπνός της ανεβαίνει στους αιώνες των αιώνων». 4 Και έπεσαν οι πρεσβύτεροι οι είκοσι τέσσερις και τα τέσσερα ζωντανά όντα και προσκύνησαν το Θεό που κάθεται πάνω στο θρόνο, λέγοντας: «Αμήν, Αλληλούια».

Το γαμήλιο δείπνο του Αρνίου

5 καὶ φωνὴ ἀπὸ τοῦ θρόνου ἐξῆλθε λέγουσα· αἰνεῖτε τὸν Θεὸν ἡμῶν πάντες οἱ δοῦλοι αὐτοῦ καὶ οἱ φοβούμενοι αὐτόν, οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι. 6 Καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ὄχλου πολλοῦ καὶ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῶν ἰσχυρῶν, λεγόντων· ἀλληλούϊα· ὅτι ἐβασίλευσε Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ. 7 χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ, ὅτι ἦλθεν ὁ γάμος τοῦ ἀρνίου καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἡτοίμασεν ἑαυτήν. 8 καὶ ἐδόθη αὐτῇ ἵνα περιβάληται βύσσινον λαμπρὸν καθαρόν· τὸ γὰρ βύσσινον τὰ δικαιώματα τῶν ἁγίων ἐστί. 9 Καὶ λέγει μοι· γράψον, μακάριοι οἱ εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου κεκλημένοι. καὶ λέγει μοι· οὗτοι οἱ λόγοι ἀληθινοὶ τοῦ Θεοῦ εἰσι. 10 Καὶ ἔπεσα ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν αὐτοῦ προσκυνῆσαι αὐτῷ. καὶ λέγει μοι· ὅρα μή· σύνδουλός σού εἰμι καὶ τῶν ἀδελφῶν σου τῶν ἐχόντων τὴν μαρτυρίαν ᾿Ιησοῦ· τῷ Θεῷ προσκύνησον· ἡ γὰρ μαρτυρία τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐστι τὸ πνεῦμα τῆς προφητείας.


5 Και φωνή εξήλθε από το θρόνο, λέγοντας: «Αινείτε το Θεό μας όλοι οι δούλοι του και όσοι τον φοβάστε, οι μικροί και οι μεγάλοι». 6 Και άκουσα σαν φωνή από όχλο πολύ και σαν βοή από νερά πολλά και σαν βοή βροντών ισχυρών να λένε: «Αλληλούια, γιατί βασίλεψε Κύριος ο Θεός μας ο Παντοκράτορας. 7 Ας χαιρόμαστε και ας αγαλλιάζουμε, και ας δώσουμε τη δόξα σ’ αυτόν, γιατί ήρθε ο γάμος του Αρνίου, και η γυναίκα του ετοίμασε τον εαυτό της, 8 και της δόθηκε να ντυθεί εκλεκτό λινό λαμπρό, καθαρό. γιατί το εκλεκτό λινό είναι οι δίκαιες πράξεις των αγίων». 9 Και μου λέει: «Γράψε: Μακάριοι οι καλεσμένοι στο δείπνο του γάμου του Αρνίου». Και μου λέει: «Αυτοί οι λόγοι είναι αληθινοί, του Θεού». 10 Και έπεσα μπροστά στα πόδια του, για να τον προσκυνήσω. Και μου λέει: «Κοίτα μην το κάνεις! Σύνδουλός σου είμαι και των αδελφών σου που έχουν τη μαρτυρία για τον Ιησού. το Θεό προσκύνησε». Γιατί η μαρτυρία για τον Ιησού είναι το πνεύμα της προφητείας.

