ΟΣΙΟΣ ΔΑΒΙΔ εν ΕΥΒΟΙΑΣ



Βίος Οσίου Δαβίδ εν Ευβοίας
Ο Όσιος Δαβίδ ο εν Ευβοίας εορτάζει στις 1 Νοεμβρίου

Αυτός λοιπόν ο αληθινός και γνήσιος θεράπων του Πανάγαθου Θεού καταγόταν από το χωριό Γαρδινίτσα, πού βρίσκεται απέναντι από το νησί της Ευβοίας. Γεννήθηκε περίπου
το έτος 1519. Γονείς του ήταν οι θεοφοβούμενοι και ευλαβείς Χριστόδουλος, πού ήταν ιερέας, και η Θεοδώρα. Ο Θεός βλέποντας την καθαρότητα της ψυχής, τούς χάρισε
τέσσερα τέκνα, δύο αγόρια και δύο κορίτσια.

Όταν ο Δαβίδ έγινε τριών ετών, κάποια νύχτα του φανερώθηκε στον ύπνο του ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και του ειπεί «Ξύπνα, παιδάκι μου, και ακολούθησέ με». Το παιδί
σηκώθηκε και τον ακολούθησε σα να ήταν γέροντας, μυαλωμένος και συνετός. Βγήκαν λοιπόν από το σπίτι και πήγαν σε μια εκκλησία του χωριού εκείνου, αφιερωμένη στον
Τίμιο Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη. Με θεία εντολή η είσοδος του ναού βρέθηκε ανοιχτή. Μπήκαν μέσα. Ο μεν άγιος Πρόδρομος, όπως είδε το παιδάκι, στάθηκε στην εικόνα,
πού ήταν πανομοιότυπη με τον Προφήτη, ο δε Δαβίδ στάθηκε μπροστά στην εικόνα με ευλάβεια, έχοντας σταυρωμένα τα χέρια. Έτσι παρέμεινε για έξι ολόκληρες ημέρες,
ξυπόλυτός και φορώντας μόνο ένα πουκάμισο, έχοντας το βλέμμα του διαρκώς στραμμένο προς τον Τίμιο Πρόδρομο.

Όταν οι γονείς του σηκώθηκαν το πρωί από τον ύπνο και διαπίστωσαν ότι έλειπε το παιδί, στενοχωρήθηκαν αφάνταστα. Γύρισαν λοιπόν όλο το χωριό ψάχνοντάς το, αλλά δεν το
βρήκαν. Θρηνολογώντας και κατηγορώντας τον εαυτό τους έκλαιγαν για τη στέρηση του παιδιού τους. Την έκτη όμως ημέρα, πού ήταν Σάββατο, όπως συνήθιζε ο ιερέας,
πατέρας του παιδιού, πήγε με μερικούς συγχωριανούς του να τελέσει τον Εσπερινό στην εκκλησία εκείνη. Και ξαφνικά, βλέπει το παιδάκι του να στέκεται μπροστά στην εικόνα
του Τιμίου Προδρόμου. Το πρόσωπο του έλαμπε σαν τον ήλιο, επειδή ήταν πλημμυρισμένο από τη θεία Χάρη. Ο ιερέας ένιωσε βαθύτατη χαρά για την απροσδόκητη εύρεση
του παιδιού του και με δάκρυα στα μάτια του λέει: Παιδάκι μου αγαπημένο, πού ήσουν τόσες ημέρες; Ποιος σε έφερε εδώ; Το παιδί αμέσως, ώ του παραδόξου θαύματος,
έδειχνε με το δάχτυλο του την ιερή εικόνα του Προδρόμου, λέγοντας, σαν συνετός γέροντας: Αυτός, αγαπημένε μου πατέρα, με έφερε από το σπίτι μας σ' αυτόν τον ιερό ναό.
Και απόρησαν όλοι οι παρευρισκόμενοι χριστιανοί, δοξάζοντας τον Πανάγαθο Θεό. Αφού δε τελείωσε ο Εσπερινός, επέστρεψε ο πατέρας μαζί με τον μακάριο Δαβίδ στο σπίτι
τους. Τόσο δε οι γονείς, όσο και όλοι οι κάτοικοι του χωριού δοξολογούσαν και υμνολογούσαν το υπεράγιο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, καθώς και του Τιμίου
Προδρόμου, για το εξαίσιο και αξιάκουστο αυτό θαύμα.

Από τότε λοιπόν και μετά ο θαυμαστός και ευλογημένος Δαβίδ, πλήρης χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, πήγαινε στο ναό του προφήτου Προδρόμου και προσευχόταν. Καθώς
οι γονείς έβλεπαν τις αρετές και τα χαρίσματα πού έλαβε το παιδί από τον Θεό και ότι όσο μεγάλωνε τόσο αύξανε και τις αρετές, υμνολογώντας δόξαζαν τον παμβασιλέα Θεό.
Όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, οι γονείς του Δαβίδ τον έστειλαν στο σχολείο για να μάθει τα ιερά γράμματα. Καθώς μάλιστα περνούσαν τα χρόνια, ο μακάριος Δαβίδ
στολιζόταν με τις ιερές γνώσεις και μελέτες.
Μένοντας λοιπόν κοντά στους γονείς του, περνούσε τη ζωή του με υπακοή, και μάλιστα χωρίς να έχει πνευματικό πατέρα και οδηγό, πράγμα για το οποίο λυπόταν και
παρακαλούσε τον Θεό, να τού δείξει τον δρόμο της αλήθειας, ώστε να εκπληρώσει τον ενάρετο πόθο και σκοπό του.

