ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ



Ο Άγιος Κυπριανός γεννήθηκε το 211μ.Χ. περίπου στην Καρχηδόνα. Η Καρχηδόνα ήτανε παράλια πόλη της Βόρειας Αφρικής.

Ο Κυπριανός κατάγετο από μεγάλη και πλούσιαν οικογένεια Συγκλητικών. Ήτανε και πολύ έξυπνος και επιμελής στα γράμματα. Πήρε γι' αυτό το λόγο σπουδαίαν μόρφοση και είχε κάνει λαμπρές σπουδές. Διακρίθηκε στη φιλοσοφία και τη ρητορική. Εξάσκησε το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα και απόκτησε μεγάλη φήμη και πολλά χρήματα.

Δυστυχώς όμως τα χρήματα τα πολλά τον έκαμαν να ζη ζωή άνετη, ελεύθερη, αχαλίνωτη, απολαυστική και ηθικώς επιλήψιμη. Ήτανε ειδωλολάτρης και μάλιστα πολύ αφοσιωμένος στη λατρεία των ειδώλων. Το ειδωλολατρικό περιβάλλον τον έσπροχνε στην άτακτη εκείνη ζωή.

Το χειρότερο όμως ήταν, οτι είχεν επιδοθή και στη μαγεία. Ασχολείτο πολύ με την μαγική τέχνη, η οποία είχε πέραση την εποχή εκείνη, λόγο της ειδωλολατρίας. Είχε καταστή διάσημος μάγος της εποχής του. Πήγε μάλιστα και στη Αντιόχεια, που άκμαζε τότε στα γράμματα και με την ονομασία " Συριάδες Αθήναι", έδειξε τις ικανότητες του.

Πως όμως από ειδωλολάτρης και μάγος, έφτασε να γίνη Χριστιανός και Άγιος; Σ' αυτό συντέλεσε το παρακάτω γεγονός...

Από την Αντιόχεια κατήγετο η Αγία Ιουστίνα. Αυτή ήτανε κόρη ενός ιερέα των ειδώλων που ονομαζότανε Αιδέσιος. Η Ιουστίνα είχε μεν καλή καρδιά και προαίρεση, αλλά σαν ειδωλολάτρισσα, που ήτανε κι εκείνη στην αρχή, είχε πολλά αγκάθια, διότι ακολουθούσε την ασέβεια των γονιών της. Όσο μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο γινώτανε και πιό γνωστική. Επειδή δε ήτανε καλοπροαίρετη, ο Θεός τη φώτισε, ώστε να βρή την πραγματική θεογνωσία, να πιστέψη στον μόνο Αληθινό Θεό και να περιφρονή την ειδωλολατρική θρησκεία.

Την βοήθησε σ' αυτό πολύ κι ένας διάκονος από την Αντιόχεια, που ονομαζόταν Πραΰλιος. Από αυτόν άκουσε για την ενανθρώπιση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός εξηγούσε το Μυστήριο της ένσαρκου οικονομίας, το πως δηλαδή οικονόμησε ο Θεός τα πράγματα, για να σώση τον κόσμο απο τον θάνατο της αμαρτίας, με το να γίνη άνθρωπος και να πάρη στον ώμο τους τους μετανοημένους. Εξηγούσε ακόμη πως γεννήθηκε, πως έζησε ο Κύριος, τι δίδαξε, ποιά ήταν τα θαύματα Του, πως σταυρώθηκε, πως ετάφη και τέλος πως αναστήθηκε.

Τ' άκουσε αυτά η Ιουστίνα και στερεώθηκε στην Πίστη του Χριστού. Επιθυμούσε όμως να διδαχθή φανερά την χριστιανική θρησκεία, αλλά επειδή έταν νέα και παρθένα, ντρεπότανε. Γι' αυτό πήγαινε κρυφά στην Εκκλησία, να ακούει θεία λόγια.

Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και είπε στην μητέρα της την Κληδονία:

- Δεν μου λες μητέρα, γιατί πιστεύουμε σ' αυτούς τους θεούς, που είναι αναίσθητοι και χειροποίητοι; Ξέρεις τους Γαλιλαίους ( Χριστιανούς); Αυτοί είναι σπουδαίοι και δυνατοί, διότι μόλις κανείς από αυτούς φανεί, οι δικοί μας θεοί τρέμουν και φεύγουν, σαν κλέφτες. Και είναι πράγματι κλέφτες, διότι κλέβουν την τιμή, που πρέπει να προσφέρουμε στον Θεό και κολάζουν τις ψυχές μας.