Ο ιππέας του λευκού ίππου

11 Καὶ εἶδον τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ᾿ αὐτόν, καλούμενος πιστὸς καὶ ἀληθινός, καὶ ἐν δικαιοσύνῃ κρίνει καὶ πολεμεῖ· 12 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός, καὶ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ διαδήματα πολλά, ἔχων ὀνόματα γεγραμμένα, καὶ ὄνομα γεγραμμένον ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ αὐτός, 13 καὶ περιβεβλημένος ἱμάτιον βεβαμμένον ἐν αἵματι, καὶ κέκληται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. 14 καὶ τὰ στρατεύματα τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἠκολούθει αὐτῷ ἐπὶ ἵπποις λευκοῖς, ἐνδεδυμένοι βύσσινον λευκὸν καθαρόν. 15 καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται ρομφαία ὀξεῖα δίστομος, ἵνα ἐν αὐτῇ πατάσσῃ τὰ ἔθνη· καὶ αὐτὸς ποιμανεῖ αὐτοὺς ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ· καὶ αὐτὸς πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος. 16 καὶ ἔχει ἐπὶ τὸ ἱμάτιον καὶ ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον, βασιλεὺς βασιλέων καὶ κύριος κυρίων. 17 Καὶ εἶδον ἕνα ἄγγελον ἑστῶτα ἐν τῷ ἡλίῳ, καὶ ἔκραξεν ἐν φωνῇ μεγάλῃ λέγων πᾶσι τοῖς ὀρνέοις τοῖς πετομένοις ἐν μεσουρανήματι· δεῦτε συνάχθητε εἰς τὸ δεῖπνον τὸ μέγα τοῦ Θεοῦ, 18 ἵνα φάγητε σάρκας βασιλέων καὶ σάρκας χιλιάρχων καὶ σάρκας ἰσχυρῶν καὶ σάρκας ἵππων καὶ τῶν καθημένων ἐπ᾿ αὐτῶν, καὶ σάρκας πάντων ἐλευθέρων τε καὶ δούλων, καὶ μικρῶν τε καὶ μεγάλων. 19 Καὶ εἶδον τὸ θηρίον καὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ τὰ στρατεύματα αὐτῶν συνηγμένα ποιῆσαι τὸν πόλεμον μετὰ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου καὶ μετὰ τοῦ στρατεύματος αὐτοῦ. 20 καὶ ἐπιάσθη τὸ θηρίον καὶ ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τὰ σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν οἷς ἐπλάνησε τοὺς λαβόντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ· ζῶντες ἐβλήθησαν οἱ δύο εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην ἐν θείῳ. 21 καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῇ ρομφαίᾳ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου, τῇ ἐξελθούσῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ· καὶ πάντα τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν αὐτῶν.


11 Και είδα τον ουρανό ανοιγμένο, και ιδού ίππος λευκός και αυτός που κάθεται πάνω του καλείται “Πιστός και Αληθινός”, και με δικαιοσύνη κρίνει και πολεμά. 12 Και οι οφθαλμοί του είναι σαν πύρινη φλόγα, και πάνω στο κεφάλι του διαδήματα πολλά, έχοντας όνομα γραμμένο που κανείς δεν ξέρει παρά μόνο αυτός. 13 Και είναι ντυμένος με ρούχο βαμμένο σε αίμα, και έχει καλεστεί το όνομά του “Ο Λόγος του Θεού”. 14 Και τα στρατεύματα που είναι στον ουρανό τον ακολουθούσαν πάνω σε ίππους λευκούς, ντυμένοι με εκλεκτό λινό λευκό, καθαρό. 15 Και από το στόμα του εκπορεύεται ρομφαία κοφτερή, για να πατάξει με αυτήν τα έθνη, και αυτός θα τους ποιμάνει με ράβδο σιδερένια. Και αυτός πατά το πατητήρι του θυμωμένου κρασιού της οργής του Θεού του Παντοκράτορα. 16 Και έχει πάνω στο ρούχο του και πάνω στο μηρό του ένα όνομα γραμμένο: “Βασιλιάς βασιλιάδων και Κύριος κυρίων”. 17 Και είδα έναν άγγελο να έχει σταθεί στον ήλιο και έκραξε με φωνή μεγάλη, λέγοντας σε όλα τα όρνια που πετούν στα μεσούρανα: «Ελάτε, συναχτείτε στο δείπνο το μεγάλο του Θεού, 18 για να φάτε σάρκες βασιλιάδων και σάρκες χιλίαρχων και σάρκες ισχυρών και σάρκες ίππων και αυτών που κάθονται πάνω τους και σάρκες όλων, ελεύθερων και δούλων και μικρών και μεγάλων». 19 Και είδα το θηρίο και τους βασιλιάδες της γης και τα στρατεύματά τους συναγμένα, για να κάνουν τον πόλεμο με αυτόν που κάθεται πάνω στον ίππο και με το στράτευμά του. 20 Και πιάστηκε το θηρίο και μαζί του ο ψευδοπροφήτης που έκανε τα θαυματουργικά σημεία μπροστά του, με τα οποία πλάνησε εκείνους που έλαβαν το χάραγμα του θηρίου και εκείνους που προσκυνούν την εικόνα του. ζωντανοί ρίχτηκαν οι δύο στη λίμνη της φωτιάς που καίγεται με θειάφι. 21 Και οι λοιποί σκοτώθηκαν με τη ρομφαία αυτού που κάθεται πάνω στον ίππο, η οποία εξήλθε από το στόμα του, και όλα τα όρνια χόρτασαν από τις σάρκες τους.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 20)

