Ο Άγιος Τρύφων ο Μάρτυρας εορτάζει στις 1 Φεβρουαρίου.
Ο Άγιος Τρύφων είναι προστάτης των κήπων, των λάχανων, των σπαρτών και γενικώς της γεωργικής παραγωγής.
Γεννήθηκε στην πόλη Λάμψακο της Φρυγίας. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς, αλλά το παιδί, πού γέννησαν, ήταν ακόμη ευσεβέστερο. Ο Τρύφων, όπως και το όνομά του
φανερώνει, εντρυφούσε στη μελέτη του λόγου του Θεού και ποθούσε την τρυφή των θείων και ουρανίων αγαθών. Γνώριζε ακόμη πολύ καλά την κοσμική σοφία. Φαίνεται,
ότι σπούδασε και εξασκούσε στη ζωή του την ιατρική επιστήμη. Εργαζότανε όμως με ζήλο για την διάδοση της χριστιανικής θρησκείας μεταξύ των ειδωλολατρών.
Το μεγαλύτερο όμως όπλο, πού διέθετε στη διάδοση της χριστιανικής πίστεως, ήταν η κυριαρχία του στα έργα του Σατανά. Ήταν το φόβητρο των δαιμόνων. Στο άκουσμα
του ονόματος του και μόνον, οι δαίμονες ταράσσονταν και χάνονταν από προσώπου της γης.
Όταν ο αυτοκράτορας Γορδιανός, πληροφορήθηκε για τις θαυματουργικές ικανότητες τού Τρύφωνα, τον παρακάλεσε να πάει στον τόπο του και να θεραπεύσει την άρρωστη
κόρη του. Αφού ο Άγιος γιάτρεψε την κόρη του αυτοκράτορα αυτός του έκανε πολλές δωρεές και διέταξε τον έπαρχο Πομπηϊανόν μαζί με άλλους άρχοντας να τον οδηγήσουν
πάλι στο τόπο του. Στην επιστροφή του ο Άγιος μοίρασε στους φτωχούς, πού συναντούσε στο δρόμο, όλα τα χρήματα, πού του χάρισε ο βασιλεύς, χωρίς να κρατήσει ούτε
δραχμή για τον εαυτό του.
Όταν έφτασε στο σπίτι του, ζούσε όπως και πρώτα. Θεράπευε τους ασθενείς και οδηγούσε τους πλανεμένους στην αλήθεια. Αυτό ήτανε το κύριο έργο του, να διαδώσει την
πίστη του Χριστού και να φέρει τον κόσμο κοντά Του για να σωθούν. Έτσι περάσανε πολλά χρόνια.
Μετά από το θάνατο του Γορδιανού, βασίλευσε για λίγο ο ευσεβής Φίλιππος και στη συνέχεια έλαβε τη βασιλεία ο Δέκιος. Σκοτάδι πνευματικό και πόλεμος κατά των Χριστιανών
βασίλευε παντού σ’ όλη την οικουμένη. Όταν οι διωγμοί μεγάλωσαν, πήγαν μερικοί μισόχριστοι στον έπαρχο της Ανατολής, τον Ακυλίνο και του κατήγγειλαν τα εξής: Στη
Λάμψακο, του είπαν, υπάρχει κάποιος μορφωμένος άνθρωπος. Είναι γιατρός στο επάγγελμα. Αυτός περιφρονεί τους βασιλείς, εμπαίζει τους μεγάλους θεούς και προσκυνάει
τον Χριστό. Τούτον ομολογεί, ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Πολλοί από αυτόν ξεγελάσθηκαν και ασέβησαν προς τους θεούς.
Αμέσως τότε ο Ακυλίνος έστειλε γράμματα απειλητικά. Διέταξε να ερευνήσουν παντού σ’ όλα τα μέρη για να τον βρουν και να του τον αποστείλουν εκεί το συντομότερο.
Ο Άγιος, μόλις άκουσε, ότι τον ζητούσαν οι διώκτες της πίστεως, δεν έφυγε για να κρυφτεί στα δάση και τις σπηλιές. Αντίθετα οπλίστηκε με τη δύναμη της προσευχής και
έτσι χαρούμενος παραδίδεται μόνος του στους διώκτες του, οι οποίοι ευχαριστημένοι τον έφεραν στον έπαρχο, πού είχε την έδρα του στη Νίκαια.
Όταν παρουσίασαν τον Άγιο στο κριτήριο, τον ρώτησε ο έπαρχος να πει το όνομά του, την πίστη του, την τύχη του (εννοούσε την οικονομική κατάσταση) και το επάγγελμα
και την πατρίδα του. Ο Άγιος του είπε:
— Ονομάζομαι Τρύφων και κατάγομαι από τη Λάμψακο. Όσο για την τύχη μου, έχω να σού απαντήσω, ότι εμείς οι Χριστιανοί δεν πιστεύουμε σ’ αυτήν, διότι απλούστατα δεν
υπάρχει. Εμείς αντίθετα πιστεύουμε, ότι όλα έγιναν με τάξη και αρμονία από τον Παντοδύναμον Θεόν, ο οποίος κυβερνά όλον τον κόσμο με τη σοφία Του. Δεν κυβερνάται από
την τύχη. Όχι. Πιστεύω ακόμη, ότι είμαι ελεύθερος άνθρωπος και ότι δεν είμαι δούλος κανενός, παρά μόνον του Χριστού, ο οποίος για μένα είναι ο στέφανος, η δόξα και το
καύχημά μου.