Η μητέρα της τ' άκουσε αυτά, αλλά δεν σκόπευε ν' αφήση τα είδωλα. Τα είπε όμως στον άντρα της. Κι' αυτό, γιατί φοβότανε μήπως εκείνος το μάθη ξαφνικά και σκοτώση την κόρη του. Ο πατέρας της, ο Αιδέσιος, όταν τ' άκουσε, άρχισε να αμφιβάλλη για τους θεούς του. Ήταν νύκτα και όταν κοιμήθηκε, είδε τον Χριστό μέσα σ' Αγγέλους. Του έκαμε νεύμα και του είπε:

- Έλα σε Μένα και θα σου χαρίσω την Βασιλεία των Ουρανών.

Όταν ξύπνησε, δεν ήθελε καμμιά άλλη απόδειξη, για να πιστέψει στον Χριστό. Πήρε, λοιπόν, την γυναίκα του και την κόρη του Ιουστίνα και πήγε στον Επίσκοπο, που τον λέγανε Όκτατο. Ο Επίσκοπος σαν άκουσε την οπτασία του, τον δέκτηκε και έπειτα από λίγο τους βάπτισε όλους.

Ο Αιδέσιος, ο πατέρας της Ιουστίνας, χειροτονήθηκε. Και από ιερέας των ειδώλων, έγινε Ιερέας του Θεού του Υψίστου και Ιερουργός των θείων Μυστιρίων. Έζησε έπειτα καθαρή και θεάρεστη ζωή. Έζησε δε έτσι ενάμισυ χρόνο και πήγε στον Κύριο, τον Οποίο αγάπησε ολόψυχα. Έπειτα από λίγο καιρό κοιμήθηκε και η μητέρα της Ιουστίνας.

Η παρθένος Ιουστίνα, έμεινε, βεβαίως, ορφανή από πατέρα και μητέρα, αλλά επρόκοπτε κάθε ημέρα στις αρετές.

Αφωσιώθηκε ολόψυχα στον Χριστό και το έργο Του. Έτρεχε στους αρρώστους, που προσπαθούσε ν' ανακουφίζη. Εργαζόταν μαζί με άλλες κοπέλλες για να τις κατηχή και να τις φέρει κοντά στον Χριστό. Διέδιδε παντού τον λόγον Του Θεού. Από όλες τις αρετές περισσότερο υπερείχε η σεμνότητα και η αγνότητα της. Αγωνιζότανε να κρατηθή αμόλυντη και καθαρή από κάθε σαρκικό ρύπο και ένοχο λογισμό.

Ο φθονερός διάβολος δεν μπορούσε να την αφήση απολέμητη. Και να τι της έκαμε: Υπήρχε την εποχή εκείνη κάποιος νέος γραμματισμένος. Ήταν από ευγενή οικογένεια και αρκετά πλούσιος. Δυστυχώς όμως ήτανε ακόλαστος και ακράτητος στις σαρκικές ηδονές. Αυτός είδε επανειλημμένος την παρθένα Ιουστίνα, που πήγαινε Εκκλησία. Πληγώθηκε τότε η καρδιά του από το κάλλος της, αν και η μακαρία εκείνη παρθένος, αγωνιζότανε να μαραίνη την ομορφιά της.

Ο νέος αυτός της έκανε νεύματα, της έλεγε επαίνους και γλυκόλογα, της πρότεινε να την πάρη γυναίκα του. Αλλά η Ιουστίνα είχε δοθή στον Νυμφίο Χριστό και απέκρουσε μ' επιμονή τον νεαρό Αγλαΐδα.

Ο Αγλαΐδας δεν σταμάτησε ως εκεί. Μαζί με μερικούς φίλους του, επεχείρησε να την απαγάγη βιαίως. Έτρεξαν όμως οι συγγενείς της οπλισμένοι και εκείνος, όταν τους είδε φοβήθηκε, κι έφυγε ντροπιασμένος.