Η χιλιετής βασιλεία του Χριστού

1 Καὶ εἶδον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχοντα τὴν κλεῖν τῆς ἀβύσσου καὶ ἅλυσιν μεγάλην ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ. 2 καὶ ἐκράτησε τὸν δράκοντα, τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὅς ἐστι Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην, καὶ ἔδησεν αὐτὸν χίλια ἔτη, 3 καὶ ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὴν ἄβυσσον, καὶ ἔκλεισε καὶ ἐσφράγισεν ἐπάνω αὐτοῦ, ἵνα μὴ πλανᾷ ἔτι τὰ ἔθνη, ἄχρι τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη· μετὰ ταῦτα δεῖ αὐτὸν λυθῆναι μικρὸν χρόνον. 4 Καὶ εἶδον θρόνους, καὶ ἐκάθησαν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ κρῖμα ἐδόθη αὐτοῖς, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πεπελεκισμένων διὰ τὴν μαρτυρίαν ᾿Ιησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ οἵτινες οὐ προσεκύνησαν τὸ θηρίον οὔτε τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔλαβον τὸ χάραγμα ἐπὶ τὸ μέτωπον αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτῶν· καὶ ἔζησαν καὶ ἐβασίλευσαν μετὰ τοῦ Χριστοῦ χίλια ἔτη· 5 καὶ οἱ λοιποὶ τῶν νεκρῶν οὐκ ἔζησαν ἕως τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη. αὕτη ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη. 6 μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἔσονται ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ βασιλεύσουσι μετ᾿ αὐτοῦ χίλια ἔτη.


1 Και είδα άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, έχοντας το κλειδί της αβύσσου και αλυσίδα μεγάλη στο χέρι του. 2 Και κράτησε το δράκο, τον όφη τον αρχαίο, που είναι Διάβολος και ο Σατανάς, και τον έδεσε χίλια έτη 3 και τον έριξε στην άβυσσο και έκλεισε και σφράγισε από πάνω του, για να μην πλανήσει πια τα έθνη μέχρι να τελειώσουν τα χίλια έτη. Μετά από αυτά πρέπει να λυθεί αυτός για λίγο χρόνο. 4 Και είδα θρόνους και κάθισαν πάνω τους και τους δόθηκε η κρίση, και είδα τις ψυχές των πελεκοσφαγμένων για τη μαρτυρία του Ιησού και για το λόγο του Θεού, και οι οποίοι δεν προσκύνησαν το θηρίο ούτε την εικόνα του και δεν έλαβαν το χάραγμα πάνω στο μέτωπο και πάνω στο χέρι τους. Και έζησαν και βασίλεψαν μαζί με το Χριστό χίλια έτη. 5 Οι υπόλοιποι από τους νεκρούς δεν έζησαν μέχρι να τελειώσουν τα χίλια έτη. Αυτή είναι η ανάσταση η πρώτη. 6 Μακάριος και άγιος εκείνος που έχει μέρος στην ανάσταση την πρώτη. πάνω σ’ αυτούς ο δεύτερος θάνατος δεν έχει εξουσία, αλλά θα είναι ιερείς του Θεού και του Χριστού και θα βασιλέψουν μαζί του τα χίλια έτη.

Η ήττα του Σατανά

7 Καὶ ὅταν τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη, λυθήσεται ὁ σατανᾶς ἐκ τῆς φυλακῆς αὐτοῦ, 8 καὶ ἐξελεύσεται πλανῆσαι τὰ ἔθνη τὰ ἐν ταῖς τέσσαρσι γωνίαις τῆς γῆς, τὸν Γὼγ καὶ τὸν Μαγώγ, συναγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον, ὧν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης. 9 καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς γῆς, καὶ ἐκύκλευσαν τὴν παρεμβολὴν τῶν ἁγίων καὶ τὴν πόλιν τὴν ἠγαπημένην· καὶ κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ κατέφαγεν αὐτούς· 10 καὶ ὁ διάβολος ὁ πλανῶν αὐτοὺς ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ θείου, ὅπου καὶ τὸ θηρίον καὶ ὁ ψευδοπροφήτης, καὶ βασανισθήσονται ἡμέρας καὶ νυκτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.