Ο τύραννος αφού πρώτα προσπάθησε να τον εκφοβίσει με τα μαρτυρία και αφού τον είδε στερεό στην Πίστη του, προστάζει τότε να κρεμάσουν τον Άγιο στο ξύλο, και να τον
χτυπάνε με τα σπαθιά. Εκείνος αμέσως έβγαλε τα ρούχα του και δέχθηκε με προθυμία και καρτερικότητα να τον σπαθίζουν λίγο - λίγο επί τρεις ολόκληρες ώρες. Δεν έβγαλε
όμως ο Άγιος ούτε μια φωνή. Ο δε έπαρχος έλεγε.
— Άλλαξε μυαλό, Τρύφωνα και μην είσαι υπερήφανος. Προσκύνησε τους θεούς, γιατί εκείνος πού έρχεται κόντρα στα βασιλικά προστάγματα πεθαίνει με φρικτό θάνατο.
Το ακούς;
Ο Άγιος με θαυμαστό θάρρος, του αποκρίθηκε:
— Άκουσε, Τύραννε: Όποιος δεν εφαρμόζει το θέλημα του Θεού, θα πεθάνει με θάνατον αιώνιο, διότι είναι ουράνιος βασιλεύς και οποίος τον αρνηθεί χάνει την αιώνιο ζωήν
για να τιμωρείται εις τους αιώνας των αιώνων.
—Δεν υπάρχει άλλος ουράνιος Θεός, λέγει ο έπαρχος, παρά μόνον ο Μέγας Δίας, ο γιος του Κρόνου και της Ρέας. Αυτός είναι πατέρας όλων των ανθρώπων και των άλλων
θεών και οποίος απειθαρχήσει σ αυτόν είναι αδύνατον να ζήση. Και συ, λοιπόν, να υποταχθείς σ’ αυτόν, για να μπορέσεις να έχεις πάντοτε ζωή γλυκύτατη.
Σ’ αυτά τα λόγια του τυράννου απαντάει ο Άγιος:
— Ας του μοιάσουν όλοι, όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν και τον νομίζουν για θεό. Διότι, καθώς αναφέρουν τα βιβλία σας, αυτός ήταν ένας βρωμερός και ακάθαρτος και δεν άφησε
καμία αμαρτία και κακία, πού να μη την κάνει. Όταν δε πέθανε, του έστησαν χρυσά και αργυρά είδωλα εκείνοι, πού ποθούσαν τα σιχαμερά και γεμάτα αισχύνη έργα του. Τον
ονόμασαν μάλιστα και θεό, για να δικαιολογήσουν μ’ αυτόν τον τρόπον τις ασέλγειες και τις αισχρότητες του. Το ίδιο έκαμαν και για όλους τους ψεύτικους θεούς σας. Σ’ αυτήν
την πλάνη βαδίζετε και σεις. Σεις προσκυνάτε και προσεύχεστε στα ξύλα και στις πέτρες πού ούτε ακούνε, ούτε αισθάνονται.
Έχετε περιφρονήσει, δύστυχοι, τον αληθινό και ζώντα Θεό, πού στερέωσε τον ουρανό και θεμελίωσε την γη και δημιούργησε ολόκληρη την οικουμένη. Αυτός έπλασε τον
άνθρωπο και τον ανέπλασε κατόπιν από καλοσύνη Του. Διότι βλέποντας ότι τον πλάνεψε ο διάβολος και τον έκαμε να φύγει εξόριστος από τον Παράδεισο, καταδέχθηκε να
γίνει άνθρωπος. Σταυρώθηκε και ετάφη θεληματικά. Αναστήθηκε κατόπιν σαν Παντοδύναμος πού είναι, από τους νεκρούς και ανέβηκε στους ουρανούς.
Εκεί, λοιπόν, υμνείται και δοξολογείται ακατάπαυστα από τους Αγίους Αγγέλους. Όταν όμως έλθει το πλήρωμα του χρόνου, πού τούτο μόνον Αυτός το ξέρει, τότε θα ξανάρθει
και πάλι απ’ τα ουράνια, όχι πια φτωχός και ταπεινός, όπως την πρώτη φορά, αλλά με δύναμη ανείπωτη και δόξα θεϊκή, για να κρίνει όλον τον κόσμο. Θα αποδώσει τότε στον
καθένα κατά τα έργα του.
Αυτός είναι ο Θεός ο αληθινός, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων ο Κύριος των κυριευόντων, ο δικαιότατος Κριτής ζώντων και νεκρών. Αυτοί δε, πού προσκυνάτε σεις και σέβεστε
για θεούς, είναι άψυχα ξόανα, έργα ανθρωπίνων χειρών και ευρήματα των πονηρών δαιμόνων. Αυτοί σας οδηγούν στην απώλεια και στη καταστροφή.
Και όλα αυτά τα έλεγε ο Άγιος πάνω από το ξύλο κρεμασμένος.