Η παρθένος, στην επιμονή του τον έφτυνε και τον απέκρουε. Αλλά ο Αγλαΐδας και πάλι δεν απογοητεύτηκε. Από το πάθος του έρωτα έκανε κι άλλες πανουργίες κρυφά. Τέλος κατέφυγε στον μεγάλο τότε μάγο Κυπριανό, ο οποίος, όπως είπαμε, είχε σπουδάσει την φιλοσοφία και την μαγική τέχνη στην εντέλεια, και ο οποίος βρισκόταν στην Αντιόχεια για να δείξη τις ικανότητες του.

- Σε παρακαλώ, του είπε ο Αγλαΐδας, θέλω να κάμης μάγια, για να πετύχω τον σκοπό μου. Θέλω η Ιουστίνα να γίνη δική μου, και γω θα σου δώσω, όσα χρήματα και χρυσάφι θέλεις. Αλλοιώτικα θ' αυτοκτονίσω .

Ο Κυπριανός του το υποσχέθηκε. Πήρε τότε τα μαγικά του βιβλία και έκαμε τα μάγια του, καλώντας μαγικά πνεύματα. Κατόπιν, με ένα δοχείο γεμάτο, ραντίσανε απ' έξω το σπίτι της παρθένου Ιουστίνης. Ήτανε δε βέβαιος, πως τα μάγια θα πιάσουν. Άλλωστε πίστευε οτι δεν υπήρχε κανένα έργο που να μην μπορεί να το κάνει. Το να κάμη λοιπόν μια κοπέλλα να αγαπήση ένα νέο, το θεωρούσε ευκολώτατο. Κι όμως την Ιουστίνα δεν την πιάσανε τα μάγια του.

Τα μεσάνυχτα η Χριστιανή παρθένος, όπως είχε συνήθεια κάθε βράδυ, ξύπνησε, για να προσευχηθή. Αισθανότανε όμως κάτι περίεργες επιθυμίες. Και οι κακές αυτές επιθυμίες μέσα της άναβαν και φούντωναν. Τότε αυτή αντιστάθηκε στις επιθυμίες και πολεμούσε με την προσευχή. Έκαμε και το σημείο του Σταυρού, που είναι φοβερό όπλο εναντίον των δαιμόνων. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπον, απαλλάχτηκε και ηρέμησε η Χριστιανή κοπέλλα από τους λογισμούς και τις πονηρές επιθυμίες.

Επειδή όμως είδε ο Κυπριανός, οτι δεν πέτυχε τον σκοπό του, μεταχειρίσθηκε κι άλλες μαγείες. Έκαμε δηλαδή και άλλα μάγια δυνατώτερα. Αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να κάμη τίποτε. Στο τέλος έβαλε όλες του τις μαγικές δυνάμεις. Κάλεσε τα μεγαλύτερα πονηρά πνεύματα και ισχυρότερα, χωρίς πάλι να επιτύχη τίποτε.

Τελευταίο απ' όλα ο σατανάς με τον οποίον είχεν συνεργασίαν και επικοινωνία ο Κυπριανός, μεταχειρίσθηκε τον εξής πανούργον τρόπον:

Παρουσιάσθηκε στην Ιουστίνα σαν καλή και ευσεβής γυναίκα. Κατάφερε δε να πάρη την παρθένο και να πάνε στο σπίτι της, για να αλληλοβοηθούνται στην πνευματική ζωή και στην αρετή, σαν καλές πνευματικές αδελφές.

Σε μιά όμως συζήτηση περί παρθενίας της είπε με τρόπο η γυναίκα εκείνη:

- Για πες μου σε παρακαλώ, αν όλες οι γυναίκες έμεναν παρθένες, τότε κατ' ανάγκη δεν θα χανόντανε οι ανθρώποι από τον κόσμο;

Μόλις άκουσε αυτά η Ιουστίνα, κατάλαβε την πλεκτάνη του δαίμονα και με την προσευχή και το σημείο του Σταυρού, τον έκαμε να εξαφανισθή.

Η αποτυχία αυτή του Κυπριανού, τον έκανε να εξετάση τι ήτανε αυτή η κοπέλλα η Ιουστίνα, που δεν την πιάνανε τα μάγια. Τότε έμαθε, οτι ήτανε Χριστιανή και με τη δύναμη του Σταυρού συνέτριβε κάθε δαιμονική ενέργεια. Τότε λοιπόν, εννόησε, οτι οι Χριστιανοί, έχουν μεγαλύτερη δύναμη από την δική του. Και οτι τους πιστούς Χριστιανούς δεν τους πιάνουν τα μάγια. Παρακολούθησε κατόπιν και αυτός την Ιουστίνα και θαύμασε την αρετή της.