Σε ηλικία 15 ετών ο Δαβίδ έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα. Ο δε πανάγαθος Θεός, πού είναι οικτίρμων και πολυέλεος και θέλει τη σωτηρία των ανθρώπων, άκουσε την
προσευχή του. Έτσι, βγαίνοντας από την ιδιαίτερη πατρίδα του, συναντά στο δρόμο έναν ενάρετο άνθρωπο, πού λεγόταν Ακάκιος. Ο μακάριος Ακάκιος δέχθηκε με προθυμία
τον όσιο, τον πήρε μαζί του στη Μονή της μετανοίας του και τον συγκαταρίθμησε στους άλλους πατέρες, ενώ του δίδαξε και τον καθοδήγησε σε όλα τα σχετικά προς τον
μοναχικό βίο. Αφού δε τον έντυσε με το μοναχικό ένδυμα, του έδωσε εντολή και κανόνα να επιδοθεί σε κόπους και ιδρώτες ασκητικούς. Ο αοίδιμος όμως Δαβίδ τα υπέμενε
με καρτερία, ταπεινοφροσύνη και άμετρη υπομονή και συμμορφωνόταν προς κάθε προσταγή τού γέροντος του, επειδή γνώριζε ότι η υπομονή και η υπακοή κάνουν τον
άνθρωπο να δοξάζεται από τον Θεό και να αξιώνεται της ουρανίου μακαριότητος.

Λίγο αργότερα ο διδάσκαλος και γέροντας του όσιου, ο πατήρ Ακάκιος άφησε το Μοναστήρι του, με σκοπό να αναζητήσει σε άλλα μέρη πιο ενάρετους άνδρες, προκειμένου
από τη συναναστροφή και την επικοινωνία μαζί τους να αυξήσει την αρετή. Μαζί του πήρε και τον όσιο Δαβίδ. Πηγαίνοντας οι δύο τους από τόπο σε τόπο, επισκέπτονταν πολλά
μοναστήρια και ασκητήρια για να βρουν αυτό πού ποθούσαν .Έτσι έφτασαν και στο όρος Όσσα. Οι εκεί εγκαταβιούντες πατέρες είδα τον όσιο Δαβίδ, ότι είχε μεγάλες επιδόσεις
στο στίβο των αρετών, καταβάλλοντας αμέτρητους κόπους και αγώνες και καθημερινά έφτανε και σε υψηλότερα στάδια αρετής, τον παρακινούσαν και τον προέτρεπαν να δεχθεί
το αξίωμα του Ιεροδιακόνου. Διότι προέβλεπαν ότι πρόκειται να φτάσει σε τελειότητα αρετής και θα μπορούσε να φωτίσει με τις πνευματικές του διδασκαλίες και νουθεσίες
πολλές ψυχές ανθρώπων.
Δέχθηκε ο όσιος και χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος στο παραπάνω Μοναστήρι και ως αγνός και γνήσιος δούλος του παντοδύναμου Θεού υπηρετούσε με ευλάβεια τα θεια
Μυστήρια. Λίγο όμως καιρό μετά ο διδάσκαλος του, ο ιερός Ακάκιος, φλεγόμενος από θειο έρωτα, αποφάσισε να πάει στο Άγιον Όρος, με σκοπό να προσκυνήσει τα ιερά
Μοναστήρια και να ωφεληθεί από τούς εκεί ασκητές, να λάβει την ευλογία τους και να γίνει μιμητής των αρετών τους. Αναχώρησε λοιπόν, παίρνοντας μαζί του και τον μακάριο
Δαβίδ. Αφού έλαβε όχι μικρή ωφέλεια από την ένθεη αρετή των ασκητών, έκρινε εύλογο και πάλι ο σεβάσμιος πατήρ Ακάκιος να ταξιδέψει με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη.
Αλλά ο όσιος Δαβίδ έμεινε εκεί στο λιμάνι της αρετής, στη Μονή της αγίας Λαύρας.

Ο Ακάκιος, ως μητροπολίτης Ναυπάκτου, καλεί κοντά του τον όσιο Δαβίδ
Λίγο αργότερα συγκλήθηκε η Ιερά Σύνοδος των άγιων Αρχιερέων, κρίθηκε από όλους τούς επισκόπους επιβεβλημένο, να τιμηθεί ο αοίδιμος Ακάκιος με το υψηλό αξίωμα της
Αρχιεροσύνης, επειδή ήταν άξιος εργάτης του Ευαγγελίου. Και αφού χειροτονήθηκε και αξιώθηκε να λάβει το μέγιστο και υψηλό αξίωμα της Αρχιεροσύνης, τοποθετήθηκε στη
Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης. Ερχόμενος στην επαρχία του ο Ακάκιος έστειλε εκπρόσωπο του στο Άγιον Όρος και πήρε μαζί του τον αγαπημένο του υποτακτικό και αγνό
υπηρέτη τού Θεού Δαβίδ. Τότε ο Ακάκιος θέλησε να χειροτονήσει τον υποτακτικό του Δαβίδ σε επίσκοπο για να ποιμάνει τον λαό. Όμως ο μακάριος Δαβίδ αρνήθηκε τέτοιο
αξίωμα γιατί ήταν ταπεινός και καταφρονούσε την δόξα.

