Εορτάζει 5 Φεβρουαρίου.
Η Αγία Αγάθη, μάρτυρας της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. Την καταγωγή της διεκδικούν δύο πόλεις της Σικελίας, το Παλέρμο και η Κατάνη, όπου πιθανότερα γεννήθηκε, ανατράφηκε και μαρτύρησε. Η αγία προερχόταν από πλούσια οικογένεια ειδωλολατρών και διακρινόταν για τη φυσική της ομορφιά, το ήθος, τις αρετές και τη βαθειά της πίστη. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έμεινε ορφανή και διέθεσε όλη της την περιουσία σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Η αγία μαρτύρησε σε νεαρή ηλικία στις 5 Φεβρουαρίου επί Δεκίου (249-251). O έπαρχος Κιντιανός προσπάθησε χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα να την πείσει να τον παντρευτεί. Η αγία όμως όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την πίστη της, αλλά θέλησε να μαρτυρήσει γι' αυτήν. Έτσι υπέμεινε με θαυμαστή καρτερικότητα όλα τα βασανιστήρια, δοξολογώντας τον Θεό που την αξίωσε με τη τιμή του μαρτυρίου.
Ο λαός της Κατάνης, έντονα θορυβημένος από το γεγονός, διαμαρτυρήθηκε στον έπαρχο. Στη συνέχεια, μετέφεραν το τίμιο λείψανό της σε ασφαλές μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ένας λευκοντυμένος νεαρός, άγνωστος στους αυτόχθονες, ο οποίος κατευθύνθηκε προς τον τάφο της Αγίας Αγάθης και πάνω σε μαρμάρινη πλάκα έγραψε τα εξής: «Νους όσιος, αυτοπροαίρετος τιμή εκ Θεού, και πατρίδος λύτρωσις». Οι παριστάμενοι είπαν ότι ο νεαρός εκείνος ήταν ο Άγγελος της Αγίας.
Το γεγονός αυτό συνέβη στις 5 Φεβρουαρίου του έτους 252 μ.Χ., ακριβώς ένα χρόνο μετά το μαρτύριο της Αγίας. Τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β' (976 - 1025) και Κωνσταντίνου Η' (1025 - 1028).
Τον 9ο αι. ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιος (843-847), συνέταξε Εγκώμιο εις την Αγίαν μεγαλομάρτυρα του Χριστού Αγάθη. Το Εγκώμιο αυτό στηρίζεται σε πληροφορίες που παρείχε το ελληνικό μαρτύριο της αγίας. Επίσης ανάμεσα στα έργα του Συμεών του Μεταφραστή (10ος αι.) συγκαταλέγεται και η ΄Αθλησις της Αγίας. Οι κατοπινές συλλογές των Μηνολογίων και Συναξαρίων στηρίζονται στο κείμενο του Συμεών του Μεταφραστή.
Αντίθετα ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής σημειώνει ότι τόπος καταγωγής της Αγίας ήταν το Παλέρμο. Την πληροφορία αυτή υιοθέτησαν αβασάνιστα και οι υπόλοιποι Συναξαριστές, επώνυμοι και ανώνυμοι.
Την καταγωγή της Αγίας Αγάθης από την πόλη της Κατάνης ενισχύει και ο Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Άργους, στο Εγκώμιον που έγραψε για τον σικελικής καταγωγής, από την πόλη της Κατάνης, Επίσκοπο Μεθώνης Αθανάσιο. Ο Άγιος Πέτρος αναφέρει μάλιστα ότι στην πόλη αυτή η Αγία γεννήθηκε, ανατράφηκε και μαρτύρησε.
Η Αγία Αγάθη προερχόταν από ευγενική και εύπορη οικογένεια. Οι γονείς της ήταν ειδωλολάτρες και πρέπει να τους έχασε σε μικρή ηλικία. Όμως η Αγία από παιδί έβαλε στην καρδιά της τον Χριστό και αφιερώθηκε στην Εκκλησία.
Μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Το μαρτύριο της Αγίας άρχισε όταν ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Πρώτα ασκήθηκε σε αυτήν ένας ψυχικός βιασμός, που είχε διάρκεια τριάντα ημέρες, χωρίς όμως να την κάμψει. Βλέποντας ο έπαρχος της Σικελίας Κυντιανός, άνθρωπος με άγρια ένστικτα, την σταθερότητα της Αγίας, προσπάθησε να μεταστρέψει το φρόνημά της ώστε να θυσιάσει στους θεούς. Ύστερα την παρέδωσε σε κάποια άπιστη γυναίκα, που την ονόμαζαν Αφροδισία και τις θυγατέρες της, για να την πείσουν να αρνηθεί την πίστη της στον Κύριο.