7 Και όταν τελειώσουν τα χίλια έτη, θα λυθεί ο Σατανάς από τη φυλακή του 8 και θα εξέλθει, για να πλανήσει τα έθνη που είναι στις τέσσερις γωνίες της γης, τον Γωγ και Μαγώγ, ώστε να τους συνάξει στον πόλεμο, των οποίων ο αριθμός τους είναι σαν την άμμο της θάλασσας. 9 Και ανέβηκαν πάνω σε όλο το πλάτος της γης και κύκλωσαν το στρατώνα των αγίων και την πόλη την αγαπημένη. και τότε κατέβηκε φωτιά από τον ουρανό και τους κατάφαγε. 10 Και ο Διάβολος που τους πλανά ρίχτηκε στη λίμνη της φωτιάς και του θειαφιού, όπου είναι και το θηρίο και ο ψευδοπροφήτης, και θα βασανιστούν ημέρα και νύχτα στους αιώνες των αιώνων.

Η κρίση μπροστά στο μεγάλο λευκό θρόνο

11 Καὶ εἶδον θρόνον μέγαν λευκὸν καὶ τὸν καθήμενον ἐπ᾿ αὐτῷ, οὗ ἀπὸ προσώπου ἔφυγεν ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός, καὶ τόπος οὐχ εὑρέθη αὐτοῖς. 12 καὶ εἶδον τοὺς νεκρούς, τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικρούς, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου, καὶ βιβλία ἠνοίχθησαν· καὶ ἄλλο βιβλίον ἠνοίχθη, ὅ ἐστι τῆς ζωῆς· καὶ ἐκρίθησαν οἱ νεκροὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τοῖς βιβλίοις κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. 13 καὶ ἔδωκεν ἡ θάλασσα τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτῇ, καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἔδωκαν τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς, καὶ ἐκρίθησαν ἕκαστος κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. 14 καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός· οὗτος ὁ θάνατος ὁ δεύτερός ἐστιν. 15 καὶ εἴ τις οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς γεγραμμένος, ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός.


11 Και είδα θρόνο μεγάλο, λευκό, και αυτόν που κάθεται πάνω του. Από το πρόσωπο αυτού έφυγε η γη και ο ουρανός, και τόπος δε βρέθηκε γι’ αυτούς. 12 Και είδα τους νεκρούς, τους μεγάλους και τους μικρούς, να έχουν σταθεί μπροστά στο θρόνο. Και βιβλία ανοίχτηκαν, και άλλο βιβλίο ανοίχτηκε, το οποίο είναι της ζωής. και κρίθηκαν οι νεκροί από τα γραμμένα στα βιβλία κατά τα έργα τους. 13 Και έδωσε η θάλασσα τους νεκρούς που ήταν σ’ αυτήν, και ο θάνατος και ο άδης έδωσαν τους νεκρούς που ήταν σ’ αυτούς. και κρίθηκαν καθένας κατά τα έργα τους. 14 Και ο θάνατος και ο άδης ρίχτηκαν στη λίμνη της φωτιάς. Αυτός είναι ο θάνατος ο δεύτερος: η λίμνη της φωτιάς. 15 Και αν κάποιος δε βρέθηκε στη βίβλο της ζωής γραμμένος, ρίχτηκε στη λίμνη της φωτιάς.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 21)

Καινούργιος ουρανός και καινούργια γη

1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι. 2 καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν ῾Ιερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς. 3 καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ᾿ αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν ἔσται, 4 καὶ ἐξαλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. 5 Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. καὶ λέγει μοι· γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοί εἰσι. 6 καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. 7 ὁ νικῶν, ἔσται αὐτῷ ταῦτα, καὶ ἔσομαι αὐτῷ Θεὸς καὶ αὐτὸς ἔσται μοι υἱός. 8 τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος.


1 Και είδα καινούργιο ουρανό και καινούργια γη. Γιατί ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη έφυγαν και η θάλασσα δεν υπάρχει πια. 2 Και την πόλη, την άγια Ιερουσαλήμ, καινούργια την είδα να κατεβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό, ετοιμασμένη σαν νύφη κοσμημένη για τον άντρα της. 3 Και άκουσα φωνή μεγάλη από το θρόνο να λέει: «Ιδού η σκηνή του Θεού μαζί με τους ανθρώπους και θα κατασκηνώσει μαζί τους, και αυτοί θα είναι λαοί του και ο ίδιος ο Θεός μαζί τους θα είναι δικός τους Θεός. 4 Και θα εξαλείψει κάθε δάκρυ από τους οφθαλμούς τους, και ο θάνατος δε θα υπάρχει πια ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος δε θα υπάρχει πια. γιατί τα πρώτα έφυγαν». 5 Και είπε αυτός που κάθεται πάνω στο θρόνο: «Ιδού, καινούργια τα κάνω όλα». Και λέει: «Γράψε, γιατί αυτοί οι λόγοι είναι πιστοί και αληθινοί». 6 Και μου είπε: «Έχουν γίνει. Εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα, η αρχή και το τέλος. Εγώ σ’ αυτόν που διψά θα δώσω από την πηγή του νερού της ζωής δωρεάν. 7 Αυτός που νικά θα κληρονομήσει αυτά, και θα είμαι σ’ αυτόν Θεός και αυτός θα μου είναι γιος. 8 Αλλά για τους δειλούς και άπιστους και βδελυρούς και φονιάδες και πόρνους και μάγους και ειδωλολάτρες και για όλους τους ψεύτες, το μέρος τους θα είναι μέσα στη λίμνη που καίγεται με φωτιά και θειάφι: αυτό είναι ο θάνατος ο δεύτερος».

