Είναι

'Οπως άλλωστε συνέβη και με άλλα μοναστήρια έτσι και εδώ ακολούθησε η ρωσική βοήθεια και συγκεκριμένα μια δωρεά και μια άδεια που δόθηκε από την Αικατερίνη Β ' στους Παντοκρατορινούς μοναχούς για τη συγκέντρωση χρημάτων στη Ρωσία το έτος 1762. Δύο καταστρεπτικές πυρκαγιές έγιναν στα χρόνια 1773 η μια και η άλλη πολύ πρόσφατα το 1948. Μετά την πρώτη εργάστηκε πολύ για την ανοικοδόμηση του μοναστηριού ο σκευοφύλακάς του Κύριλλος, ενώ τις ζημιές της δεύτερης επανόρθωσε η Υπηρεσία Αναστηλώσεων. Το σχήμα των κτιριακών εγκαταστάσεων του μοναστηριού είναι ακανόνιστο πολύπλευρο, με τείχος γύρω γύρω και τον οχυρωματικό πύργο στη δυτική πλευρά του. οι περισσότερες οικοδομές του είναι μεταγενέστερες. Το σχετικά μικρό καθολικό, μέσα στο οποίο είναι θαμμένοι οι δύο κτίτορές του Αλέξιος και Ιωάννης, βρίσκεται στο βορεινό μέρος της πλακόστρωτης αυλής. Ακολουθεί τον αγιορειτικό τύπο με μια ιδιομορφία, που διαγράφεται στο διάστημα ανάμεσα στους χορούς των ψαλτών και στο Ιερό Βήμα, που είναι μεγαλύτερο από εκείνο των άλλων καθολικών. επίσης η πρόθεση και το διακονικό σχηματίζουν δυο μικρούς πύργους που στεγάζονται με τρούλλους. Το 1847, εξάλλου, οι δύο νάρθηκες ενώθηκαν σ' ένα και προστέθηκε νέος υαλόφρακτος εξωνάρθηκας. Την εποχή αυτή κτίστηκε με έξοδα του αρχιμανδρίτη Μελετίου και ο πύργος του κωδωνοστασίου που είναι κολλημένος στο νάρθηκα. Οι τοιχογραφίες του ναού, που ανήκουν στον 14o αιώνα, σώζονται σήμερα κάτω από ένα νεότερο στρώμα, ύστερα από την επιζωγράφησή τους το 1854 από τον αγιογράφο Ματθαίο Ιωάννη από τη Νάουσα. Από τις παλαιές εκείνες τοιχογραφίες διακρίνονται οι παραστάσεις της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Δεήσεως και διαφόρων αγίων . Φιάλη αγιασμού, με μορφή που τη συναντούμε στα περισσότερα αθωνικά μοναστήρια, δεν υπάρχει στον Παντοκράτορα. Η τράπεζα είναι ενσωματωμένη στην πλευρά των κελλιών απέναντι από την πρόσοψη του καθολικού , Αυτή ανοικοδομήθηκε το 1741 και τοιχογραφήθηκε ύστερα από 8 χρόνια από μέτριους ζωγράφους. Εκτός από τον κεντρικό ναό το μοναστήρι διαθέτει 8 παρεκκλήσια μέσα στον περίβολό του και άλλα 7 έξω στα διάφορα εξαρτήματά του. Από αυτά το αξιολογότερο είναι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αριστερά της λιτής στο καθολικό, με τοιχογραφίες του έτους 1538, που επιζωγραφήθηκαν το 1868, ’λλα τοιχογραφημένα παρεκκλήσια είναι του Αγίου Νικολάου δίπλα στην είσοδο του μοναστηριού και του Τιμίου Προδρόμου στη νότια πτέρυγά του. Στο δρόμο από το μοναστήρι προς τις Καρυές συναντούμε το συνοικισμό της Καψάλας, που περιλαμβάνει πολυάριθμες μοναχικές καλύβες, από τις οποίες οι 36 υπάγονται στον Παντοκράτορα και οι άλλες σε διάφορες μονές. Ακόμη 15 κελλιά σκορπισμένα μέσα και γύρω από τις Καρυές, από τα οποία ξεχωρίζει το παλαιό μοναστήρι και τώρα κελλί του Ραβδούχου, που είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και στις αρχές του 14oυ αιώνα το βρίσκουμε στη δέκατη τέταρτη θέση ανάμεσα στις μονές της εποχής εκείνης. Ωστόσο θα πρέπει να υπήρχε τουλάχιστο από τον 10o αιώνα, οπότε χρονολογούνται οι παραστάσεις -δυο σταυροί -του παλαιού καθολικού στο υπόγειο του σημερινού ναού, που βρίσκονται στο προηγούμενο στρώμα των τοιχογραφιών , κάτω δηλαδή από αυτές των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που χρονολογούνται στον 12o αιώνα. 'Ενα ακόμη κελλί της ίδιας μονής είναι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ονομάζεται «- Αξιον έστί» και συνδέεται με την ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που προέρχεται από αυτό και φυλάσσεται σήμερα στο Ιερό Βήμα του ναού του Πρωτάτου. Στη μονή Παντοκράτορος ανήκει και η ρωσική κοινόβια σκήτη του Προφήτη Ηλία, που στέκει σε ένα ύψωμα απέναντι από αυτή, σε απόσταση μισής ώρας περίπου. Εκεί υπήρχε άλλοτε κελλί που παραχωρήθηκε το 1757 στον διάσημο Ουκρανό μοναχό και μεγάλο αναμορφωτή ΠαΙσιο Βελιτσκόφσκυ. Ασκητές, κυρίως Μολδαβοί και Ουκρανοί, έγιναν σιγά σιγά μαθητές του και καθώς ο κύκλος γύρω του μεγάλωσε μετέτρεψε το κελλί σε σκήτη και μάλιστα κοινόβια, θεσμός που εμφανίζεται για πρώτη φορά στις σκήτες του