Όταν άκουσε ο Κυντιανός από την Αφροδισία ότι η Αγία Αγάθη παρέμενε άκαμπτη, πλημμύρισε από οργή. Διέταξε να την οδηγήσουν μπροστά του και άρχισε πάλι τις απειλές. Στον διάλογο που ακολούθησε, η Αγία υποστήριξε με πνευματική ανδρεία και παρά το νεαρό της ηλικίας της, ότι είναι δούλη Χριστού. Κατηγόρησε ευθέως τον έπαρχο ότι πιστεύει σε ξόανα και, μάλιστα, αναρωτήθηκε, πως ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος παρουσιάζεται με την πίστη του τόσο ανόητος. Ο έπαρχος, μόλις άκουσε αυτό, ράπισε την Αγία και διέταξε να την κρεμάσουν και να την λογχίσουν. Παρά τους φρικτούς πόνους, η Αγία Αγάθη εξακολουθούσε να ομολογεί την πίστη της στον Χριστό και να δηλώνει ότι τα βασανιστήρια της προξενούν χαρά, γιατί είναι πρόσκαιρα. Ο Κυντιανός, έξαλλος από οργή, διέταξε να τον αποκόψουν τον μαστό. Ύστερα από την φρικώδη αυτή πράξη την οδήγησαν στη φυλακή.
Μόλις πλησίασαν τα μεσάνυκτα, επισκέφθηκαν την Αγία ο Απόστολος Πέτρος, με μορφή γέροντα και ένας Άγγελος, με μορφή παιδιού, που κρατούσε λαμπάδα. Άπλετο φως πλημμύρισε το υγρό και σκοτεινό κελί της Αγίας. Ο Απόστολος γιάτρεψε τις πληγές της και αποκατέστησε τον κομμένο μαστό. Η πόρτα της φυλακής άνοιξε και οι λοιποί κρατούμενοι ωθούσαν την Αγία να αποδράσει. Αυτή, όμως, σκεπτόμενη από τη μία ότι θα τιμωρηθούν οι δεσμοφύλακες αν δραπετεύσει και από την άλλη ότι έπρεπε να υπομείνει το μαρτύριο, δεν έφυγε από το δεσμωτήριο.
Την τέταρτη ημέρα, ο Κυντιανός την προσάγει στο δικαστήριο. Εκεί της επαναλαμβάνει ότι αν δεν υπακούσει στο αυτοκρατορικό διάταγμα και δεν θυσιάσει στους θεούς, θα θανατωθεί. Καμιά όμως απειλή δεν έκαμψε την Αγία. Ομολόγησε και πάλι την πίστη της στον Χριστό και επέδειξε τις θεραπευμένες πληγές της. Ο απάνθρωπος τότε έπαρχος διέταξε να ρίξουν γυμνή την Αγία πάνω σε αιχμηρά κεραμίδια, που πάνω τους έκαιγαν κάρβουνα.
Ξαφνικά, μεγάλος σεισμός έγινε στην πόλη της Κατάνης και προξένησε πολλές ζημιές. Ανάμεσα στα θύματα ήταν ο σύμβουλος του έπαρχου Σιλουανός και ο φίλος του Φαλκόνιος. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ο Κυντιανός διέταξε να μεταφέρουν την Αγία στη φυλακή. Μέσα στο δεσμωτήριο η Αγία προσευχήθηκε στον Κύριο και Τον ευχαρίστησε για τη δύναμη που της χάρισε. Και μόλις τελείωσε την προσευχή της, παρέδωσε το πνεύμα της. Ήταν το έτος 251 μ.Χ
Ο λαός της Κατάνης, έντονα θορυβημένος από το γεγονός, διαμαρτυρήθηκε στον έπαρχο. Στη συνέχεια, μετέφεραν το τίμιο λείψανό της σε ασφαλές μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ένας λευκοντυμένος νεαρός, άγνωστος στους αυτόχθονες, ο οποίος κατευθύνθηκε προς τον τάφο της Αγίας Αγάθης και πάνω σε μαρμάρινη πλάκα έγραψε τα εξής: «Νους όσιος, αυτοπροαίρετος τιμή εκ Θεού, και πατρίδος λύτρωσις». Οι παριστάμενοι είπαν ότι ο νεαρός εκείνος ήταν ο Άγγελος της Αγίας.
Οι κάτοικοι της Κατάνης τιμούσαν με σεβασμό την Αγία. Ως ανταπόκριση στην τιμή αυτή, η Αγία Αγάθη έσωσε την πόλη της από τη φοβερή έκρηξη του ηφαιστείου της Αίτνας. Οι κάτοικοι της Κατάνης έτρεξαν στον τάφο της και αφού πήραν τη λάρνακα με το άγιο λείψανό της, την έστρεψαν προς την λάβα, που ζύγωνε την πόλη και έτσι αποσοβήθηκε η συμφορά. Το γεγονός αυτό συνέβη στις 5 Φεβρουαρίου του έτους 252 μ.Χ., ακριβώς ένα χρόνο μετά το μαρτύριο της Αγίας.
Τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Η’ (1025 – 1028 μ.Χ.).