ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ

Η Αγία Αναστασία η Μεγαλομάρτυς η Φαρμακολύτρια εορτάζει στις 22 Δεκεμβρίου.
Γεννήθηκε στην Ρώμη την εποχή που αυτοκράτορας στην αμαρτωλή και αντίχριστο αυτή πόλη ήταν ο ασεβής τύραννος Διοκλητιανός. Ο αυτοκράτορας εκείνος ήταν από τους πιο
θηριώδεις διώκτες του Χριστιανισμού.
Η οικογένεια της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας ήταν πλούσια και ευγενεστάτη. Ήταν οικογένεια Ρωμαίου συγκλητικού. Ο πατέρας της ονομαζότανε Πραιτεξτάτος και ήταν
δυστυχώς εθνικός, ειδωλολάτρης. Η μητέρα της όμως Φλαβία ήταν Χριστιανή, ευσεβής και γι αυτό την βάφτισε την Αναστασία και την ανέθρεψε σύμφωνα με την Χριστιανική Πίστη.
Η μικρή Αναστασία δυστυχώς έμεινε πολύ ενωρίς ορφανή από την ευσεβή μητέρα της. Ευτυχώς όμως την φροντίδα της περαιτέρω ανατροφής και μορφώσεώς της την ανέλαβε
ένας ενάρετος και συνετός διδάσκαλος και παιδαγωγός ο Χρυσόγονος. Δεν ήταν ένας τυχαίος διδάσκαλος και παιδαγωγός ο Χρυσογόνος.
Η νεαρή κόρη θυμόταν πάντοτε τις συμβουλές της αγίας μητέρας της. Ζούσε κάτω από την καθοδήγηση του σοφού διδασκάλου Χρυσογόνου και προέκοπτε εν παιδεία και
νουθεσία Κυρίου. Γνώριζε τώρα τον Αληθινό Θεό και με πλήρη επίγνωση Τον λάτρευε, καταφρονώντας τα είδωλα. Η Αναστασία είχε κάλλος σώματος. Ήταν ωραία. Ωραιότερη
όμως ήταν στην ψυχή. Γνώριζε τι μεγάλος θησαυρός είναι η παρθενία και πόσον μισθό θα έχουν όσοι μείνουν παρθένοι.
Ο πατέρας της, όπως είπαμε, ήταν μανιακός ειδωλολάτρης και χωρίς η Αναστασία να το θέλει, την πάντρεψε. Της έδωσε κάποιον ειδωλολάτρη, Πόπλιο ονομαζόμενο. Αυτή
προφασιζόταν συχνά ασθένεια και ποτέ δεν θέλησε να έλθει σε σαρκική επικοινωνία με τον ειδωλολάτρη σύζυγο. Έτσι κατόρθωσε και διατήρησε την παρθενία της διά παντός.
Κάθε ημέρα όμως προσευχόταν και φύλαξε τις εντολές του Θεού. Αγωνιζότανε για την σωτηρία της και προσπαθούσε πώς να αρέσει στο Θεό.
Ο Πύπλιος εξάλλου ήταν άσωτος άνθρωπος και την επήρε κυρίως για τα πλούτη της. Έτσι δεν τον πολυαπασχολούσε το ζήτημα της Αναστασίας σαν γυναίκας. Εκείνο, που τον
ενδιέφερε αυτόν, ήταν τα χρήματα της, που σπαταλούσε με άλλες ελεύθερες και κοινές γυναίκες.
Έτσι η Αναστασία επωφελείται την ελευθερία της. Στο σπίτι της ζει ζωή ασκητική, κάτω από τις οδηγίες του Χρυσογόνου, του διδασκάλου της, που ήταν θειος της και διετέλεσε
έπαρχος Θεσσαλονίκης.
Ήταν η μακαρία και ταπεινή. Η ταπείνωση της ήταν τέτοια, που τακτικά ξεντυνόταν τα πολύτιμα και λαμπρά της φορέματα, ντυνόταν φτωχικά για να μη την γνωρίζουν και πήγαινε
με τη δούλη της στις φυλακές.