Τέλος αποφάσισε κι αυτός να προσέλθη σ' αυτή την θρησκεία, η οποία είχε τέτοια δύναμη και η οποία αναδεικνύει τόσον ενάρετους ανθρώπους.

Ο Κυπριανός, έβλεπε, οτι η Εκκλησία και πριν δια μέσου των οργάνων Της, έρριχνε τα δίχτυα Της, για να τον τραβήξει στην Πίστη του Χριστού και την αντέκρουε. Τώρα όμως που είδε οτι η δύναμη των πονηρών πνευμάτων, με τα οποία συνεργαζόταν, ήταν ανίσχυρη μπροστά στους Χριστιανούς, αποφάσισε να αρνηθή την ειδωλολατρία και την μαγική τέχνη και να προχωρήση οριστικά στον Χριστιανισμό. Τον βοήθησε κι ένας Ιερέας ο Καικίλιος, από τον οποίον και πήρε το ίδιο όνομα κατά την βάπτιση του σαν Χριστιανός τώρα.

Μάζεψε έπειτα όλα τα μαγικά του βιβλία και όλα τα είδωλα, τα αγάλματα των ειδωλολατρικών θεών. Τα έφερε και τα έκαψε μπροστά στον Επίσκοπο. Πώλησε έπειτα τα υπάρχοντα του και τα χρήματα τα έδωσε στην Εκκλησία για τους φτωχούς και για τις ανάγκες Της. Αποτραβήχτηκε στη συνέχεια αμέσως στην μοναξιά. Δόθηκε στην μελέτη των Αγίων Γραφών και των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Περισσότερο προτιμούσε τον Τερτυλλιανό.

Πέρασε έτσι το στάδιο του κατηχούμενου. Αναστέναζε και έκλαιε για την προηγούμενη του αμυαλωσύνη. Προσευχότανε ακατάπαυστα στο Θεό. Μούσκευε το προσκέφαλο του από τα δάκρυα της μετανοίας. Δεν τολμούσε ν' αναφέρη τ' όνομα του Θεού από ταπεινοφροσύνη, διότι σκεπτόταν τις αμαρτίες του, που είχε κάνει μπροστά στα μάτια του Θεού.

Το Μέγα Σάββατο του 246 μ.Χ. όλη τη νύχτα προσευχόταν και έκλαιε. Το πρωί πήγε στην Εκκλησία. Στον όρθρο άκουσε το ψαλμικό " Είδες Κύριε, μη παρασιωπήσης Κύριε, μη φύγεις απ' εμένα και να καταλαβαίνει το παιδί μου το αγαπητό, το οποίο ευαρέστησα". Επίσης άκουσε κι εκείνο που λέει " Ο Χριστός μας εξαγώρασε απο την κατάρα του νόμου, αφού έγινε ο ίδιος κατάρα για χάρη μας".

Αυτά που άκουσε, του δώσανε θάρρος, οτι ο Θεός τον δέχεται. Τότε ειρήνευσε η ψυχή του. Την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου αξιώθηκε να βαπτισθή. Ήτανε 35 χρονών τότε, και η χαρά που αισθάνθηκε ήταν απερίγραπτη.

Έπειτα από ένα μήνα, χειροτονήθηκε με τη σειρά αναγνώστης, υποδιάκονος και διάκονος. Δέχθηκε από τον Θεό θείαν έμπνευση και δύναμη εναντίον των παθών. Του δόθηκε από τον Θεό και ειδική Χάρη εναντίων των δαιμόνων, να λύνη δηλαδή τα μάγια και να διώχνη τους δαίμονες, τους οποίους είχε υπηρετήσει προηγουμένος.

Οι ειδωλολάτρες προσπαθήσανε με τους ιερείς τους και τους λόγιους τους να τον αποσπάσουνε από την νέα Πίστη του, αλλά η Πίστη του στο Χριστό ήτανε τόσο μεγάλη, που του είχε γεμίσει όλη του τη ζωή και όλη του την ύπαρξη. Ήταν έτοιμος, για την Πίστη του Χριστού ν' αγωνισθή και να πεθάνη.

