Η Αγία Αγνή εορτάζει 21 Ιανουαρίου.
Η Αγία Αγνή έζησε στους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού, στον καιρό των τρομερών διωγμών. Καταγόταν από την θεομάχο και κοσμοκράτειρα Ρώμη. Είχε λαμπρούς και
ευγενείς γονείς. Ήταν από αριστοκρατικό γένος. Η Αγνή ήταν αγνή και στο σώμα και στην ψυχή. Το επώνυμο της δεν το γνωρίζουμε. Πάντως, η ζωή της συμφωνούσε απόλυτα
με το όνομά της. Ήταν νέα δεκαεξάχρονη αγνή, αγνοτάτη. Είχε ζωή αγνή και καθαρή σαν κρύσταλλο. Ζούσε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, αλλά αυτή εργαζόταν ιεραποστολικά,
για να διαδώσει την πίστη του Χριστού και πιο πέρα.
Η Αγνή είχε ένθεο και μεγάλο ζήλο. Μάζευε στο σπίτι της διάφορες φίλες της και τις πρότρεπε να γνωρίσουν τον Χριστό ως Θεό και Αυτόν μόνον να λατρεύουν για Θεό, διότι οι
άλλοι ήσαν ψεύτικοι θεοί. Η Αγνή, καίτοι νεαρή, εν τούτοις ποτέ δεν έπαυε να διδάσκει τα λόγια τού Χριστού σε όσες γυναίκες έρχονταν κοντά της. Τις διαφώτιζε και στο θέμα της
σωφροσύνης και της ηθικής καθαρότητος. Συνεβούλευε να αγαπήσουν τον Αληθινό Θεό και εκείνον να λατρεύουν.
Όλα αυτά μαθεύτηκαν και προκάλεσαν, φυσικά, την αγανάκτηση τού Άρχοντα της Ρώμης. Διέταξε να την φέρουν κοντά του. Άρχισε να της, λέγει να θυσιάσει στα είδωλα.
Διαφορετικά η τιμωρία, που την περίμενε θα ήταν τρομακτική. Δεν δίστασε μάλιστα να της πη ότι, όταν αρνηθεί θα την ρίξει σε πορνοστάσιο. Γνώριζε, ότι για μια νέα Χριστιανή,
αυτό θα ήταν το μεγαλύτερο μαρτύριο. Η απάντησης όμως της Αγνής προς τον Ρωμαίο άρχοντα ήταν θαρραλέα και άξια θαυμασμού.
—Ούτε στους θεούς σου θυσιάζω, ούτε για το πορνοστάσιο με ενδιαφέρει, διότι πιστεύω ακράδαντα, πως ο Θεός θα με φυλάξει απ’ όλα αυτά, τού απάντησε.
Ο εγωιστής και βάρβαρος άρχοντας, δεν μπορούσε να ακούει αυτές τις θαρραλέες απαντήσεις και θέλησε να ρεζιλέψει την Αγία. Γι αυτό κάλεσε εκεί τον άνθρωπο, που είχε το
πορνοστάσιο με τις διεφθαρμένες γυναίκες. Προηγουμένως της έβγαλε τα ενδύματα και την άφησε με ένα μόνο φόρεμα. Έτσι ημίγυμνη διέταξε να την περιφέρουν μέσα στην
πόλη και να την βλέπουν οι άνθρωποι. Θέλησε να την ρεζιλέψει. Δεν ήταν χειρότερη τιμωρία για την αγνοτάτη παρθένο Αγνή, από αυτή την διαπόμπευση μέσα στους δρόμους
της Ρώμης. Και όμως χάριν του Χριστού την υπέμεινε.
Αφού την περιέφεραν ημίγυμνη στους κεντρικότερους δρόμους της πόλεως, την παρέλαβε τότε και την έφερε πράγματι ο πορνοστασιάρχης στο πορνοστάσιο. Πως η Αγία θα
αντέξει το μαρτύριο; Γι αυτό προσευχόταν στο Θεό να την προστατέψει από την αμαρτία. Και ο Θεός την προστάτεψε, ώστε να μείνει αμόλυντη και να μη χάσει τον θησαυρό της
παρθενίας.
Ήρχοντο εκεί πολλοί για να την ατιμάσουν. Κανένας όμως από αυτούς δεν μπόρεσε να επιτύχει αυτό που ήθελε, διότι μόλις την πλησίαζαν ναρκώνονταν και έτσι εμποδιζόταν!
Η επιθυμία τους ψυχραινόταν τόσο, που γινόντουσαν σαν νεκροί! Αυτό έκαμε εντύπωση σε όλους, που το πληροφορήθηκαν. Τότε παρουσιάσθηκε και κάποιος υπερήφανος,
που κόμπαζε και υπερηφανευόταν πολύ. Έλεγε, ότι ούτος θα ατιμάσει οπωσδήποτε την Αγία. Και σαν θηλυμανής ίππος, πλησίασε την παρθένο. Η αδύνατη Αγνή κατέφυγε
στην προσευχή, στο Νυμφίο της Χριστό. Και ω του θαύματος! Ο Χριστός επενέβει και νεκρώθηκε. Έπεσε στη γη πεθαμένος, λες και τον βάρεσε κεραυνός. Κάποιος που
βρέθηκε εκεί κοντά και είδε το θαύμα, εφώναξε:
—Μεγάλη η πίστης των Χριστιανών.