Στη συνέχεια χειροτονήθηκε ιερέας και έγινε λειτουργός των άγιων του Θεού Μυστηρίων. Δεν έπαυσε όμως να αυξάνει στην αρετή. Βλέποντας όμως ο Αρχιερέας του και οι
τοπικοί άρχοντες με πόσα ουράνια χαρίσματα και προτερήματα ήταν προικισμένος, τον παρακάλεσαν πολύ να δεχθεί την ηγουμενία της Ιεράς Μονής της Θεοτόκου της
Βερνικόβης. Έτσι λοιπόν, συμμορφούμενος στις πολλές παρακλήσεις τού Αρχιερέως και των αρχόντων, αποδέχτηκε την ηγουμενία τού ιερού εκείνου Μοναστηριού και φρόντιζε
διαρκώς για την επιμέλεια της ψυχικής σωτηρίας των μοναχών της. Τούς νουθετούσε και τούς δίδασκε κάθε ημέρα τα σχετικά καθήκοντα του μοναχικού βίου, προσφέροντας
μάλιστα τον εαυτό του ως καλό παράδειγμα. Οι μοναχοί όμως εκείνοι δεν θέλησαν καθόλου να προσπαθήσουν για να προκόψουν στην αρετή.

Αφού λοιπόν διέμεινε κάποιο διάστημα στη Μονή της Βαρνάκοβας, επειδή διαπίστωσε ότι οι μοναχοί της έμεναν αδιόρθωτοι, έφυγε από εκεί ο όσιος και γύριζε από τόπο σε
τόπο, προκειμένου να βρει τον πιο κατάλληλο, ώστε να πραγματοποιήσει την αποστολή του.
Ο μακάριος Δαβίδ προσευχόντας στον Θεό του ζητούσε να τον βοηθήσει να βρει τόπο ησυχίας και δοξολογίας Του. Τού αποκαλύφθηκε Εκείνος σε όραμα και τού είπε να
μεταβεί στο όρος Στείρι, πού βρίσκεται μεταξύ τού Ελικώνα και τού Παρνασσού. Με τη θεϊκή μάλιστα καθοδήγηση έφτασε στο όρος και βρήκε κατάλληλο τόπο να ησυχάσει.
Έχτισε εκεί μικρό ασκητήριο, συγκέντρωσε και κάποιους ευλαβείς και αγωνιστές πνευματικούς μοναχούς και μαζί τους υμνολογούσε τον άγιο Θεό, μέρα και νύχτα, ζώντας
γεμάτος αρετές και θεια χαρίσματα. Ο μισόκαλος όμως και πονηρός διάβολος, προκάλεσε στον όσιο πειρασμό. Μεταξύ της Χαιρώνειας και τού Ελικώνα βρίσκεται η πόλη
Λεβάδια (Λιβαδειά), στην οποία κατοικούσαν και Αγαρηνοί. Ένας από αυτούς, πού κατείχε αξίωμα, είχε στη δούλεψή του κάποια σκλαβόπουλα, τα οποία, όταν τούς δόθηκε
ευκαιρία, έφυγαν. Τότε κάποια όργανα τού διαβόλου, άνθρωποι κακοί, παρουσιάστηκαν στον Αγαρηνό εκείνο και τού είπαν ότι αίτια της φυγής των σκλαβόπουλων ήταν ο όσιος!
Έσπευσε λοιπόν εκείνος και σαν Αγριεμένος λύκος συνέλαβε τον μακάριο Δαβίδ και τον παρέδωσε στον ηγεμόνα της πόλης. Αυτός πάλι, σαν θηρίο άγριο, διέταξε τούς
υπηρέτες του και εκείνοι έριξαν κάτω τον άγιο και τον χτύπησαν με τόση μανία και ασπλαχνία, ώστε από τις αμέτρητες πληγές ο όσιος έφτασε στα πρόθυρα τού θανάτου.
Στη συνέχεια τον έκλεισαν στη φυλακή. Ο άγιος, πλημμυρισμένος από τη χάρη τού Παναγίου Πνεύματος χαιρόταν και ευφραινόταν.
Άλλα ο πανάγαθος Θεός, γνωρίζοντας ότι μέσω αυτού τού πολύτιμου μαργαριταριού, σώζονταν πολλές ψυχές, τον ελευθέρωσε με το να φωτίσει κάποιους χριστιανούς πού
έδωσαν πολλά χρήματα στον ηγεμόνα και σώθηκε ο άγιος.

Αφού αφέθηκε ελεύθερος από τον τύραννο δεν θεώρησε καλό να επιστρέψει στο ίδιο ασκητήριο. Γι' αυτό και γύριζε και πάλι από τόπο σε τόπο με σκοπό να βρει την κατάλληλη
τοποθεσία για ασκητική ησυχία. Στο δρόμο δοκίμασε αμέτρητες κακουχίες και θλίψεις πού τού προξενούσαν βάρβαροι και κακοί άνθρωποι. Στο τέλος έφτασε στο νησί της
Εύβοιας όπου βρήκε τόπο ησυχίας κοντά στο χωριό Οροβιαίς (Ροβιές). Στον τόπο αυτό υπήρχε παλαιότερα ναός προς ανάμνηση της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μας
Χριστού. Αυτόν το ναό, με τη συνδρομή κάποιων ευλαβών χριστιανών ανοικοδόμησε εκ θεμελίων. Τον καλλώπισε και τον στόλισε, έχτισε τα απαραίτητα κελιά και τα απαιτούμενα
οικοδομήματα και έστησε το Μοναστήρι πού πάντοτε ήθελε. Στη συνέχεια, εκείνοι πού ποθούσαν τη μοναχική ζωή, ακούγοντας για τις αρετές και τα πνευματικά κατορθώματα τού
άγιου, έσπευδαν από παντού και έπαιρναν το αξίωμα της μοναχικής πολιτείας.