Η καινούργια Ιερουσαλήμ

9 Καὶ ἦλθεν εἷς τῶν ἑπτὰ ἀγγέλων τῶν ἐχόντων τὰς ἑπτὰ φιάλας τὰς γεμούσας τῶν ἑπτὰ πληγῶν τῶν ἐσχάτων, καὶ ἐλάλησε μετ᾿ ἐμοῦ λέγων· δεῦρο δείξω σοι τὴν νύμφην τὴν γυναῖκα τοῦ ἀρνίου. 10 καὶ ἀπήνεγκέ με ἐν πνεύματι ἐπ᾿ ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν, καὶ ἔδειξέ μοι τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν ῾Ιερουσαλὴμ καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, 11 ἔχουσαν τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ· ὁ φωστὴρ αὐτῆς ὅμοιος λίθῳ τιμιωτάτῳ, ὡς λίθῳ ἰάσπιδι κρυσταλλίζοντι· 12 ἔχουσα τεῖχος μέγα καὶ ὑψηλόν, ἔχουσα πυλῶνας δώδεκα, καὶ ἐπὶ τοῖς πυλῶσιν ἀγγέλους δώδεκα, καὶ ὀνόματα ἐπιγεγραμμένα, ἅ ἐστιν ὀνόματα τῶν δώδεκα φυλῶν τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. 13 ἀπ᾿ ἀνατολῶν πυλῶνες τρεῖς, καὶ ἀπὸ βορρᾶ πυλῶνες τρεῖς, καὶ ἀπὸ νότου πυλῶνες τρεῖς, καὶ ἀπὸ δυσμῶν πυλῶνες τρεῖς. 14 καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα, καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου. 15 Καὶ ὁ λαλῶν μετ᾿ ἐμοῦ εἶχε μέτρον κάλαμον χρυσοῦν, ἵνα μετρήσῃ τὴν πόλιν καὶ τοὺς πυλῶνας αὐτῆς καὶ τὸ τεῖχος αὐτῆς. 16 καὶ ἡ πόλις τετράγωνος κεῖται, καὶ τὸ μῆκος αὐτῆς ὅσον καὶ τὸ πλάτος. καὶ ἐμέτρησε τὴν πόλιν ἐν τῷ καλάμῳ ἐπὶ σταδίους δώδεκα χιλιάδων· τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος καὶ τὸ ὕψος αὐτῆς ἴσα ἐστί. 17 καὶ ἐμέτρησε τὸ τεῖχος αὐτῆς ἑκατὸν τεσσαράκοντα τεσσάρων πηχῶν, μέτρον ἀνθρώπου, ὅ ἐστιν ἀγγέλου. 18 καὶ ἦν ἡ ἐνδόμησις τοῦ τείχους αὐτῆς ἴασπις, καὶ ἡ πόλις χρυσίον καθαρόν, ὅμοιον ὑάλῳ καθαρῷ. 19 οἱ θεμέλιοι τοῦ τείχους τῆς πόλεως παντὶ λίθῳ τιμίῳ κεκοσμημένοι· ὁ θεμέλιος ὁ πρῶτος ἴασπις, ὁ δεύτερος σάπφειρος, ὁ τρίτος χαλκηδών, ὁ τέταρτος σμάραγδος, 20 ὁ πέμπτος σαρδόνυξ, ὁ ἕκτος σάρδιον, ὁ ἕβδομος χρυσόλιθος, ὁ ὄγδοος βήρυλλος, ὁ ἔνατος τοπάζιον, ὁ δέκατος χρυσόπρασος, ὁ ἑνδέκατος ὑάκινθος, ὁ δωδέκατος ἀμέθυστος. 21 καὶ οἱ δώδεκα πυλῶνες δώδεκα μαργαρῖται· ἀνὰ εἷς ἕκαστος τῶν πυλώνων ἦν ἐξ ἑνὸς μαργαρίτου. καὶ ἡ πλατεῖα τῆς πόλεως χρυσίον καθαρὸν ὡς ὕαλος διαυγής. 22 Καὶ ναὸν οὐκ εἶδον ἐν αὐτῇ· ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ ναὸς αὐτῆς ἐστι, καὶ τὸ ἀρνίον. 23 καὶ ἡ πόλις οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης ἵνα φαίνωσιν αὐτῇ· ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτήν, καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ ἀρνίον. 24 καὶ περιπατήσουσι τὰ ἔθνη διὰ τοῦ φωτὸς αὐτῆς, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς φέρουσι τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς αὐτήν, 25 καὶ οἱ πυλῶνες αὐτῆς οὐ μὴ κλεισθῶσιν ἡμέρας· νὺξ γὰρ οὐκ ἔσται ἐκεῖ· 26 καὶ οἴσουσι τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῶν ἐθνῶν εἰς αὐτήν. 27 καὶ οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὴν πᾶν κοινὸν καὶ ὁ ποιῶν βδέλυγμα καὶ ψεῦδος, εἰ μὴ οἱ γεγραμμένοι ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου.