Εκεί φρόντιζε τους ομολογητές Χριστιανούς. Τους περιποιόταν και τους καθάριζε τις πληγές τους και τα αίματα. Τους καταφιλούσε τις πληγές που είχαν για το Χριστό. Τους
παρηγορούσε και έδινε κουράγιο στους Μάρτυρες και τους βασανιζομένους Χριστιανούς για να μη δειλιάσουν στις πρόσκαιρες τιμωρίες. Τους έδινε τροφές, ενδύματα και ότι
άλλο είχαν ανάγκη. όλα δε αυτά τα έκανε κρυφά και ιδίως την νύκτα, για να μη την πάρουν είδηση.
Πώς το κατόρθωνε; Έδινε αρκετά χρήματα στους δεσμοφύλακες και εκείνοι την άφηναν και έμπαινε ελεύθερα μέσα. Φυσικά, όλα αυτά απαιτούσαν χρήματα και χρήματα πολλά.
Αλλά η Αναστασία τα έδινε με απλοχεριά, και με χαρά.
Μόλις πληροφορήθηκε ο άνδρας της ο Πόπλιος αυτά, την φυλάκισε και δεν την άφηνε να βγαίνει καθόλου έξω. Δεν άφηνε να δει και να μιλήσει με κανένα. Την φυλάκισε με την
κατηγορία, ότι ήταν φαρμακός και ιερόσυλος. Από αυτό ίσως πήρε και το όνομα φαρμακολύτρια. Η Εκκλησία την ονόμασε έτσι διότι έλαβε από τον Θεό δύναμη αργότερα να
θεραπεύει τους πάσχοντες από την δύναμη των δηλητηρίων και των φαρμάκων των φαρμακευτριών, των μαγισσών. Πολλά τέτοια θαύματα αναφέρονται.
Η λύπη της φυλακισμένης Αγίας ήταν ανείπωτη. Στενοχωριόταν αφάνταστα, διότι δεν μπορούσε πια να πηγαίνει στις φυλακές και να περιποιέται τους φυλακισμένους Μάρτυρας.
Δεν μπορούσε να περιποιηθεί και τον διδάσκαλο της Χρυσόγονο, που τον είχε φυλακισμένο και αυτόν ο βασιλιάς, για την πίστι του Χριστού.
Δεν μπορούσε να παρηγορήσει ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε τρόπος να επικοινωνήσουν. Μόνον μέσω μιας γριάς γυναίκας κατόρθωνε και αλληλογραφούσε με τον διδάσκαλο
της. Τον παρακαλούσε να δεηθεί στον Θεό να την λυτρώσει από τον απαίσιο σύζυγο της.

Ο Χρυσόγονος, Χριστιανός ενάρετος και φλογερός, πλημμυρισμένος από τη χάρη του Παντοδυνάμου Θεού παρήγγειλε στην Αγία να έχει υπομονή και της προείπε ότι σε λίγες
μέρες θα πεθάνει ο άνδρας της και ότι θα μείνει τελείως ελεύθερη, ώστε να μπορεί να τρέχει ελεύθερα στις φυλακές και να περιποιέται τις πληγές των μαρτύρων.
Πράγματι ύστερα από λίγες μέρες με διαταγή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού ο άνδρας της Πόπλιος διορίστηκε πρέσβης στους Πέρσες και αναχώρησε για την καινούργια του
θέση. Στο δρόμο όμως προς την Περσία εκείνος σκοτώθηκε. Ύστερα απ’ αυτό η Χριστιανή Αναστασία έμεινε ελεύθερη. Μπορούσε, λοιπόν, τότε να τρέχει παντού όπου την
καλούσε το Χριστιανικό καθήκον.
Ο μανιασμένος Διοκλητιανός πληροφορείται και για τον Χρυσόγονο, ότι καίτοι φυλακισμένος κήρυττε στους φυλακισμένους αντίθετα προς τις βασιλικές διαταγές. Επίσης έμαθε
ότι ενθουσιάζει τους φυλακισμένους και ότι δεν σκέπτεται να υποκύψει στον βασιλιά. Διατάσσει, λοιπόν, τους μεν άλλους να βασανίζουν πολύ, τον δε Χρυσόγονο να τον φέρουν
μπροστά του, σαν κατάδικο στην Ακυϊλία της Ιλλυρίας. Η Ιλλυρία, ήταν η σημερινή Αλβανία και μέρος της Γιουγκοσλαβίας.