Το θαύμα αυτό διαδόθηκε αμέσως σ’ όλη την Ρώμη. Πολλοί από θαυμασμό ήρχοντο εκεί για να δουν την Άγια Αγνή την ηρωίδα του Χριστού, τη θαυματουργό! Θαύμαζαν τότε
και ομολογούσαν:
—Μεγάλη είναι η δύναμις τού Χριστού.
Πολλοί τότε πιστέψανε.
Ο Άρχοντας, όταν πληροφορήθηκε όλα αυτά, και τον μυστηριώδη θάνατο τού βρωμερού εκείνου, διέταξε να φέρουν την Αγνή μπροστά του. Ήταν πολύ αγριεμένος και
στενοχωρημένος. Με πικρόχολα και αυστηρά λόγια της λέγει:
—Δεν μου λες, παμπόνηρο κορίτσι, με ποιόν τρόπο θανάτωσες τον νέον;
Και η Αγία, με όλο το θάρρος και την ειλικρίνεια της, τού εξιστορεί το θαύμα:
—Άκουσε, Άρχοντα. Όταν εσύ διέταξες να με ατιμάσουν και με έφερναν στο καταραμένο και σιχαμερό εκείνο σπίτι, με ακολούθησε ένας ασπροντυμένος νέος. Αυτός ο νέος
καθόταν κοντά μου και νέκρωνε την επιθυμία εκείνων, που με πλησίαζαν. Ο ίδιος θανάτωσε και τον νέον αυτόν και τον έκαμε, όπως βλέπεις. Και τούτο, διότι με πλησίαζε με
υπερηφάνεια και θρασύτητα, και είχε σκοπό να με ατιμάσει, να αμαρτήσει, να με κάμει και μένα ν’ αμαρτήσω.
—Και ποιός είναι εκείνος ο ασπροντυμένος, που σε βοήθησε; την έρωτα ξανά ο Άρχοντας.
—Ο Κύριος και Θεός μου, τού απάντησε, έστειλε τον Άγγελο του και με εφύλαξε από κάθε ατιμία και προσβολή.
—Για να μας αποδείξεις, ότι λες αλήθεια, παρακάλεσε τον Θεό σου ν’ αναστηθεί αυτός ο νεκρός, λέγει ο άρχοντας.
—Ο Χριστός μου, λέγει η Αγία, έχει την δύναμη να τον αναστήσει. Να δούμε όμως, αν θα πιστέψετε σεις;
Η Αγία τότε γονάτισε, σήκωσε τα χέρια προς τον Ουρανό και με κλαμένα από τη συγκίνηση και θερμή πίστη μάτια, προσευχήθηκε στο Θεό. Το θαύμα έγινε! Ο νεκρός
αναστήθηκε και περπατούσε, όπως και πρώτα!
Το θαύμα τούτο το είδαν όλοι, όσοι βρέθηκαν εκεί και τα χάσανε. Άλλοι από αυτούς πίστεψαν και έγιναν Χριστιανοί. Άλλα και άλλοι απέδωκαν το θαύμα σε μαγεία και έμειναν οι
δύστυχοι στην απιστία τους. Φώναξαν δε στον άρχοντα να την φονεύσει, διότι, δήθεν, ήταν μάγισσα. Έτσι ο σκληρός και πορωμένος άρχοντας δίδει διαταγή να ανάψουν φωτιά.
Εκεί μέσα θα έριχνε την Αγία, για να την κάψει ζωντανή. Αμέσως η διαταγή έγινε έργον. Ανάψανε μια μεγάλη φωτιά στην μεγάλη αυλή του Διοικητηρίου. Οι φλόγες υψώνονταν
και η φωτιά τριζοβολούσε.
Η Αγία όμως μένει άφοβη. Κάμνει το σημείο τού Σταυρού. Έτσι σφράγισε τον εαυτό της, με το παντοδύναμο όπλο. Ύστερα μπήκε στη μέση της φωτιάς με μεγάλο θάρρος.
Σαν τους τρεις παίδες μέσα στο καμίνι της φωτιάς, προσευχότανε, μέχρις ότου οι φλόγες έκαψαν το παρθενικό και ανέγγιχτο από βέβηλα χέρια σώμα της. Την αγία ψυχή της
έφεραν φτερωτοί άγγελοι κοντά στο Θεό. Ο Θεός της εφύλαξε τον θησαυρό της παρθενίας.
Μόλις έσβησε η φωτιά, μερικοί πιστοί Χριστιανοί σήκωσαν κρυφά και ευλαβικά τα τίμια οστά της και τα ενταφίασαν. Δόξασαν συγχρόνως τον Θεό, για την γενναιότητα και το
θάρρος, που δίδει στους μάρτυρες Του.