Αυτός υπήρξε ο μακάριος Δαβίδ, στολισμένος με πολλές αρετές και χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος επιτελούσε πολλά θαύματα και κατόρθωνε να βοηθάει πνευματικά.
Όταν έφτασε σε βαθιά γεράματα, με θεία αποκάλυψη προείδε την κοίμησή του και ανάγγειλε σε όλους τούς συνασκητές του πατέρες ότι μετά από τρεις ημέρες πρόκειται να
φύγει από την παρούσα ζωή κατά το θειο θέλημα. Την τρίτη ημέρα κάλεσε κοντά του όλους τούς πατέρες και τούς είπε: «Πατέρες, αδελφοί και τέκνα μου! Πρόκειται να πορευθώ
προς τον Κύριο μου ο οποίος με προσκαλεί. Εσείς γνωρίζετε τούς κανόνες της μοναχικής ζωής. Ακολουθείστε τους λοιπόν και μην αμελείτε· να είστε πάντοτε αφοσιωμένοι, με
την ψυχή και το νου σας, στην ιερά προσευχή· να δοξολογείτε τον Δεσπότη Χριστό, τον γλυκύτατο Ιησού και Σωτήρα του παντός, ενώ μεταξύ σας να έχετε την αγάπη του Θεού,
ώστε να εκπληρώνεται ο λόγος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: Όπου είναι συναγμένοι δύο ή τρεις στο όνομά μου, εκεί είμαι κι εγώ ανάμεσα τους (Ματθ. 18, 20). Να σκέπτεσθαι
διαρκώς τον θάνατο και να θυμάστε πάντοτε τα κάλλη του νοητού παραδείσου. Να αποφεύγετε τούς πονηρούς λογισμούς και να εξομολογείστε μόνο σε δοκιμασμένους
πνευματικούς, ώστε να διορθώνετε τούς πονηρούς λογισμούς και να έχετε την ουράνια χάρη. Να αποφεύγετε τη φιλία του κόσμου, να έχετε ταπείνωση, πραότητα, υπακοή και
να καταγίνεσθε με την ανάγνωση και τη μελέτη των θείων Γραφών.

Να ελεείτε όσους έχουν ανάγκη και προπαντός να εκτιμάτε την πνευματική πτώχεια. Να υπομένετε κάθε θλίψη και στενοχώρια, να πενθείτε και να κλαίτε για τα πλημμελήματά
σας και πάντοτε να γρηγορείτε στους πόνους, τούς κόπους και τις κακουχίες, για να απολαύσετε εκείνη την ανεκλάλητη χαρά, εννοώ την ουράνια Βασιλεία».
Αυτές και άλλες παρόμοιες νουθεσίες είπε ο ιερός πατέρας στους αδελφούς. Έπειτα άρχισε να αναπέμπει ύμνους και δοξολογίες στον πανοικτίρμονα Θεό, λέγοντας:
«Ευλογημένος είσαι, Δημιουργέ του ουρανού και της γης, Θεέ πολυέλεε, πού καταδέχθηκες να σταυρωθείς για να σώσεις την χαμένη ανθρώπινη φύση, σύ Πανάγιε Βασιλιά,
ως πολυεύσπλαχνος και ευσυμπάθητος Θεός συγχώρεσε με και παράβλεψε τα πταίσματά μου, ενίσχυσε με δε να παραστώ ακατάκριτος στο φοβερό σου βήμα».

Μόλις είπε την ευχή αυτή έστρεψε το βλέμμα του προς τούς μοναχούς και τούς είπε: «Ιδού, αδελφοί μου, ήλθε ο Δεσπότης Χριστός». Και αμέσως παρέδωσε την άγια του ψυχή
στα χέρια του ζώντος Θεού, ήταν η 1η Νοεμβρίου.
Οι μοναχοί καταλήφθηκαν από βαθιά λύπη και θρηνούσαν απαρηγόρητα γιατί στερήθηκαν τον κοινό πατέρα και διδάσκαλο τους. Έπεφταν πάνω στο άγιο λείψανο του και το
καταφιλούσαν με δάκρυα και μεγάλη ευλάβεια, γιατί δεν έλπιζαν ότι θα ξανάβλεπαν τον θειο και ιερό Δαβίδ, τον κοινό πατέρα και προστάτη των ψυχών τους. Κατόπιν ενταφίασαν
όλοι μαζί το άγιο λείψανο του με ιερές υμνολογίες και ακολουθίες, ενώ έκαναν κοινή προσευχή πάνω από τον τάφο του.
Άλλα και μετά την κοίμησή του ο άγιος επιτελούσε τόσα θαύματα, ώστε πλήθη ανθρώπων προσέρχονταν με ευλάβεια στη θεία σορό του και θεραπεύονταν από ποικίλες
νόσους. Και μέχρι σήμερα προστρέχουν στην Ιερά Μονή του οι χριστιανοί από πολλά μέρη, με πόθο και ευλάβεια, και απολαμβάνουν ιάσεις από την τίμια του κάρα, εκ της
οποίας η σιαγόνα είναι ξεχωρισμένη. Όπου μάλιστα προσκαλείται ευλαβικά η τίμια κάρα και η σιαγόνα, εκεί αρρώστιες θεραπεύονται, δαιμόνια εκδιώκονται, πάθη ποικίλα
ιατρεύονται, σμήνη καταστροφικών ακριδών απομακρύνονται.