Οι στρατιώτες παρέλαβαν τον Χρυσόγονο και τον οδηγούσαν στον αυτοκράτορα. Η Αναστασία ακολουθεί με θαυμαστή γενναιότητα τον διδάσκαλο της. Τον ακολουθεί, λοιπόν,
για να ανακουφίζει τα δεινά του.
Ο Δάσκαλος Χρυσογόνος με καταπληκτική παρρησία ομολόγησε την Πίστη του στον μόνο Αληθινό Θεό, θαύμασε βεβαίως ο βασιλεύς, αλλά τυφλωμένος από την πώρωση και
τον εγωισμό, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν σε έρημο τόπο.
Εκεί κοντά ζούσε ο ασκητής Ιερομόναχος Ζωίλος. Σ’ αυτόν παρουσιάζεται σε δράμα ο Άγιος Χρυσόγονος και του υποδεικνύει τον τόπο, όπου ήταν το άγιο Λείψανο του.
Με ευλάβεια, τότε, παραλαμβάνει το Ιερό Λείψανο και το ενταφιάζει κοντά στο κελί του.
Εκεί κοντά στο μέρος που πέταξαν το Άγιο Λείψανο του μάρτυρος Χρυσογόνου ζούσαν τρεις ενάρετες αδελφές, η Αγάπη, η Χιονία και η Ειρήνη. Ένα μήνα μετά τον ενταφιασμό
του Ιερού Λειψάνου έρχεται με δράμα στον Ιερομόναχο Ζωΐλο ο μάρτυς Χρυσόγονος και του λέγει:
—Ο ασεβής βασιλεύς έμαθε για τις τρεις αδελφές, χριστιανές νέες. Έμαθε, Ζωΐλε, για το χριστιανικό φρόνημα και την αρετή τους και σε 9 μέρες θα τις θανατώσει... Θα έρθει
όμως, για να τις ενισχύσει στην πίστη τους η Αναστασία, η οποία και θα τις ενθαρρύνει στην πορεία τους προς το μαρτύριο... Ετοιμάσου και συ Ζωΐλε, διότι και συ θα έρθεις
σε λίγο κοντά μας για να απολαύσεις τους καρπούς των κόπων σου, για ν’ ανταμειφθείς για τους αγώνες σου τους πνευματικούς και τις στερήσεις σου...
Την ίδια οπτασία είδε και η Αναστασία. Γι’ αυτό, λοιπόν, πήγε αμέσως στο ασκητικό κατοικητήριο του Ζωΐλου και προσκύνησε τον τάφο του Χρυσογόνου.
Εκεί η Αναστασία συνάντησε τις τρεις αδελφές, με τις οποίες εν συνεχεία κατέβηκε προς την Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο είχε την ευκαιρία να μιλήσει μαζί τους, να τις τονώσει και
τις εμψυχώσει στην αγάπη του Χριστού και την απόφαση για μαρτύριο. Είπε στις Χριστιανές νέες, ότι πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν τα μαρτύρια και τον θάνατο υπέρ του Χριστού με
θάρρος, καρτερία, προσευχή και πνεύμα θυσίας. Έτσι και έγινε και οι Αγίες Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη μαρτύρησαν δια πυρός για την Αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Εν τω μεταξύ ο Ζωΐλος κοιμήθηκε εν Κυρίω, όπως του είχε προαναγγείλει στην οπτασία ο Χρυσόγονος.

Έμαθε ο άρχοντας ότι η Αναστασία παρέλαβε τα Λείψανα των Αγίων και τα ενταφίασε και έδωσε διαταγή να φυλακιστεί. Σκόπευε να την τιμωρήσει με βασανιστήρια.
Πληροφορήθηκε, όμως, ότι ήταν από τις ευγενέστερες της Ρώμης. Γι’ αυτό την έστειλε στον Αυτοκράτορα να την δικάσει.