Σαν τ’ άκουσε ο έπαρχος, θύμωσε. Διατάσσει τότε αμέσως να κατεβάσουν τον Άγιο από το ξύλο, πού το είχε μεταβάλει σε άμβωνα και να τον σύρουν δεμένο κοντά του στο
κυνήγι, πού θα πήγαινε. Ο Άγιος Τρύφων υπέφερε πάρα πολύ γιατί περπατούσε ξυπόλυτος. Και τα πόδια του, πού ήταν ματωμένα και πληγωμένα από τα προηγούμενα
βασανιστήρια, τώρα κατά ξεσχίζονταν από τα ξύλα και τις πέτρες και από την κακοκαιρία. Ήταν χειμώνας. Πολλές φορές μάλιστα τον πατούσαν και τα άλογα. Δοκίμαζε πόνους
φρικτούς, αλλά τα υπέφερε όλα, για τη δόξα του Χριστού.
Αφού εβλεπε ότι ο μάρτυρας επέμενε, πρόσταξε να τον φυλακίσουν, ώσπου να γίνει νέα εξέτασης.
Μετά από λίγες μέρες, ο έπαρχος θέλοντας να πάει στη Νίκαια, απόσταξε να φέρουν εκεί και τον μάρτυρα δεμένο. Όταν πλησίασαν στην πόλη, τον ρώτησε ο τύραννος.
— Μήπως σε δίδαξε, Τρύφων, ο καιρός πού πέρασε, να υπακούσεις στους βασιλείς και να προσκυνήσεις τους σωτήρες σου θεούς η συνεχίζεις να είσαι απείθαρχος
και φιλόνικος;
— Ο Κύριος, αποκρίθηκε ο Άγιος, και Θεός μου Ιησούς Χριστός, τον οποίον λατρεύω από την καρδιά μου και με ξεκάθαρο το νου, με νουθέτησε να τον ομολογώ και να μένω
στη πίστη μου, σ' Αυτόν στερεός και ακλόντος. Εγώ Αυτόν μόνον αναγνωρίζω Βασιλέα και Θεό μου.
Δεν δίνω σημασία στα βασανιστήρια, πού υποφέρω από σένα, και περιφρονώ τις διαταγές του Αυτοκράτορα. Τούς θεούς σου τους σιχαίνομαι και τους αηδιάζω, γιατί είναι
καταγέλαστοι.
Όταν έφτασαν στην πόλη ο τύραννος είπε στον Άγιο να θυσιάσει στους θεούς αλλά ο Άγιος ομολογούσε σταθερά τον Χριστό. Τότε οργίστηκε ο έπαρχος και διέταξε και
κάρφωσαν στα πόδια του Μάρτυρος καρφιά και άλλα σίδερα. Κατόπιν δέρνοντάς τον, τον έσερναν μέσα στην πόλη. Ο Μάρτυς του Χριστού Τρύφων υπέφερε πάρα πολύ.
Δοκίμασε πόνο, πού δεν περιγράφεται. Έτρεχαν τα αίματα στη Γή και κοκκίνιζε το χώμα. Η μεγάλη όμως αγάπη και ο πόθος του για τον Χριστό τον έκαμνε να μην υπολογίζει
τα βασανιστήρια και τους σωματικούς πόνους. Τούς θεωρούσε σαν δροσιά και αναψυχή της ψυχής, ο ανίκητος αυτός αγωνιστής του Χριστού.
Τότε πάλιν οργισμένος ο άρχοντας διέταξε να τον υποβάλουν σε νέα βασανιστήρια. Του τραβούσαν τα χέρια και του εξάρθρωσαν τους αγκώνες του. Τον έδερναν αλύπητα με
ραβδιά. Κατόπιν άρχισαν να τον καίνε με λαμπάδες αναμμένες. Τότε συνέβη θαύμα καταπληκτικό, για να ενισχυθεί ο Άγιος και να πιστέψουν πιο πολύ οι πιστοί. Την ώρα δηλαδή,
πού οι δήμιοι βασάνιζαν τον Άγιο με μεγάλη σκληρότητα και ασπλαχνία, ξαφνικά φάνηκε να κατεβαίνει απ' τον ουρανό προς αυτόν ένας φωτοστέφανος, πού λαμποκοπούσε από
τους πολύτιμους λίθους και τις λαμπερές διαμαντόπετρες. Μόλις το είδαν οι στρατιώτες, πού τον βασάνιζαν, έπεσαν κατά γης όλοι φοβισμένοι και έντρομοι. Τότε ο Άγιος γεμάτος
θάρρος και αγαλλίαση από τη θεία χάρι, την οποία έβλεπε να τον επισκιάζει, δόξαζε το Θεό, λέγοντας:
— Σε ευχαριστώ, Κύριέ μου, διότι κατά την ημέρα του μαρτυρίου μου δεν με εγκατέλειψες στα χέρια των εχθρών μου, αλλά με σκέπασες με τη Χάρι Σου και με βοήθησες.
Σε παρακαλώ, Κύριε, να μου παρασταθείς και τώρα. Ενίσχυσε με να συνεχίσω μέχρι τέλους τον αγώνα μου, για να αξιωθώ και εγώ να χαρώ τον στέφανο της δικαιοσύνης μετά
των φίλων Σου, πού αγάπησαν το Πανάγιο Όνομα Σου. Διότι Συ μόνος είσαι δοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν.