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ

Ὁ Ἱερεύς: Εὐλογητός ὁ Θεός ἠμῶν πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ὁ Ἀναγνώστης: Ἀμήν.
Δόξα σοί, ὁ Θεός ἠμῶν, δόξα σοί.
Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἠμίν καί
καθάρισον ἠμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος καί σῶσον, Ἀγαθέ τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς. (τρεῖς φορές)
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον δός
ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Ψαλμός ρμβ΄ (142)
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τή ἀληθεία σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τή δικαιοσύνη σου• καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι
οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου, ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδίασεν
ἔπ ἐμέ τό πνεῦμά μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. διεπέτασα
πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἄπ ἐμοῦ, καί ὁμοιωθήσομαι
τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοῖ ἤλπισα• γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἤ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μου•
ἐξελού μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρός σέ κατέφυγον. δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μου• τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθεία.
Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ, ἐν τή δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου καί ἀπολεῖς πάντας
τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλός σου εἰμι.

Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος ἅ΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος β΄. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσαν μέ, καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος γ΄. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὔτη, καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἠμῶν.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἴτα τά παρόντα Τροπάρια.
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Τούς προσιόντας τοῖς λειψάνοις σου, καί ἐκζητούντας τήν θερμήν μεσιτείαν σου, Εὐβοίας μέγα καύχημα, παμμάκαρ Δαβίδ, ρύσαι πάσης θλίψεως, ἀνηκέστου μανίας τοῦ δολίου
δράκοντος, καί κινδύων παντοίων, ὡς παρρησίαν ἔχων πρός Θεόν, πνευματοφόρε ἀζύγων ὠράϊσμα.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσομεν πότε, Θεοτόκε, τά, δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι• εἰ μή γάρ σύ προίστασο πρεσβεύουσα, τίς ἠμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς δέ διεφύλαξεν ἕως
νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἔκ σού• σούς γάρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ψαλμός ν΄ (50)
Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου•ἐπί πλεῖον πλῦνον μέ ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας
μου καθάρισον μέ. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διαπαντός. Σοί μόνω ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἄν
δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου, καί νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθαι σέ. Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μέ ἡ μήτηρ μου. Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας,
τά ἄδηλα καί τά κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. Ραντιεῖς μέ ὑσσώπω, καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς μέ, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοί ἀγαλλίασιν καί
εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀποστρεψον τό πρόσωπόν σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἑξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον
ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψης μέ ἀπό τοῦ προσώπου σου καί τό πνεῦμά σου τό ἅγιον μή ἀντανέλης ἄπ ἐμοῦ. Ἀπόδος
μοί τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καί πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου, καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι. Ρύσαι μέ ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός,
ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου•ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τήν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις, καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν,
ἔδωκα ἄν•ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε,
ἐν τή εὐδοκία σου τήν Σιῶν, καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ• τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα• τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριόν
σου μόσχους.

Εἴτα ψάλλομεν τάς Ὠδᾶς τοῦ Κανόνος.
Ὠδή ἅ΄. Ἦχος πλ. α΄. Ὑγρᾶν διοδεύσας.
Θεῶ τό δοτήρι τῶν ἀγαθῶν, Δαβίδ θεοφόρε, τῷ δοξάσαντι σέ λαμπρῶς, προσπίπτων τά χείλη μου αἰτοῦμαι, εἰς τό ὑμνεῖν καί γεραίρειν σέ ἀνοιξον.
Εὐώδης Κυρίου ὤφθης λειμών, καρπούς μυροβόλους τῶν ἐνθέων σου ἀρετῶν, ἐκφύων, Δαβίδ• ὅθεν εὐχαίς σου, τήν δυσωδίαν παθῶν μου ἐκδίωξον.
Ὡς στύλον ἀσκήσεως ἄκλινη, Χριστῷ παιδιόθεν κολληθέντι διηνεκῶς, ὑμνοῦντες, Δαβίδ, σοί ἐκβοῶμεν• ἠμᾶς Χριστοῦ Ἐκκλησία προσκόλλησον.

Θεοτοκίον
Ἀρέσκειν τῷ Κτίστη τέ καί Θεῶ, πανύμνιατε Κόρη, καταξίωσον τόν πιστῶς, προσφεύγοντα σκέπη σου τή θεία, καί τήν σεμνήν σου μορφήν μεγαλύνοντα.

Ὠδή γ΄. Οὐρανίας ἁψίδος.
Ρυπωθεῖς τή κακία, καί βδελυραῖς πράξεσι, ταῖς σαῖς ἰκεσίαις προσῆλθον, ὅσιε, κράξων σοί• ἐκκάθαρον μέ, Δαβίδ, ὁ καθαρθεῖς ἐν ἀσκήσει, προσευχή, νηστεία τέ, πόνοις
καί θλίψεσι.
Ἐκκαθάραι μέ ρύπου, γέρον Δαβίδ, δέομαι, καί τάς ἐκτροπᾶς τοῦ νοός μου, σύ ἐπανόρθωσον, ὁ τόν Σωτήρα Χριστόν, ἀπό ψυχῆς ἀγαπήσας παιδιόθεν, ὄλβιε, σκεῦος
τῆς χάριτος.
Συμπαθές ἀντιλῆπτορ, ὡς ἀρραγές ἔρεισμα καί ἀδιατάρακτον τεῖχος, πάντες σέ ἔγνωμεν, Δαβίδ, ὅσιων φωστήρ, οἱ ἐκ μύχιων καρδίας, σπεύδοντες ἑκάστοτε, τή μεσιτεία σου.
Καθαγίασον πάσας, τάς εὐσεβῶν φάλαγγας, τάς προσερχομένας ἐν πίστει, τή θεία μάνδρα σου, Δαβίδ, φιάλη χρυσή, ἁγιασμοῦ τέ καί φρέαρ, ἐκβλυζάνων ἀπασιν, ὕδωρ ἰάσεων.