Εργαζότανε εντατικά, για την εξάπλωση και πιό πέρα. Μέσα στην πόλη της Καρχηδόνας δίδασκε τους νέους που ποθούσαν μιά ανώτερη επιστημονική μάθηση. Σε συναθροίσεις, που γινόντανε μέσα στα σπίτια, ακουγότανε η φωνή του Κυπριανού, που παρακινούσε τους πιστούς να δοθούν ολόψυχα στην Πίστη του Χριστού.

Ένα έτος μετά το άγιο Βάπτισμα δέχεται, έπειτα από επίμονη απαίτηση όλων, να γίνει ιερέας. Τότε λοιπόν έγινε και ο καθημερινός διδάσκαλος του ποιμνίου του. Ο άμβωνας αστράπτει και βροντά. Κατακτά και στερεώνει τις ψυχές με τα λόγια του, αλλά και με την πύρινη πίστη του.

Έπειτα από δύο χρόνια, το 248 μ.Χ., πέθανε ο Επίσκοπος Καρχηδόνος Δονάτος. Όλοι ζητούσανε, για επίσκοπο τον Κυπριανό. Ο Κυπριανός αισθανότανε, οτι υπήρξε αμαρτωλός προτήτερα και οτι πολύ του ήτανε που έγινε και Ιερέας. Βεβαίως, το Βάπτισμα τον είχε καθαρίσει τελείως. Εκείνα τ' αμαρτήματα, που είχε κάμει τότε, ήτανε ασφαλώς κωλύματα για την Ιερωσύνη και για την Αρχιερωσύνη. Αλλά επειδή γίνανε πριν από το Βάπτισμα ήτανε καθαρός από αυτά.

Για να αποφύγη, λοιπόν, κρύφτηκε σ' ένα φιλικό του σπίτι. Μαθέφτηκε όμως το σπίτι εκείνο και ο λαός ώρμησε και το περικύκλωσε. Απαιτούσε επίμονα από τον Κυπριανό να δεχτή την Επισκοπική χρειροτονία.

- Εγώ τους έλεγε, είμαι νεόφυτος. Μόλις πριν δύο χρόνια βαπτίστηκα. Άλλωστε υπάρχουν άλλοι, που είναι αρχαιότεροι και καλύτεροι από μένα. Αυτούς να κάνετε.

Ο λαός όμως απειλούσε να τον αρπάξη δια της βίας. Αναγκάστηκε στο τέλος να ενδώση. Και σε ηλικία 37 χρονών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Καρχηδόνας.

 Σαν Επίσκοπος, εκτελεί με πολύ ζήλον τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Με τη δύναμη των λόγων του, με τις επιστολές του, και με τον θεοφιλή και ενάρετο βίον του οδήγησε αναρίθμητους άπιστους στον Χριστό. Τότε και την ευγενή παρθένον Ιουστίνα, την έκαμε διάκονο της Εκκλησίας του Χριστού. Αυτή προτήτερα λεγόταν Ιούστα, αλλά κατά την χειροτονία της, της δόθηκε το όνομα Ιουστίνα και την συναρίθμησε με τους διακόνους της Εκκλησίας. Την έκαμε μάλιστα και ηγουμένη των ασκητριών της Καρχηδόνας, κι αυτή τους φερότανε σαν μητέρα τους.

Η φήμη του Κυπριανού ξαπλώθηκε, όχι μόνο στην Καρχηδόνα, αλλά και σ' όλη τη Δύση και την Ανατολή. Έπειτα από δύο χρόνια, από τότε που έγινε Αρχιερέας, το 250μ.Χ. ξέσπασε εντίων των Χριστιανών της Καρχηδόνας ο Διωγμός από τον Δέκιο. Στα αμφιθέατρα της Καρχηδόνας έριχναν τους Χριστιανούς οι ειδωλολάτρες στα άγρια θηρία για να τους εξαλείψουν μ' αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο.

Οι αρχές τον ζητούσανε παντού, αλλά δεν τον εύρισκαν. Ο Κυπριανός κατέφυγε κάπου και από εκεί έδινε τις οδηγείες του. Κρύφτηκε όχι διότι φοβότανε τον θάνατο που θα του έδινε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου, αλλά διότι είχε υπόψιν του εκείνο που είπε ο Κύριος " Όταν από μιά πόλη σας καταδιώκουν να φεύγετε στην άλλη".