Βλέποντας αυτά ο πωρωμένος τύραννος, δοκίμαζε πάλιν με κολακείες να νικήσει τον αήττητο αθλητή του Χριστού αλλά και πάλι δεν κατάφερε τίποτα . Πρόσταξε πάλι να τον
σπαθίζουν σκληρότερα. Αλλά μάταια κοπίαζε. Διότι όλα τα βασανιστήρια και όλους τους φρικτούς πόνους τα θεωρούσε ο μακάριος Τρύφων τρυφάς και ηδονάς από τον ένθεον
έρωτα, πού φλόγιζε την καρδιά του.
Κατάλαβε, λοιπόν, ο τύραννος, ότι ο Μάρτυς έμεινε σταθερός και ανίκητος. Κουράστηκε να πολεμάει με το λιοντάρι και δίδει την τελική απόφαση: «Νά ἀποκεφαλισθῆ ἔξω ἀπό
τήν πόλι». Τον πήραν τότε οι δήμιοι και τον πήγανε στον τόπο της καταδίκης. Ύψωσε τότε ολίγον τα χέρια και έστρεψε το βλέμμα του κατά την Ανατολή και προσευχήθηκε με
τούτα τα λόγια:
— Δέσποτα, Κύριε, συ πού είσαι ο Θεός των θεών, ο Βασιλεύς των βασιλέων, ο Άγιος των Αγίων, σε ευχαριστώ πού με αξίωσες να τελειώσω τον αγώνα αυτόν, δίχως να
αμαρτήσω. Βοήθησε με τούτη την ύστατη στιγμή να μη με εμπόδιση ο πονηρός και επίβουλος διάβολος και με καταβύθιση στον βυθό της απωλείας. Ας πάρουν την ψυχή μου
άγγελοι φωτεινοί και να τη φέρουν στα αγαπητά και μυριοπόθητα σκηνώματα Σου. Όσοι δε με ενθυμούνται εμένα τον ανάξιο δούλο σου και προσφέρουν εις σε θυσίας δεκτάς,
φύλαξέ τους μέσα στη γενεά αυτή την άσεβη και παράνομη και δώσε τους εδώ μεν πλούσιες τις ευεργεσίες Σου, δικαίαν δε στην άλλη ζωή ανταπόδοση. Διότι συ είσαι ο μόνος
αγαθός, πού μας δίδεις με μεγάλη απλοχεριά όλα τα αγαθά, πού μας χρειάζονται.
Αφού προσευχήθηκε ο μέγας αυτός αθλητής του Χριστού και προσεκύνησε την θεία Μεγαλειότητα, παρέδωσε στον Πλάστη Του την μακαρίαν ψυχήν του. Ήταν το έτος 250 μ.Χ.
Μαρτύρησε επί της βασιλείας του αιμοχαρούς Δεκίου.
Παρέδωσε ο Άγιος Τρύφων το πνεύμα του προτού τον αποκεφαλίσει ο δήμιος. Και τούτο για να μη φανεί, ότι τον θανάτωσε ο τύραννος, αλλά ότι τελειωθεί με θείον θέλημα.
Τότε οι πιστοί πού ήσαν εκεί στη Νίκαια τύλιξαν σε καθαρό σεντόνι και άλειψαν με αρώματα το τίμιο λείψανο του. Ήθελαν να το ενταφιάσουν εκεί, διά να το έχουν σαν θησαυρό
πολύτιμο και άγιο φυλακτό. Δεν το ήθελε, όμως, ο Άγιος. Παρουσιάσθηκε σε όραμα και τους είπε να το πάνε στη Λάμψακο, την πατρίδα του. Έκαμαν, λοιπόν, όπως τους
πρόσταξε ο Άγιος. Το μετέφεραν και το ενταφίασαν εκεί στη Λάμψακο. Στον τόπο αυτόν έγιναν πολλά θαύματα.
Στην Κωνσταντινούπολη κτίσθηκαν προς τιμήν του Αγίου Τρύφωνος ναοί. Ο ένας μάλιστα κτίσθηκε υπό του Ιουστινιανού (527 - 565) και ο άλλος υπό του Ιουστίνου β΄
(565 - 578). Υπήρχε δε εκεί επίσης, από παλαιά και Μοναστήρι επ’ ονόματι του Αγίου. Τα λείψανα του Αγίου ευρίσκοντο στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου διεκομίσθησαν
αργότερα στον ναό του Αγίου Πνεύματος στην Ρώμη.
Ο εξορκισμός του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος εις κήπους, αμπελώνας και χωράφια
Ο Άγιος Τρύφων είχε λάβει ειδική χάριν από τον Θεό, όταν ζούσε ακόμη να επισκέπτεται και να απαλλάσσει τους κήπους, τα αμπέλια και τα χωράφια από τα ερπετά και από
τας διαφόρους ασθενείας των, πού τα απειλούσαν με αφανισμό. Την χάριν αυτήν την διατήρησε πολύ περισσότερο τώρα, πού βρίσκεται κοντά στο Θεό. Οι πιστοί εις τοιαύτας
περιστάσεις καταφεύγουν εις τον Άγιο Τρύφωνα, κάμνουν λειτουργία, ανάβουν το καντήλι. Και μετά την Θείαν Λειτουργίαν, σημειώνει το Ευχολόγιον, λαβών ο Ιερεύς έλαιον εκ
των κανδηλών και ύδωρ των Άγιων Θεοφανείων, και επιρραίνων σταυροειδώς το χωράφιον ή το αμπέλιον ή τον κήπον, λέγει τάς ευχάς.