Θεοτοκίον.
Ἀδιάλλακτε Κόρη, ὡς πρός Χριστόν ἔχουσα, καί Υἱόν τόν σόν παρρησίαν, Μῆτερ ἀνήροτε, ἠγιασμένη γαστήρ, Αὐτόν ἀπαύστως δυσώπει, δοῦναι τοῖς ὑμνούσι σέ, χάριν καί ἔλεος.
Διασωσον ἀπό κινδύνων καί θλίψεων σούς ἰκέτας, τούς τιμώντας πανευλαβῶς, Δαβίδ, τήν σήν ἄσκησιν, καί σέβοντας κάραν σου τήν ἁγίαν.
Ἐπιβλεψον ἐν εὐμενεία, Πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπί τήν ἐμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τό ἄλγος. xristianos.gr

Εἴτα μνημονεύει ὁ Ἱερεύς ἐκείνων δί΄ οὖς ἡ Παράκλησις τελεῖται.
Αἴτησις καί τό Κάθισμα.
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Λοκρίδος βλαστός ἐδείχθης ἐνθεώτατος, Εὔβοιας πυρσός, παμμάκαρ φαεινότατος• διό σοί κραυγάζομεν, ἀσκητῶν, Δαβίδ, ἀκροθίνιον, γενοῦ ἠμῶν προστάτης ἀκλινής,
ἐν πάσαις τοῦ βίου περιστάσεσιν.

Ὠδή δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε.
Ἰατρεύεις νοσήματα λοιμικά, θεράπον Χριστοῦ θερμοτατε, τή ἀπαύστω μεσιτεία σου, πρός τόν Ποιητήν ἠμῶν καί Κύριον.
Νεολαίαν Ὀρθόδοξον, τήν χειμαζομένην βολαῖς τοῦ δράκοντος, ὑποστήριξον καί ἴθυνον, πρός τήν σωτηρίαν, Πάτερ ὅσιε.
Ἀμαυρώσας ὁ δείλαιος, τῆς ψυχῆς τήν χλαίναν ποικίλοις πταίσμασι, σαῖς πρεσβείαις ἑξαιτούμενος, δέομαι, Δαβίδ, αὐτήν σύ κάθαρον.

Θεοτοκίον
Ξένου θαύματος πρόξενε, Μῆτερ τοῦ Ὑψίστου τέ καί Παντάνακτος, δυσωπῶ σέ ὁ ταλαίπωρος, τάς ὁρμᾶς τοῦ σώματος καταστειλον.

Ὠδή ἐ΄. Φώτισον ἠμᾶς.
Ἴσχυσας, Δαβίδ, καθελεῖν ἐχθροῦ τήν ἔπαρσιν, θείω σθένει καί πρεσβεύεις νῦν ἠμᾶς, καταισχύναι προσευχή σατᾶν τόν δόλιον.
Ὤφθης πλημμυρίς, θαυμασίων τέ καί πέλαγος παραδόξων, ὑπερθαύμαστε Δαβίδ, ἐκπληρῶν τῶν σέ τιμώντων πάσαν αἴτησιν. xristianos.gr
Σώζειν ἐκ φθορᾶς, καί παγίδων τοῦ ἀλάστορος, εὖρες χάριν, παντευλόγητε Δαβίδ, τῶν Λοκρῶν καί Εὐβοέων σεμνολόγημα.

Θεοτοκίον
Οἴκτιρον ἠμᾶς, Θεοτόκε ὑπερύμνητε, ἡ τόν μόνον Πανοικτίρμονα Θεόν, συλλαβοῦσα καί τεκοῦσα ὑπέρ ἔννοιαν.

Ὠδή στ΄. Τήν δέησιν.
Νενέκρωμαι, οἶμοι, ὁ πολυστηνος, ἀκηδία, καί ὀφλήμασι πλείστοις, ἀλλά θαρρῶν σαῖς πλουσίαις πρεσβείαις, ἀναβοῶ σοί• Δαβίδ παμμακάριστε, ἀναστησόν μέ καί ταχύ,
τῆς ζωῆς μοί παρασχου τό φίλημα.
Μακάριος εἰ, Δαβίδ πανένδοξε, ὁ Κυρίου νηπιόθεν τά ἴχνη, ἀκολουθήσας καί φθάσας εἰς ὕψος, ἀοργησίας καί νήψεως ἄμετρον• διό καί χάριν δαψιλή, θεραπεύειν νοσήματα
εἴληφας.
Εὐφρόσυνον βιοτήν παρασχου μοί, ἐν εἰρήνη καί ἀγάπη τελεία, ὁ ἐκ ψυχῆς, ὤ Δαβίδ, ἀγαπήσας, τόν Λυτρωτήν καί ζωῆς τόν Εἰρήναρχον, καί τά θελήματα Αὐτοῦ, ἐκτελέσας
πιστῶς ἐν τῷ βίω σου.