9 Και ήρθε ένας από τους εφτά αγγέλους που είχαν τις εφτά φιάλες, που ήταν γεμάτες με τις εφτά πληγές τις έσχατες, και μίλησε μαζί μου λέγοντας: «Έλα, θα σου δείξω τη νύφη, τη γυναίκα του Αρνίου». 10 Και με μετέφερε μέσα σε πνευματική έκσταση πάνω σε όρος μεγάλο και ψηλό και μου έδειξε την πόλη, την άγια Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό, 11 έχοντας την δόξα του Θεού. Η λάμψη του φωτός της είναι όμοια με πολυτιμότατο λίθο σαν λίθο ίασπη που κρυσταλλίζει. 12 Έχει τείχος μεγάλο και ψηλό, έχει δώδεκα πύλες και πάνω στις πύλες δώδεκα αγγέλους, και ονόματα είναι γραμμένα πάνω στις πύλες, που είναι τα ονόματα των δώδεκα φυλών των γιων Ισραήλ. 13 Από ανατολή τρεις πύλες και από βορρά τρεις πύλες και από νότο τρεις πύλες και από δυτικά τρεις πύλες. 14 Και το τείχος της πόλης έχει δώδεκα θεμέλιους λίθους και πάνω τους τα δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου. 15 Κι αυτός που μιλούσε μαζί μου είχε για μέτρο καλάμι χρυσό, για να μετρήσει την πόλη και τις πύλες της και το τείχος της. 16 Και η πόλη κείτεται τετράγωνη, και το μήκος της είναι όσο και το πλάτος. Και μέτρησε την πόλη με το καλάμι. εκτεινόταν σε δώδεκα χιλιάδες στάδια. Το μήκος και το πλάτος και το ύψος της είναι ίσα. 17 Και μέτρησε το τείχος της: ήταν εκατόν σαράντα τέσσερις πήχες με μέτρο ανθρώπινο, που είναι του αγγέλου. 18 Και η εσωτερική δομή του τείχους της είναι από ίασπη και η πόλη από χρυσάφι καθαρό όμοιο με γυαλί καθαρό. 19 Οι θεμέλιοι λίθοι του τείχους της πόλης είναι κοσμημένοι με κάθε πολύτιμο λίθο. Ο θεμέλιος ο πρώτος είναι ίασπης, ο δεύτερος ζαφείρι, ο τρίτος χαλκηδόνιο, ο τέταρτος σμαράγδι, 20 ο πέμπτος σαρδόνυχας, ο έκτος σάρδιο, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος, ο ένατος τοπάζι, ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υάκινθος, ο δωδέκατος αμέθυστος. 21 Και οι δώδεκα πύλες είναι δώδεκα μαργαριτάρια. καθεμιά ξεχωριστά από τις πύλες ήταν από ένα μαργαριτάρι. Και η πλατεία της πόλης είναι χρυσάφι καθαρό σαν γυαλί διαυγές. 22 Και ναό δεν είδα μέσα σ’ αυτή, γιατί ο Κύριος ο Θεός ο Παντοκράτορας είναι ναός της, και το Αρνίο. 23 Και η πόλη δεν έχει ανάγκη τον ήλιο ούτε τη σελήνη, για να φέγγουν σ’ αυτή, γιατί η δόξα του Θεού φώτισε αυτήν και ο λύχνος της είναι το Αρνίο. 24 Και θα περπατήσουν τα έθνη με το φως της, και οι βασιλιάδες της γης θα φέρουν τη δόξα τους σ’ αυτή. 25 Και οι πύλες της δε θα κλειστούν την ημέρα, γιατί νύχτα δε θα υπάρχει εκεί. 26 Και θα φέρνουν τη δόξα και την τιμή των εθνών σ’ αυτή. 27 Και δε θα εισέλθει σ’ αυτήν κανένα πράγμα ακάθαρτο και όποιος κάνει βδέλυγμα και ψέμα παρά μόνο οι γραμμένοι στο βιβλίο της ζωής του Αρνίου.

(ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 22)

1 Καὶ ἔδειξέ μοι ποταμὸν ὕδατος ζωῆς λαμπρὸν ὡς κρύσταλλον, ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀρνίου. 2 ἐν μέσῳ τῆς πλατείας αὐτῆς καὶ τοῦ ποταμοῦ ἐντεῦθεν καὶ ἐκεῖθεν ξύλον ζωῆς, ποιοῦν καρποὺς δώδεκα, κατὰ μῆνα ἕκαστον ἀποδιδοῦν τὸν καρπὸν αὐτοῦ, καὶ τὰ φύλλα τοῦ ξύλου εἰς θεραπείαν τῶν ἐθνῶν. 3 καὶ πᾶν κατάθεμα οὐκ ἔσται ἔτι· καὶ ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀρνίου ἐν αὐτῇ ἔσται, καὶ οἱ δοῦλοι αὐτοῦ λατρεύσουσιν αὐτῷ 4 καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. 5 καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.


1 Και μου έδειξε ποταμό νερού ζωής, λαμπρό σαν κρύσταλλο, που εκπορεύεται από το θρόνο του Θεού και του Αρνίου. 2 Στο μέσο της πλατείας της και δώθε και κείθε του ποταμού ήταν δέντρο ζωής, που κάνει δώδεκα καρπούς, κάθε μήνα αποδίδοντας τον καρπό του. Και τα φύλλα του δέντρου είναι για θεραπεία των εθνών. 3 Και κανένα ανάθεμα δε θα υπάρχει πια. Και ο θρόνος του Θεού και του Αρνίου θα είναι μέσα σ’ αυτήν, και οι δούλοι του θα τον λατρεύουν 4 και θα βλέπουν το πρόσωπό του, και το όνομά του θα είναι πάνω στα μέτωπά τους. 5 Και νύχτα δε θα υπάρχει πια και δεν έχουν ανάγκη από φως λύχνου και από φως ήλιου, γιατί ο Κύριος ο Θεός θα φωτίζει πάνω τους, και θα βασιλεύουν στους αιώνες των αιώνων.

Ο ερχομός του Χριστού

6 Καὶ λέγει μοι· οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοί, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων τῶν προφητῶν ἀπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει. 7 καὶ ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ. μακάριος ὁ τηρῶν τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου. 8 Κἀγὼ ᾿Ιωάννης ὁ ἀκούων καὶ βλέπων ταῦτα. καὶ ὅτε ἤκουσα καὶ ἔβλεψα, ἔπεσα προσκυνῆσαι ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν τοῦ ἀγγέλου τοῦ δεικνύοντός μοι ταῦτα. 9 καὶ λέγει μοι· ὅρα μή· σύνδουλός σού εἰμι καὶ τῶν ἀδελφῶν σου τῶν προφητῶν καὶ τῶν τηρούντων τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου τούτου· τῷ Θεῷ προσκύνησον. 10 Καὶ λέγει μοι· μὴ σφραγίσῃς τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου· ὁ καιρὸς γὰρ ἐγγύς ἐστιν. 11 ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ρυπαρὸς ρυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι. 12 ᾿Ιδοὺ ἔρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθός μου μετ᾿ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἔσται αὐτοῦ. 13 ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος. 14 Μακάριοι οἱ ποιοῦντες τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ἵνα ἔσται ἡ ἐξουσία αὐτῶν ἐπὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, καὶ τοῖς πυλῶσιν εἰσέλθωσιν εἰς τὴν πόλιν. 15 ἔξω οἱ κύνες καὶ οἱ φαρμακοὶ καὶ οἱ πόρνοι καὶ οἱ φονεῖς καὶ οἱ εἰδωλολάτραι καὶ πᾶς ὁ φιλῶν καὶ ποιῶν ψεῦδος. 16 ᾿Εγὼ ᾿Ιησοῦς ἔπεμψα τὸν ἄγγελόν μου μαρτυρῆσαι ὑμῖν ταῦτα ἐπὶ ταῖς ἐκκλησίαις. ἐγώ εἰμι ἡ ρίζα καὶ τὸ γένος Δαυΐδ, ὁ ἀστὴρ ὁ λαμπρὸς ὁ πρωϊνός. 17 Καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ νύμφη λέγουσιν· ἔρχου. καὶ ὁ ἀκούων εἰπάτω· ἔρχου. καὶ ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καὶ ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν. 18 Μαρτυρῶ ἐγὼ παντὶ τῷ ἀκούοντι τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου. ἐάν τις ἐπιθῇ ἐπὶ ταῦτα, ἐπιθήσει ὁ Θεὸς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς πληγὰς τὰς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 19 καὶ ἐάν τις ἀφέλῃ ἀπὸ τῶν λόγων τοῦ βιβλίου τῆς προφητείας ταύτης, ἀφελεῖ ὁ Θεὸς τὸ μέρος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ ἐκ τῆς πόλεως τῆς ἁγίας, τῶν γεγραμμένων ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ. 20 Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· ναὶ ἔρχομαι ταχύ. ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε ᾿Ιησοῦ. 21 ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.