Εκείνος εξέτασε, τι είχε κάμει τα πατρικά της πλούτη. Η μακαρία δε Αναστασία απήντησε με όλη την ειλικρίνεια και το θάρρος της.
—Τα μοίρασα, του είπε, στους φτωχούς αδελφούς μου εν Χριστώ. Σ’ ανθρώπους
δηλ. που είχαν ανάγκη. Σε ψυχές, που υπέφεραν για τη δόξα του Χριστού και που βρισκόντουσαν μέσα στις φυλακές, διότι άγριοι, απολίτιστοι και ειδωλολάτρες τους έστειλαν
στα μπουντρούμια των φυλακών. Έπειτα ήλθα να προσφέρω το σώμα μου να θυσιαστεί για την αγάπη του Χριστού. Άλλο δεν εξουσιάζω να προσφέρω στον Σωτήρα μου.
Ο βασιλιάς την στέλνει στον Έπαρχο. Ο Έπαρχος την καλόπιασε στην αρχή.
—Γιατί, της λέγει, δεν προσκυνάς τους θεούς, που προσκυνούσε και ο πατέρας σου;
—Αυτούς τους θεούς (τα ξόανα) τους έκαψα και τους απάλλαξα από τις αράχνες και τις μύγες, που καθόντουσαν επάνω τους και τους βρωμούσαν.
Αγρίεψε τότε ο Έπαρχος και είπε:
—Μα τους θεούς, εγώ θα την παιδέψω πολύ αυτή την ιερόσυλο.
—Θαυμάζω την εξυπνάδα σου, του είπε η Αγία, διότι αυτήν την καλή πράξη, την ονομάζεις ιεροσυλία. Εάν τα άψυχα ξόανα είχαν αίσθηση και κάποια δύναμη, γιατί δεν
βοηθούσαν τον εαυτόν τους να μη τους κάψω; Και γιατί δεν με τιμωρούσανε, όταν τους έκαιγα.
Ο Έπαρχος, αφού με όλες τις υποσχέσεις, τις κολακείες και τις φοβέρες, που χρησιμοποίησε, δεν μπόρεσε να της αλλάξει το μυαλό, το ανέφερε στον Αυτοκράτορα.
Ο Αυτοκράτορας την παρέδωσε στον ειδωλολάτρη Αρχιερέα του Καπιτωλίου, Ουλπιανό, με την υποχρέωση ή να την κάνει ειδωλολάτρισσα ή να την θανατώσει με όποιον
τρόπο εκείνος νόμιζε καλύτερα.
Για να την παρασύρει εκείνος, διάλεξε και το εξής δελεαστικό, γλυκό και βασανιστικό μαρτύριο: Στο ένα μέρος τοποθέτησε λαμπρά και πολύτιμα γυναικεία φορέματα, με
φανταχτερά στολίδια. Από το άλλο μέρος έστησε διάφορα φονικά όργανα, τηγάνια, καζάνια, τροχούς, ξίφη, εσχάρες, σιδερένια νύχια κ.λ.π. Νόμιζε ο δυστυχής ότι με τα μέσα
αυτά θα την φοβίζει και με τα άλλα θα την δελεάσει.
Η αποτυχία του, όμως, υπήρξε παταγώδης. Διαψεύστηκε στις ελπίδες του ο ταλαίπωρος. Η Αγία δεν φοβήθηκε καθόλου τα φονικά όργανα. Κανένα ίχνος δειλίας η φοβίας
δεν έδειξε. Αντίθετα έμενε σταθερή και ακλόνητη στην απόφαση της να μαρτυρήσει, για την Πίστη του Χριστού. Εν τω μεταξύ τρεις διεφθαρμένες γυναίκες ήρθαν δασκαλεμένες
από τον βασιλέα, με σκοπό να διαστρέψουν την Αγία. Αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε. Η Αγία έμεινε σταθερή και ακλόνητη στο Χριστό.