Γεννήθηκε στην πόλη Λάμψακο της Φρυγίας. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς, αλλά το παιδί, πού γέννησαν, ήταν ακόμη ευσεβέστερο. Ο Τρύφων, όπως και το όνομά του
φανερώνει, εντρυφούσε στη μελέτη του λόγου του Θεού και ποθούσε την τρυφή των θείων και ουρανίων αγαθών. Γνώριζε ακόμη πολύ καλά την κοσμική σοφία. Φαίνεται,
ότι σπούδασε και εξασκούσε στη ζωή του την ιατρική επιστήμη. Εργαζότανε όμως με ζήλο για την διάδοση της χριστιανικής θρησκείας μεταξύ των ειδωλολατρών.
Το μεγαλύτερο όμως όπλο, πού διέθετε στη διάδοση της χριστιανικής πίστεως, ήταν η κυριαρχία του στα έργα του Σατανά. Ήταν το φόβητρο των δαιμόνων. Στο άκουσμα
του ονόματος του και μόνον, οι δαίμονες ταράσσονταν και χάνονταν από προσώπου της γης.
Όταν ο αυτοκράτορας Γορδιανός, πληροφορήθηκε για τις θαυματουργικές ικανότητες τού Τρύφωνα, τον παρακάλεσε να πάει στον τόπο του και να θεραπεύσει την άρρωστη
κόρη του. Αφού ο Άγιος γιάτρεψε την κόρη του αυτοκράτορα αυτός του έκανε πολλές δωρεές και διέταξε τον έπαρχο Πομπηϊανόν μαζί με άλλους άρχοντας να τον οδηγήσουν
πάλι στο τόπο του. Στην επιστροφή του ο Άγιος μοίρασε στους φτωχούς, πού συναντούσε στο δρόμο, όλα τα χρήματα, πού του χάρισε ο βασιλεύς, χωρίς να κρατήσει ούτε
δραχμή για τον εαυτό του.
Όταν έφτασε στο σπίτι του, ζούσε όπως και πρώτα. Θεράπευε τους ασθενείς και οδηγούσε τους πλανεμένους στην αλήθεια. Αυτό ήτανε το κύριο έργο του, να διαδώσει την
πίστη του Χριστού και να φέρει τον κόσμο κοντά Του για να σωθούν. Έτσι περάσανε πολλά χρόνια.
Μετά από το θάνατο του Γορδιανού, βασίλευσε για λίγο ο ευσεβής Φίλιππος και στη συνέχεια έλαβε τη βασιλεία ο Δέκιος. Σκοτάδι πνευματικό και πόλεμος κατά των Χριστιανών
βασίλευε παντού σ’ όλη την οικουμένη. Όταν οι διωγμοί μεγάλωσαν, πήγαν μερικοί μισόχριστοι στον έπαρχο της Ανατολής, τον Ακυλίνο και του κατήγγειλαν τα εξής: Στη
Λάμψακο, του είπαν, υπάρχει κάποιος μορφωμένος άνθρωπος. Είναι γιατρός στο επάγγελμα. Αυτός περιφρονεί τους βασιλείς, εμπαίζει τους μεγάλους θεούς και προσκυνάει
τον Χριστό. Τούτον ομολογεί, ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Πολλοί από αυτόν ξεγελάσθηκαν και ασέβησαν προς τους θεούς.
Αμέσως τότε ο Ακυλίνος έστειλε γράμματα απειλητικά. Διέταξε να ερευνήσουν παντού σ’ όλα τα μέρη για να τον βρουν και να του τον αποστείλουν εκεί το συντομότερο.
Ο Άγιος, μόλις άκουσε, ότι τον ζητούσαν οι διώκτες της πίστεως, δεν έφυγε για να κρυφτεί στα δάση και τις σπηλιές. Αντίθετα οπλίστηκε με τη δύναμη της προσευχής και
έτσι χαρούμενος παραδίδεται μόνος του στους διώκτες του, οι οποίοι ευχαριστημένοι τον έφεραν στον έπαρχο, πού είχε την έδρα του στη Νίκαια.
Όταν παρουσίασαν τον Άγιο στο κριτήριο, τον ρώτησε ο έπαρχος να πει το όνομά του, την πίστη του, την τύχη του (εννοούσε την οικονομική κατάσταση) και το επάγγελμα
και την πατρίδα του. Ο Άγιος του είπε:
— Ονομάζομαι Τρύφων και κατάγομαι από τη Λάμψακο. Όσο για την τύχη μου, έχω να σού απαντήσω, ότι εμείς οι Χριστιανοί δεν πιστεύουμε σ’ αυτήν, διότι απλούστατα δεν
υπάρχει. Εμείς αντίθετα πιστεύουμε, ότι όλα έγιναν με τάξη και αρμονία από τον Παντοδύναμον Θεόν, ο οποίος κυβερνά όλον τον κόσμο με τη σοφία Του. Δεν κυβερνάται από
την τύχη. Όχι. Πιστεύω ακόμη, ότι είμαι ελεύθερος άνθρωπος και ότι δεν είμαι δούλος κανενός, παρά μόνον του Χριστού, ο οποίος για μένα είναι ο στέφανος, η δόξα και το
καύχημά μου.