6 Και μου είπε: «Αυτοί οι λόγοι είναι πιστοί και αληθινοί, και ο Κύριος, ο Θεός των πνευμάτων των προφητών, απέστειλε τον άγγελό του, για να δείξει στους δούλους του αυτά που πρέπει να γίνουν γρήγορα». 7 «Και ιδού, έρχομαι γρήγορα. Μακάριος όποιος τηρεί τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου». 8 Κι εγώ ο Ιωάννης είμαι που ακούει και βλέπει αυτά. Και όταν άκουσα και είδα, έπεσα, για να προσκυνήσω μπροστά στα πόδια του αγγέλου που μου έδειχνε αυτά. 9 Και μου λέει: «Κοίτα μην το κάνεις! Σύνδουλός σου είμαι και των αδελφών σου των προφητών και με όσους τηρούν τους λόγους του βιβλίου τούτου, το Θεό προσκύνησε». 10 Και μου λέει: «Μη σφραγίσεις τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου. γιατί ο καιρός είναι κοντά. 11 Όποιος αδικεί ας αδικήσει ακόμα και ο ρυπαρός ας ρυπανθεί ακόμα, και ο δίκαιος ας πράξει δικαιοσύνη ακόμα και ο άγιος ας αγιαστεί ακόμα». 12 «Ιδού έρχομαι γρήγορα, και ο μισθός μου είναι μαζί μου, για να αποδώσω σε καθέναν όπως είναι το έργο του. 13 Εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα, ο πρώτος και ο έσχατος, η αρχή και το τέλος». 14 Μακάριοι όσοι πλένουν τις στολές τους, για να είναι η εξουσία τους πάνω στο δέντρο της ζωής, και για να εισέλθουν στην πόλη από τις πύλες. 15 Έξω οι ομοφυλόφιλοι και οι μάγοι και οι πόρνοι και οι φονιάδες και οι ειδωλολάτρες και καθένας που αγαπά και πράττει το ψεύδος. 16 «Εγώ, ο Ιησούς, έστειλα τον άγγελό μου να μαρτυρήσει σ’ εσάς αυτά για τις εκκλησίες. Εγώ είμαι η ρίζα και ο απόγονος του Δαβίδ, ο αστέρας ο λαμπρός, ο πρωινός». 17 Και το Πνεύμα και η νύφη λένε: «Έλα». Και όποιος ακούει ας πει: «Έλα». Και όποιος διψά ας έρχεται, όποιος θέλει ας λάβει νερό ζωής δωρεάν. 18 Μαρτυρώ εγώ σε καθέναν που ακούει τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου: αν κάποιος προσθέσει σ’ αυτά, θα προσθέσει ο Θεός πάνω του τις πληγές που είναι γραμμένες στο βιβλίο τούτο. 19 Και αν κάποιος αφαιρέσει από τους λόγους του βιβλίου της προφητείας αυτής, θα αφαιρέσει ο Θεός το μέρος του από το δέντρο της ζωής και από την πόλη την άγια, που είναι γραμμένα στο βιβλίο τούτο. 20 Λέει εκείνος που μαρτυρεί αυτά: «Ναι, έρχομαι γρήγορα». Αμήν, έλα Κύριε Ιησού. 21 Η χάρη του Κυρίου Ιησού ας είναι μαζί με όλους.