Αλλά και ο δικαστής ξεκίνησε να μολύνει την Παρθένο. Στο δρόμο, όμως, τυφλώθηκε από τον Κύριο. Οι δε πόνοι ήσαν τρομακτικοί. Μαζεύτηκαν οι γείτονες και τον μετέφεραν στο
σπίτι του ουρλιάζοντας. Δεν μπορούσε, όμως, να ησυχάσει καθόλου από τους πόνους. Κατέφυγε στους ναούς των ειδώλων και ζητούσε βοήθεια. Αλλ’ εις μάτην. Απελπισμένος
παρεκάλεσε και τον μετέφεραν τελευταία σ’ ένα απ’ αυτούς. Εκεί ο ταλαίπωρος εν μέσω φρικτών πόνων ξεψύχησε. Τότε ελευθερώθηκε και η Αναστασία και αποφυλακίστηκε.

Ελεύθερο πουλί πλέον πέταξε η Αναστασία στους αγαπημένους της χώρους των φυλακών των διαφόρων πόλεων, όπου υπήρχαν λευκές, σαν τα κρίνα, χριστιανικές ψυχές
φυλακισμένες για την πίστη τους. Σε μια, όμως, πόλη ήταν φυλακισμένη η μάρτυς Θεοδότη. Αυτή είχε υποστεί πολλά μαρτύρια από ένα κόμη, Λευκάδιο ονόματι.
Η Αναστασία την επισκέφθηκε, της διηγήθηκε τα δικά της βασανιστήρια, την εμψύχωσε και την στερέωσε περισσότερο στην Πίστη και στην απόφαση να μαρτυρήσει.
Πληροφορείται τα συμβάντα ο κόμης Λευκάδιος και φυλακίζει την Αναστασία.
Την Θεοδότη, όμως, την έστειλε δεμένη στον ύπατο της Βιθυνίας. Εκείνος προσπαθεί να την πείσει με διαφόρους τρόπους ν’ αρνηθεί τον Χριστό. Την βασάνισε πολύ.
Αλλ’ εκείνη μένει σταθερή. Η Θεοδότη μαρτύρησε μαζί με τα παιδιά της για την Αγάπη του Χριστού και παρέδωσαν όλοι μαζί τις αγίες ψυχές τους.
Η Αναστασία βρισκόταν τότε στις φυλακές από τον έπαρχο του Ιλλυρικού. Φιλάργυρος άνθρωπος εκείνος προσπάθησε να της πάρει τα χρήματα, που πληροφορήθηκε ότι έχει.
Γι’ αυτό της λέγει:
—Σαν αληθινή Χριστιανή, που είσαι, πρέπει να περιφρονείς τα πλούτη. Δός τα, λοιπόν, σε μένα και θ’ απολαύσεις την ελευθερία σου.
Επήρε όμως την απάντηση, που έπρεπε.
—Ο Κύριος μας είπε να δίνουμε στους φτωχούς τα υπάρχοντα μας. Σ’ εκείνους δηλαδή που έχουν ανάγκη. Συ τώρα δεν έχεις απολύτως καμία ανάγκη. Αν όμως, φτάσεις
σ’ αυτή την κατάσταση, τότε με όλη μου την ψυχή θα σε ενισχύσω.
Θύμωσε τότε ο τύραννος και αμέσως διέταξε να την φυλακίσουν και να της δίνουν ελάχιστο ψωμί. Ίσα να μη πεθάνει. Νόμισε, ο δυστυχής, ότι θα την νικούσε με αυτόν τον
τρόπον. Η Αναστασία, όμως ενισχυόμενη από τον Θεό, έπειτα από ένα μήνα βγήκε από τη φυλακή περισσότερο ακμαία, χαρούμενη και θαρραλέα. Αυτό εκνεύρισε τον άρχοντα
πιο πολύ. Την ξαναφυλακίζει, αντικαθιστά τους δεσμοφύλακες και σφραγίζει τις πόρτες, νομίζοντας, ότι εκείνοι της δίνανε τροφή.
Και πάλιν η Αγία έμεινε προσευχόμενη ημέρα και νύχτα. Η δε Θεοδότη, που προ ολίγου μαρτύρησε, παρουσιαζόταν πολλές φορές στο σκοτεινό κελί της φυλακής και της έδινε
δύναμη. Ετσι και πάλιν μετά ένα μήνα σφριγηλή και ωραία βγήκε από τη φυλακή.