Ο τύραννος αφού πρώτα προσπάθησε να τον εκφοβίσει με τα μαρτυρία και αφού τον είδε στερεό στην Πίστη του, προστάζει τότε να κρεμάσουν τον Άγιο στο ξύλο, και να τον
χτυπάνε με τα σπαθιά. Εκείνος αμέσως έβγαλε τα ρούχα του και δέχθηκε με προθυμία και καρτερικότητα να τον σπαθίζουν λίγο - λίγο επί τρεις ολόκληρες ώρες. Δεν έβγαλε
όμως ο Άγιος ούτε μια φωνή. Ο δε έπαρχος έλεγε.
— Άλλαξε μυαλό, Τρύφωνα και μην είσαι υπερήφανος. Προσκύνησε τους θεούς, γιατί εκείνος πού έρχεται κόντρα στα βασιλικά προστάγματα πεθαίνει με φρικτό θάνατο.
Το ακούς;
Ο Άγιος με θαυμαστό θάρρος, του αποκρίθηκε:
— Άκουσε, Τύραννε: Όποιος δεν εφαρμόζει το θέλημα του Θεού, θα πεθάνει με θάνατον αιώνιο, διότι είναι ουράνιος βασιλεύς και οποίος τον αρνηθεί χάνει την αιώνιο ζωήν
για να τιμωρείται εις τους αιώνας των αιώνων.
—Δεν υπάρχει άλλος ουράνιος Θεός, λέγει ο έπαρχος, παρά μόνον ο Μέγας Δίας, ο γιος του Κρόνου και της Ρέας. Αυτός είναι πατέρας όλων των ανθρώπων και των άλλων
θεών και οποίος απειθαρχήσει σ αυτόν είναι αδύνατον να ζήση. Και συ, λοιπόν, να υποταχθείς σ’ αυτόν, για να μπορέσεις να έχεις πάντοτε ζωή γλυκύτατη.
Σ’ αυτά τα λόγια του τυράννου απαντάει ο Άγιος:
— Ας του μοιάσουν όλοι, όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν και τον νομίζουν για θεό. Διότι, καθώς αναφέρουν τα βιβλία σας, αυτός ήταν ένας βρωμερός και ακάθαρτος και δεν άφησε
καμία αμαρτία και κακία, πού να μη την κάνει. Όταν δε πέθανε, του έστησαν χρυσά και αργυρά είδωλα εκείνοι, πού ποθούσαν τα σιχαμερά και γεμάτα αισχύνη έργα του. Τον
ονόμασαν μάλιστα και θεό, για να δικαιολογήσουν μ’ αυτόν τον τρόπον τις ασέλγειες και τις αισχρότητες του. Το ίδιο έκαμαν και για όλους τους ψεύτικους θεούς σας. Σ’ αυτήν
την πλάνη βαδίζετε και σεις. Σεις προσκυνάτε και προσεύχεστε στα ξύλα και στις πέτρες πού ούτε ακούνε, ούτε αισθάνονται.
Έχετε περιφρονήσει, δύστυχοι, τον αληθινό και ζώντα Θεό, πού στερέωσε τον ουρανό και θεμελίωσε την γη και δημιούργησε ολόκληρη την οικουμένη. Αυτός έπλασε τον
άνθρωπο και τον ανέπλασε κατόπιν από καλοσύνη Του. Διότι βλέποντας ότι τον πλάνεψε ο διάβολος και τον έκαμε να φύγει εξόριστος από τον Παράδεισο, καταδέχθηκε να
γίνει άνθρωπος. Σταυρώθηκε και ετάφη θεληματικά. Αναστήθηκε κατόπιν σαν Παντοδύναμος πού είναι, από τους νεκρούς και ανέβηκε στους ουρανούς.
Εκεί, λοιπόν, υμνείται και δοξολογείται ακατάπαυστα από τους Αγίους Αγγέλους. Όταν όμως έλθει το πλήρωμα του χρόνου, πού τούτο μόνον Αυτός το ξέρει, τότε θα ξανάρθει
και πάλι απ’ τα ουράνια, όχι πια φτωχός και ταπεινός, όπως την πρώτη φορά, αλλά με δύναμη ανείπωτη και δόξα θεϊκή, για να κρίνει όλον τον κόσμο. Θα αποδώσει τότε στον
καθένα κατά τα έργα του.
Αυτός είναι ο Θεός ο αληθινός, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων ο Κύριος των κυριευόντων, ο δικαιότατος Κριτής ζώντων και νεκρών. Αυτοί δε, πού προσκυνάτε σεις και σέβεστε
για θεούς, είναι άψυχα ξόανα, έργα ανθρωπίνων χειρών και ευρήματα των πονηρών δαιμόνων. Αυτοί σας οδηγούν στην απώλεια και στη καταστροφή.
Και όλα αυτά τα έλεγε ο Άγιος πάνω από το ξύλο κρεμασμένος.