Θεοτοκίον
Γηθόμενοι σοί, ἁγνή, κροστρέχομεν, τή πηγή τῶν ἀειζώων ναμάτων, καί ἐκβοῶμεν• ἐπόμβρισον τάχος, ταῖς ἐν κακίαις διψώσαις τῶν δούλων σου, καρδίαις νάματα σεπτά,
ἀθανάτου ζωῆς, Παναμώμητε.

Αἴτησις καί τό Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Προστασία τῶν χριστιανῶν
Ἀντιλήπτορα μέγα ἡ μάνδρα σου κέκτηται, συμπαθῆ ἀρωγόν καί προστάτην θερμοτατον, σέ τρισμάκαρ Δαβίδ, καί χαίρουσα ἀναβοᾶ• ζόφον δίωξον ἁμαρτιῶν, καί τήν σωτήριον
ὁδόν, δεῖξον τοῖς προσπελάζουσι, ταύτη καί προσκυνούσι, τήν κάραν σου τήν ἁγίαν, καί τῷ χορῶ τῶν μοναστῶν, ὡς Χριστοῦ θεράπων γνήσιος.

Προκείμενον: Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ.
Στίχος: Τό στόμα μου λαλήσει σοφίαν καί ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου σύνεσιν.

Εὐαγγέλιον.
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον (Κέφ. ἴα΄ 27-30)
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς• πάντα μοί παρεδόθη ὑπό τοῦ Πατρός μου, καί οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν Υἱόν, εἰμή ὁ Πατήρ, οὐδέ τόν Πατέρα τίς ἐπιγινώσκει εἰμή ὁ Υἱός,
καί ὤ ἐάν βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός μέ πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου
ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμί καί ταπεινός τή καρδία καί εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Ταῖς τού σου Ὁσίου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἑξάλειψον τά πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχος: Ἐλεῆμον, ἐλέησον μέ ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου.

Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Μονοτρόπων καύχημα, καί τῶν ὅσιων φωσφόρε, λύχνε λάμπων ἀπασιν, ἀρετῶν λαμπρότητι καί φαιδρότητι, σέ ἰκετεύομεν πάσης στενώσεως, ἐπηρείας τοῦ ἀλάστορος, νόσων,
μολύνσεων, κινδύνων τέ λύμης καί θλίψεως, τάχιστα ἁπάλλαξον, τούς ἐκδεχομένους σήν μεσιτείαν. Σέμνωμα Εὔβοιας, Δαβίδ θαυματουργέ, τούς εὐλαβῶς, ἐπιζητοῦντας τήν
χάριν σου, ὑγιεῖς συντήρησον.

Ὁ Ἱερεύς:
Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου• ἐπισκεψαι τόν κόσμον σου ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς. Ὑψωσον κέρας Χριστιανῶν ὀρθοδόξων καί καταπεμψον
ἐφ’ ἠμᾶς τά ἐλέη σου τά πλούσια• πρεσβείαις τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας• δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ• προστασίαις
τῶν τιμίων ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων• ἰκεσίαις τοῦ Τιμίου καί Ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου• τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων Ἀποστόλων•
ὧν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἠμῶν, μεγάλων ἱεραρχῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθανασίου καί
Κυρίλλου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμμονος, πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας. Νικολάου τοῦ ἐν Μύροις, Σπυρίδωνος ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τῶν Θαυματουργῶν• τῶν ἁγίων ἐνδόξων
μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου, Θεοδώρων Τύρωνος καί Στρατηλάτου, τῶν ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους καί Ἐλευθερίου, τῶν ἁγίων
ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων. Τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἠμῶν. Τῶν ἁγίων καί δικαίων θεοπατόρων Ἰωακείμ καί ’Ἄννης. Τοῦ οσίου Δαβίδ του εν Ευβοίας,
καί πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἰκετεύομεν σέ, μόνε πολυέλεε Κύριε. Ἐπάκουσον ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων σου καί ἐλέησον ἠμᾶς. xristianos.gr

Ὠδή ζ΄. Οἱ ἐκ τίς Ἰουδαίας.
Ἐν Εὔβοια δομήσας, περιώνυμον μάνδραν, Δαβίδ, ἐσύναξας ἀζύγων μέγα πλῆθος, καί τούτους κατηχήσας, σωτηρίοις διδάγμασιν, ἀπῆλθες πρός οὐρανούς, ὑπέρ ἠμῶν πρεσβεύειν.
Ρύμην τήν τῶν κωνώπων, ὁ διώξας ἐν Δύστω ταῖς σαῖς ἐντεύξευσι, Δαβίδ θαυματοφόρε, ἐκδίωξον ἐν τάχει, πάσαν θλίψιν καί ἔννοιαν, ἀκάθαρτον ἀφ’ ἠμῶν, ταῖς πρός
Χριστόν εὐχαίς σου.
Ὁ τήν συκοφαντίαν, ἀνεχθεῖς τῶν ἄπιστων ἐχθρῶν του Πνεύματος, Δαβίδ, ἐν Λεβαδεία, ἐκ ταύτης σούς ἰκέτας, ἀπολύτρωσαι, Ὅσιε, ἴνα τούς νόμους Χριστοῦ, φυλάξωμεν ἀσμένως.

Θεοτοκίον.
Νομοθέτην τεκοῦσα, ἀνηρότως, Παρθένε, Χριστόν τόν Κύριον, τῆς εὐσεβείας νόμους, καί τοῦ Εὐαγγελίου, τούς ὑμνοῦντας σέ πάντοτε, τηρεῖν ἀμέμπτως, ἁγνή, ἀξίωσον
σούς δούλους.