Από εκεί, όπως είπαμε, σαν καλός ποιμένας, φρόντιζε για το ποίμνιο του. Το στήριζε συνεχώς με τις επιστολές του. Από εκεί επίσης αγωνιζόταν για να εξαλείψη εξ ολοκλήρου το πνεύμα της ειδωλολατρίας.

Ο Κυπριανός μετά από περισσότερο από ένα χρόνο επέστρεψε στην Καρχηδόνα, το 251 μ.Χ. μετά το Πάσχα.

Το 252 μ.Χ. εξερράγη νέος διωγμός εναντίον των Χριστιανών, από τον αυτοκράτορα Γάλλο. Οι Χριστιανοί φυλακίζονταν και βασανίζονταν σε σκληρά μαρτύρια. Ο Κυπριανός νουθετούσε τους πιστούς και τους παρακινούσε να σκέφτονται μόνο την ουράνια δόξα και να θέλουν τα μαρτύρια από τα ξίφη, τις φωτιές και τα θηρία. Αυτά, έλεγε, μας φέρνουν την μακαριότητα. Με μεγάλο, αλλά πρόσκαιρο πόνο, μας χαρίζουν την αιώνια Βασιλείαν των Ουρανών.

Συγχρόνως με τον διωγμό, προέκυψε και η επιδημία της ανίατης τότε ασθένειας πανώλης. Συμφωρά μεγάλη!  Πέθαιναν κατά χιλιάδες στην Καρχηδόνα.  Οι ανθρώποι φεύγανε από την πόλη για να σωθούνε. Άλλοι πέφτανε στους δρόμους και στα σπίτια τους μισοπεθαμένοι. Κανένας δεν τους κοίταζε. Κανένας δεν φρόντιζε τους ασθενείς. Κανένας δεν έθαβε τα πτώματα, τα οποία σάπιζαν μέσα στην πόλη και την γεμίζανε με φρίκη και μολυσμό.

Τότε ο Κυπριανός, μάζεψε τους Χριστιανούς και τους είπε να δείξουν την χριστιανική τους Αγάπη. Να την δείξουν όχι μόνο στους άλλους Χριστιανούς αλλά και στους διώκτες και εχθρούς τους, τους ειδωλολάτρες. Πράγματι οι Χριστιανοί  συγκέντρωσαν χρήματα και προμήθειες και με αυτοθυσία ριχτήκανε στην περιποίηση των αρρώστων και την ταφή των νεκρών, χωρίς να φοβούντε μην κολλήσουν κι αυτοί την ανίατη αυτή αρρώστια. Και όπως τους είπε ο Κυπριανός, περιποιούνταν όχι μόνο τους Χριστιανούς, αλλά και τους διώκτες τους, τους ειδωλολάτρες. Κινούμενοι από την αγάπη του Χριστού δεν φοβούνταν τον θάνατο. Βοηθούσανε όλους ανεξαιρέτος πιστούς και άπιστους. Τι ύψος αγάπης! Αυτή την αγάπη μόνο στους οπαδούς του Χριστού τη βρίσκει κανείς. Πουθενά αλλού! Αυτή η στάση των Χριστιανών έκαμε και αυτούς τους εθνικούς να θαυμάσουν και να τους εκτιμήσουνε.

Κάποτε πολλοί ληστές μπήκανε στην χώρα της Νομαδικής. Συλλάβανε πολλούς Χριστιανούς και τους πήρανε αιχμαλώτους. Οι Επισκόποι ειδοποίησαν για τούτο το συμβάν τον Κυπριανόν στην Καρχηδόνα. Εκείνος τότε παρακίνησε τους Χριστιανούς και όλοι συνείσφεραν για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Συγκεντρώθηκε έτσι ένα μεγάλο ποσό. Με αυτό εξαγοράσανε τους αιχμαλώτους.

Ο Κυπριανός αντιστάθηκε και στον Πάπα Στέφανο. Ο Πάπας υποσύριζε, οτι το Βάπτισμα των αιρετικών είναι έγκυρο. Οι Επίσκοποι όμως της Ανατολής υποστηρίζανε, οτι είναι άκυρο και οτι, όσοι είναι βαπτισμένοι από αιρετικούς, να ξαναβαπτίζωνται. Ο Κυπριανός συμφωνούσε με την γνώμη των Ανατολικών και όχι του Πάπα.