Σαν τ’ άκουσε ο έπαρχος, θύμωσε. Διατάσσει τότε αμέσως να κατεβάσουν τον Άγιο από το ξύλο, πού το είχε μεταβάλει σε άμβωνα και να τον σύρουν δεμένο κοντά του στο
κυνήγι, πού θα πήγαινε. Ο Άγιος Τρύφων υπέφερε πάρα πολύ γιατί περπατούσε ξυπόλυτος. Και τα πόδια του, πού ήταν ματωμένα και πληγωμένα από τα προηγούμενα
βασανιστήρια, τώρα κατά ξεσχίζονταν από τα ξύλα και τις πέτρες και από την κακοκαιρία. Ήταν χειμώνας. Πολλές φορές μάλιστα τον πατούσαν και τα άλογα. Δοκίμαζε πόνους
φρικτούς, αλλά τα υπέφερε όλα, για τη δόξα του Χριστού.
Αφού εβλεπε ότι ο μάρτυρας επέμενε, πρόσταξε να τον φυλακίσουν, ώσπου να γίνει νέα εξέτασης.
Μετά από λίγες μέρες, ο έπαρχος θέλοντας να πάει στη Νίκαια, απόσταξε να φέρουν εκεί και τον μάρτυρα δεμένο. Όταν πλησίασαν στην πόλη, τον ρώτησε ο τύραννος.
— Μήπως σε δίδαξε, Τρύφων, ο καιρός πού πέρασε, να υπακούσεις στους βασιλείς και να προσκυνήσεις τους σωτήρες σου θεούς η συνεχίζεις να είσαι απείθαρχος
και φιλόνικος;
— Ο Κύριος, αποκρίθηκε ο Άγιος, και Θεός μου Ιησούς Χριστός, τον οποίον λατρεύω από την καρδιά μου και με ξεκάθαρο το νου, με νουθέτησε να τον ομολογώ και να μένω
στη πίστη μου, σ' Αυτόν στερεός και ακλόντος. Εγώ Αυτόν μόνον αναγνωρίζω Βασιλέα και Θεό μου.
Δεν δίνω σημασία στα βασανιστήρια, πού υποφέρω από σένα, και περιφρονώ τις διαταγές του Αυτοκράτορα. Τούς θεούς σου τους σιχαίνομαι και τους αηδιάζω, γιατί είναι
καταγέλαστοι.
Όταν έφτασαν στην πόλη ο τύραννος είπε στον Άγιο να θυσιάσει στους θεούς αλλά ο Άγιος ομολογούσε σταθερά τον Χριστό. Τότε οργίστηκε ο έπαρχος και διέταξε και
κάρφωσαν στα πόδια του Μάρτυρος καρφιά και άλλα σίδερα. Κατόπιν δέρνοντάς τον, τον έσερναν μέσα στην πόλη. Ο Μάρτυς του Χριστού Τρύφων υπέφερε πάρα πολύ.
Δοκίμασε πόνο, πού δεν περιγράφεται. Έτρεχαν τα αίματα στη Γή και κοκκίνιζε το χώμα. Η μεγάλη όμως αγάπη και ο πόθος του για τον Χριστό τον έκαμνε να μην υπολογίζει
τα βασανιστήρια και τους σωματικούς πόνους. Τούς θεωρούσε σαν δροσιά και αναψυχή της ψυχής, ο ανίκητος αυτός αγωνιστής του Χριστού.
Τότε πάλιν οργισμένος ο άρχοντας διέταξε να τον υποβάλουν σε νέα βασανιστήρια. Του τραβούσαν τα χέρια και του εξάρθρωσαν τους αγκώνες του. Τον έδερναν αλύπητα με
ραβδιά. Κατόπιν άρχισαν να τον καίνε με λαμπάδες αναμμένες. Τότε συνέβη θαύμα καταπληκτικό, για να ενισχυθεί ο Άγιος και να πιστέψουν πιο πολύ οι πιστοί. Την ώρα δηλαδή,
πού οι δήμιοι βασάνιζαν τον Άγιο με μεγάλη σκληρότητα και ασπλαχνία, ξαφνικά φάνηκε να κατεβαίνει απ' τον ουρανό προς αυτόν ένας φωτοστέφανος, πού λαμποκοπούσε από
τους πολύτιμους λίθους και τις λαμπερές διαμαντόπετρες. Μόλις το είδαν οι στρατιώτες, πού τον βασάνιζαν, έπεσαν κατά γης όλοι φοβισμένοι και έντρομοι. Τότε ο Άγιος γεμάτος
θάρρος και αγαλλίαση από τη θεία χάρι, την οποία έβλεπε να τον επισκιάζει, δόξαζε το Θεό, λέγοντας:
— Σε ευχαριστώ, Κύριέ μου, διότι κατά την ημέρα του μαρτυρίου μου δεν με εγκατέλειψες στα χέρια των εχθρών μου, αλλά με σκέπασες με τη Χάρι Σου και με βοήθησες.
Σε παρακαλώ, Κύριε, να μου παρασταθείς και τώρα. Ενίσχυσε με να συνεχίσω μέχρι τέλους τον αγώνα μου, για να αξιωθώ και εγώ να χαρώ τον στέφανο της δικαιοσύνης μετά
των φίλων Σου, πού αγάπησαν το Πανάγιο Όνομα Σου. Διότι Συ μόνος είσαι δοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν.