Ὠδή ἡ΄. Τόν Βασιλέα.
Δύναμιν δός μοί, ὁ δυνατός ἐν τοῖς ἔργοις, καί τοῖς ρήμασι φανεῖς, Δαβίδ παμμάκαρ, πάση ἀντιστῆναι, τοῦ πονηροῦ ἰσχύϊ.
Ἀμέμπτων ὤφθης, ἠθῶν, Δαβίδ, ἐκμαγεῖον, καί διάκονος τῶν θείων μυστηρίων• ὅθεν σέ ὑμνοῦντες, αἰτούμεθα λιτᾶς σου.
Βλέψον ἐξ ὕψους, σοφέ Δαβίδ, καί παθῶν μου, διεκχύσεις ψυξον ταῖς σαῖς ἰκεσίαις, πρός τόν Βασιλέα, καί Λυτρωτήν τοῦ κόσμου.

Θεοτοκίον.
Ἰσχύν λαβοῦσα, ἐξευμενίζειν τόν Κτίστην ὥσπερ Μήτηρ παναμώμητος Ἐκείνου, ἐκτενῶς δυσώπει, ὑπέρ ἠμῶν, Παρθένε.

Ὠδή θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Δαβίδ πνευματοφόρε, τήν σεπτήν μονήν σου, σκέπε ἀεί, περιφρουρεῖ καί φύλαττε, σύν τοῖς χοροῖς τῶν ἀζύγων, τῶν δοξαξόντων σέ.
Χαρᾶς ἐπουρανίου, τυχεῖν ἀξίωσον μέ, τόν σέ Δαβίδ, θεοφόρε, ὡς γνώμονα, τῶν ἀρετῶν καί θαυμάτων, πρόξενον μέλποντα. xristianos.gr
Ἀξίωσον τιμᾶν σέ, ἐν εὐήχοις ὕμνοις, καί τήν σορόν προσκυνεῖν τῶν λειψάνων σου, τούς εὐφημούντας ἀπαύστως, Δαβίδ, σέ ἅγιε.

Θεοτοκίον.
Ρυσθῆναι μέ μανίας, τοῦ Βελίαρ, Μῆτερ, ἡ τῶν ἀνθρώπων τόν ρύστην κυήσασα, τόν Λυτρωτήν, Ζωοδότην, καί πάντων Κύριον.
Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν
ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν τήν ὄντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν. xristianos.gr

Καί τά παρόντα Μεγαλυνάρια.
Χάριτας βλυζάνει παντοδαπᾶς, ἡ σεπτή σορός σου, θεοφόρε πατήρ Δαβίδ, τοῖς προσερχομένοις, αὔτη μέτ΄ εὐλαβείας, καί πίστει ἐκζητούσι τήν μεσιτείαν σου.
Προσδεξαι δεήσεις σῶν ἱκετῶν, φωτοφόρον ἄστρον, τῆς Εὔβοιας, κλεινέ Δαβίδ, καί ἐξ ἐπήρειας τοῦ μιαροῦ Βελίαρ, ἁπάλλαξον τούς πόθω ὑμνολογοῦντας σέ.
Καύχημα Λοκρίδος περικαλλές, Ἄθωνος καί Ὄασης, ἐνδιαίτημα εὐκλεές, Ναυπακτίας κλέος, ὠράϊσμα Στειρίου, Δαβίδ, καί τῆς Εὔβοιας πέλεις θησαύρισμα.
Σκέπε, φρούρει, φύλαττε ἐκ δεινῶν, τήν σεπτήν μονήν σου, ὀσιώτατε ἀσκητά, ἤς δομήτωρ πέλεις θεοσοφός, καί ρύσαι, αὐτήν ἐξ ἐνεστώσης βλάβης καί θλίψεων.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἵ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἠμᾶς.

Τό Τρισάγιον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς. (τρεῖς φορές)
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον
δός ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Καί τό Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος ἅ ΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ταπεινώσεως ἄστρον τηλαυγές τό τοῦ Πνεύματος, ταῖς βολαῖς ἀστράψαν καί κόσμον, καταυγάσαν τοῖς θαύμασι, τόν γόνον Ταλαντίου τόν κλεινόν, καί καύχημα Εὔβοιας ἱερόν,
ἐπαινέσωμεν ἐκθύμως, Δαβίδ τόν θεοφόρον καί βοήσωμεν• Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου, πάσιν ἰάματα.

Ἐκτενής καί Ἀπόλυσις, μέθ΄ ἤν ψάλλομεν τό ἑξῆς:
Ἦχος β΄. Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Πάντων, ὀσιώτατε Δαβίδ, γέρον κεκλημένε, τῶν ποθῶ, ἀσπαζομένων πιστῶς, κάραν σου τήν παντιμον καί σήν λειψάνων σορόν, τάς αἰτήσεις ἐκπλήρωσον, καί ἐξ ὀλέθριων,
πειρασμῶν τοῦ δράκοντος, ἁπάλλαξον σαῖς λιταῖς, ἴνα ἀκλινῶς σέ τιμῶσι, καί τόν βασιλέα τῶν ὅλων, τόν σέ μεγαλύναντα δοξάζωσι.

Ἦχος πλ. δ΄.
Δέσποινα προσδεξαι, τάς δεήσεις τῶν δούλων σου, καί λύτρωσαι ἠμᾶς, ἀπό πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως.

Ἦχος β΄.
Τήν πάσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μέ ὑπό τήν σκέπην σου.

Ὁ Ἱερεύς: Δί’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἠμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς. Ἀμήν.