Στη Ρώμη υπάρχει η Κατακόμβη της Αγίας Αγνής. Είναι από τις ονομαστότερες κατακόμβες. Κατ' αρχάς ήσαν ιδιωτικά κοιμητήρια. Κατόπιν όμως έδιδαν την ονομασία επιφανών
Αγίων. Την ονομασία της Αγίας Αγνής την έδωσαν γιατί εκεί ετάφη η παρθενομάρτυς Αγνή. Είναι κατακόμβη με πολλούς ορόφους. Έχει πάρα πολλούς τάφους πρώτων
Χριστιανών αλλά και μαρτύρων κατά μέγα μέρος, όπως π.χ. της Αγίας μάρτυρος Σαβίνης. Ο Μεγάλος Κωνσταντίνος προς τιμήν της Αγίας Αγνής έχει κτίσει εκεί στην Ρώμη
βασιλική. Έκτισε ένα θαυμάσιο δηλαδή Ναό, με τρία κλίτη και υπερώα, όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα.
Η θυγατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνη και αυτή ονομαζόμενη, έπασχε από αθεράπευτη ασθένεια. Οι καλλίτεροι και ονομαστότεροι γιατροί της Ανατολής και της
Δύσεως δεν μπορούσαν να την θεραπεύσουν. Αύτη κατέφυγε στην Αγία Αγνή. Την παρακαλούσε με δάκρυα να την σώσει. Και όντως! Με τη μεσιτεία της Αγίας Αγνής
θεραπεύθηκε. Εις ένδειξη δε ευγνωμοσύνης η Κωνσταντίνη κατασκεύασε μαρμάρινη λάρνακα και τοποθέτησε εκεί τα οστά της Αγίας. Σήμερα αυτή η λάρνακα είναι μέσα στο
ναό της Αγίας. Στη μέση η λάρναξ απεικονίζει την Αγία σε νεαρά ηλικία να προσεύχεται. Αργότερα, κοντά στον τάφο της Άγιας Αγνής εξέπνευσε η Παρθενομάρτυς Εμερζιάνα,
που κατέφυγε εκεί λιθοβολουμένη από τους άπιστους. Σήμερα το λείψανο της Άγιας ευρίσκεται σε ασημένια λειψανοθήκη, που έφτιαξε ο Πάπας τον 17ον αιώνα.
Έκτος αυτής της Αγίας Αγνής, υπάρχουν και δύο άλλες με το ίδιον όνομα.
Η μία εξ αυτών εορτάζεται την 14ην Ιανουαρίου. Αυτήν την έριξαν στη φυλακή και εκεί απέθανε από τα μαρτύρια. Δια τούτο και το Συναξάρι της λέγει:
«Η Αγία Μάρτυς Αγνή εν σκοτεινή φρουρά βληθείσα τελειούται».
Διεσώθη και το έξης δίστιχον δι’ αυτήν:
«Αγνήν άναγνοι θέντες εις οίκον σκότους, πάμφωτον αυτή προυξένησαν οικίαν».
Επίσης υπάρχει και τρίτη Άγια Αγνή, η οποία εορτάζεται την 20ην Ιανουαρίου. Αυτή μαρτύρησε με τον Άγιο Θύρσο. Περισσότερα δεν γνωρίζουμε περί αυτής.
Το Συναξάρι της λέγει:
«Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Θύρσου και Αγνής, ών η σύναξις τελείται πλησίον των Ελενιανών».
Υπάρχει και το εξής δίστιχον εις αυτούς:
«Θύρσος συν Αγνή Χριστόν ηγαπηκότες θάνατον ηγάπησαν ασμένως πάνυ».
Στίχος
Ὑπὲρ νέον σοι μόσχον, ὡς Δαυὶδ λέγει Ἤρεσκεν Ἁγνὴ πυρπολουμένη, Λόγε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Φερωνύμως ἁγνείας ὤφθης κειμήλιον, καὶ ἀνδρικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, καλλιπάρθενε σεμνὴ Ἁγνὴ πανεύφημε· ὡς γὰρ θυσία καθαρά,
προσενήνεξαι αὐτῷ, τελέσασα τὸν ἀγῶνα, διὰ πυρὸς Ἀθληφόρε, καὶ τοῦ ἐχθροῦ τὴν πλάνην ἔφλεξας.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Παρθενίας λάμπουσα, μαρμαρυγαῖς ἀκηράτοις, μαρτυρίου ἤνυσας, περιφανῶς τοὺς ἀγῶνας· πίστει γὰρ, καὶ θείῳ ἔρωτι φλεγομένη, ἤνεγκας, πυρὸς τὴν καῦσιν
ἀνδρειοφρόνως, καὶ πρὸς φῶς τῆς ἄνω δόξης, Ἁγνὴ θεόφρον, χαίρουσα ἔδραμες.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς ἁγνείας ἄνθος τερπνόν, Ἁγνὴ Ἀθληφόρε, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· χαίροις ἡ ὡς θῦμα, Κυρίῳ προσαχθεῖσα, διὰ πυρὸς τελέσασα τὸν ἀγῶνά σου.