Βλέποντας αυτά ο πωρωμένος τύραννος, δοκίμαζε πάλιν με κολακείες να νικήσει τον αήττητο αθλητή του Χριστού αλλά και πάλι δεν κατάφερε τίποτα . Πρόσταξε πάλι να τον
σπαθίζουν σκληρότερα. Αλλά μάταια κοπίαζε. Διότι όλα τα βασανιστήρια και όλους τους φρικτούς πόνους τα θεωρούσε ο μακάριος Τρύφων τρυφάς και ηδονάς από τον ένθεον
έρωτα, πού φλόγιζε την καρδιά του.
Κατάλαβε, λοιπόν, ο τύραννος, ότι ο Μάρτυς έμεινε σταθερός και ανίκητος. Κουράστηκε να πολεμάει με το λιοντάρι και δίδει την τελική απόφαση: «Νά ἀποκεφαλισθῆ ἔξω ἀπό
τήν πόλι». Τον πήραν τότε οι δήμιοι και τον πήγανε στον τόπο της καταδίκης. Ύψωσε τότε ολίγον τα χέρια και έστρεψε το βλέμμα του κατά την Ανατολή και προσευχήθηκε με
τούτα τα λόγια:
— Δέσποτα, Κύριε, συ πού είσαι ο Θεός των θεών, ο Βασιλεύς των βασιλέων, ο Άγιος των Αγίων, σε ευχαριστώ πού με αξίωσες να τελειώσω τον αγώνα αυτόν, δίχως να
αμαρτήσω. Βοήθησε με τούτη την ύστατη στιγμή να μη με εμπόδιση ο πονηρός και επίβουλος διάβολος και με καταβύθιση στον βυθό της απωλείας. Ας πάρουν την ψυχή μου
άγγελοι φωτεινοί και να τη φέρουν στα αγαπητά και μυριοπόθητα σκηνώματα Σου. Όσοι δε με ενθυμούνται εμένα τον ανάξιο δούλο σου και προσφέρουν εις σε θυσίας δεκτάς,
φύλαξέ τους μέσα στη γενεά αυτή την άσεβη και παράνομη και δώσε τους εδώ μεν πλούσιες τις ευεργεσίες Σου, δικαίαν δε στην άλλη ζωή ανταπόδοση. Διότι συ είσαι ο μόνος
αγαθός, πού μας δίδεις με μεγάλη απλοχεριά όλα τα αγαθά, πού μας χρειάζονται.
Αφού προσευχήθηκε ο μέγας αυτός αθλητής του Χριστού και προσεκύνησε την θεία Μεγαλειότητα, παρέδωσε στον Πλάστη Του την μακαρίαν ψυχήν του. Ήταν το έτος 250 μ.Χ.
Μαρτύρησε επί της βασιλείας του αιμοχαρούς Δεκίου.
Παρέδωσε ο Άγιος Τρύφων το πνεύμα του προτού τον αποκεφαλίσει ο δήμιος. Και τούτο για να μη φανεί, ότι τον θανάτωσε ο τύραννος, αλλά ότι τελειωθεί με θείον θέλημα.
Τότε οι πιστοί πού ήσαν εκεί στη Νίκαια τύλιξαν σε καθαρό σεντόνι και άλειψαν με αρώματα το τίμιο λείψανο του. Ήθελαν να το ενταφιάσουν εκεί, διά να το έχουν σαν θησαυρό
πολύτιμο και άγιο φυλακτό. Δεν το ήθελε, όμως, ο Άγιος. Παρουσιάσθηκε σε όραμα και τους είπε να το πάνε στη Λάμψακο, την πατρίδα του. Έκαμαν, λοιπόν, όπως τους
πρόσταξε ο Άγιος. Το μετέφεραν και το ενταφίασαν εκεί στη Λάμψακο. Στον τόπο αυτόν έγιναν πολλά θαύματα.
Στην Κωνσταντινούπολη κτίσθηκαν προς τιμήν του Αγίου Τρύφωνος ναοί. Ο ένας μάλιστα κτίσθηκε υπό του Ιουστινιανού (527 - 565) και ο άλλος υπό του Ιουστίνου β΄
(565 - 578). Υπήρχε δε εκεί επίσης, από παλαιά και Μοναστήρι επ’ ονόματι του Αγίου. Τα λείψανα του Αγίου ευρίσκοντο στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου διεκομίσθησαν
αργότερα στον ναό του Αγίου Πνεύματος στην Ρώμη.
Ο εξορκισμός του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος εις κήπους, αμπελώνας και χωράφια
Ο Άγιος Τρύφων είχε λάβει ειδική χάριν από τον Θεό, όταν ζούσε ακόμη να επισκέπτεται και να απαλλάσσει τους κήπους, τα αμπέλια και τα χωράφια από τα ερπετά και από
τας διαφόρους ασθενείας των, πού τα απειλούσαν με αφανισμό. Την χάριν αυτήν την διατήρησε πολύ περισσότερο τώρα, πού βρίσκεται κοντά στο Θεό. Οι πιστοί εις τοιαύτας
περιστάσεις καταφεύγουν εις τον Άγιο Τρύφωνα, κάμνουν λειτουργία, ανάβουν το καντήλι. Και μετά την Θείαν Λειτουργίαν, σημειώνει το Ευχολόγιον, λαβών ο Ιερεύς έλαιον εκ
των κανδηλών και ύδωρ των Άγιων Θεοφανείων, και επιρραίνων σταυροειδώς το χωράφιον ή το αμπέλιον ή τον κήπον, λέγει τάς ευχάς.