Ο άρχοντας έσκασε από το κακό του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Διατάζει τότε, να την βάλουν σε μια βάρκα με εκατόν είκοσι άλλους καταδίκους ειδωλολάτρες και ένα Χριστιανό,
ονόματι Ευτυχιανό. Να πάνε στα ανοιχτά της θάλασσας, να τρυπήσουν την βάρκα και να τους πνίξουν.
Έτσι και έγινε. Οι στρατιώτες τους πηγαίνουν στα βαθειά, τρυπούν τη βάρκα και τους εγκαταλείπουν, περιμένοντας να βυθιστούν. Αλλ’ ώ των θαυμασίων Σου Χριστέ!!
Εμφανίζεται η Θεοδότη στο τιμόνι και κατευθύνει σταθερά την τρυπημένη βάρκα στο γιαλό.
Οι ειδωλολάτρες είδαν το θαύμα κι πίστευσαν. Παρεκάλεσαν δε την Αναστασία και τον Χριστιανό Ευτυχιανό να τους κατηχήσουν στην Αλήθεια του Χριστού. Έτσι πίστευσαν
όλοι στο Χριστό και οι εκατόν είκοσι.
Τους υπέβαλε σε μαρτύρια διά να αρνηθούν τον Χριστό ο άρχοντας, αλλά όλοι οι μακάριοι τα υπέμειναν. Αυτά τα έμαθε ο Έπαρχος. Μετά τρεις ημέρες διέταξε να αποκεφαλίσουν
τους μόλις πιστεύσαντες, την δε Αναστασία να δέσουν σε πασσάλους και να την κάψουν ζωντανή.
Πράγματι! Την καθήλωσαν κάτω δεμένη και γύρω - γύρω άναψαν φωτιά. Το μαρτύριο ήταν τρομερό, αλλ’ η Αγία το δέχθηκε με χαρά. Κατ’ αυτόν τον τρόπον μέσα στις φλόγες η
Αναστασία παρέδωκε την αγία της ψυχή στο Θεό, που τόσον αγάπησε εδώ. Ήταν η 22α Δεκεμβρίου
Το Λείψανο της Αγίας το πήρε μια ευγενική γυναικεία ψυχή, Απολλωνία λεγομένη, μέσω της συζύγου του έπαρχου. Ενταφίασε το σώμα στον κήπο της, όπου αργότερα έκτισε
Ναό εις τιμήν της. Πού ακριβώς ήταν; Δεν αναφέρεται. Πιθανότατα στις Ιλλυρικές ακτές. Κατά την γνώμη ορισμένων στη Ζάρα, απ’ όπου αργότερα μεταφέρθηκε ατό Σίρμιο, την
πρωτεύουσα του Ιλλυρικού.
Από εκεί το Λείψανο της μετακομίσθηκε επί Πατριάρχου Γενναδίου (457 - 471) και του αυτοκράτορα Λέοντος Α. (457-474) στην Κωνσταντινούπολη. Εναπετέθη στον Ναό της
Αναστάσεως, εκεί που ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ξεφώνησε τους περίφημους Θεολογικούς του Λόγους. Εκεί η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια τελούσε πολλά θαύματα. Από
αυτό ονομάστηκε κατόπιν Ναός της Αγίας Αναστασίας.
Ο Όσιος Μαρκιανός Οικονόμος, σύγχρονος του Λέοντος, ανήγειρε προς τιμήν της Αγίας Αναστασίας Ναό μεγαλοπρεπή, που τον εγκαινίασε ο Πατριάρχης Γεννάδιος.
Η Ι. Μονή της Αγίας Αναστασίας έξω από την Θεσσαλονίκη είναι εις τιμήν της. Εντός αυτής φυλάσσεται η Κάρα της Αγίας και μέρος από το δεξιό πόδι της. Η Μονή αυτή κτίστηκε
το 833 από την Αυτοκράτειρα Θεοφανώ σύζυγο του Λέοντος του Σοφού.