Ο Πάπας ήθελε να αφορίση τον Κυπριανό. Τότε ο Κυπριανός συγκάλεσε τρείς τοπικές Συνόδους στην Καρχηδόνα: Την πρώτη, το 255μ.Χ. την δεύτερη το 258μ.Χ. και την τρίτη πάλι το ίδιο έτος. Η κάθε μια με συμμετοχή 30, 79 και 87 Επισκόπων αντίστοιχα. Στην τρίτη Σύνοδο βγήκε κανόνας, που ορίζει, οτι όλοι οι βαπτισμένοι από αιρετικούς πρέπει να ξαναβαπτίζωνται. Διότι το βάπτισμα των αιρετικών είναι άκυρο. Αυτό ήταν αντίθετο από εκείνο που υπεστήριζε ο Πάπας, αλλά ο Κυπριανός κοίταζε την Ορθοδοξία και όχι τι θα πη ο Πάπας. Δεν τον αναγνώριζε βλέπετε, από τότε αλάθητο τον Πάπα ούτε σαν παγκόσμιο Επίσκοπο. Τον ελέγχει μάλιστα για " το σκληρόν πείσμα του αδελφού μας Στεφάνου".

Το 257 μ.Χ. ο αυτοκράτωρας Ουαλεριανός κίνησε νέον διωγμό εναντίων των Χριστιανών. Τον Κυπριανόν τον εξώρισε στην επαρχιακή πόλη Κούροβιν. Μόλις άλλαξε ο ανθύπατος της Καρχηδόνας, ο Κυπριανός επανήλθε από την εξορία, προς μεγάλη χαρά του ποιμνίου του.

Έπειτα από λίγο μερικοί σατανοκίνητοι και ασεβείς καταγγείλανε τον Άγιο. " Ο Κυπριανός είπαν, με τις μαγείες του, με τους λόγους του και με τα γραφόμενα του, πείθει τους ανθρώπους ν' αρνούνται τους μεγάλους θεούς. Αυτός πιστεύει στο Χριστό και βρίζει άφοβα και περιγελά τους θεούς μας."

Ο ανθύπατος διέταξε τότε να φέρουν τον Κυπριανό στην πόλη Ιτήκην, όπου βρισκόταν, για να τον δικάση. Ο Κυπριανός όμως κρύφτηκε και δεν πήγε. Ήθελε να χύση το αίμα του στην Καρχηδόνα, στην Εκκλησία και στον τόπο, όπου έχυσε τόσους ιδρώτες και εκοπίασε για την πίστη του Χριστού τόσο πολύ.

Γι' αυτό, όταν κατόπιν γύρισε ο ανθύπατος στην Καρχηδόνα, ο Κυπριανός παρουσιάσθηκε αυθορμήτως μπροστά του.

Μαζί του επίσης παρουσιάσθηκε και η παρθένος Ιουστίνα. Ήτανε αποφασισμένοι να μαρτυρίσουν. Η Ιουστίνα με την καθοδήγηση του Κυπριανού είχε αναλώσει την ζωή της στην υπηρεσία του Χριστού και του πλησίον. Ιδιαίτερα είχε εργασθεί για την αγνότητα των παρθένων και την εξάπλωση του Χριστιανισμού.

Ο Τύραννος κάθισε στο βήμα και είπε στον Κυπριανό:

- Εσύ είσαι ο διδάσκαλος των Χριστιανών; Και αφού ήσουνα Εθνικός προτήτερα, πως τώρα κηρύττεις τον Εσταυρωμένον;

- Εγώ, του αποκρίθηκε ο Άγιος, είχα μεγάλο ζήλο προτήτερα στη σπουδή. Διάβασα πολύ την φιλοσοφία και όλες τις άλλες επιστήμες, καθώς και τα μαγικά βιβλία. Δεν βρήκα όμως καμμιά ωφέλεια πραγματική από όλα αυτά. Στη συνέχεια του διηγήθηκε πως έγινε Χριστιανός  με την υπόθεση της Ιουστίνας. Επειδή λοιπόν, του είπε, οι δαίμονες φοβούνται τον Εσταυρωμένον και επειδή τα είδωλα σας είναι απάτη και ψέμα και ένας μόνο είναι ο Αληθινός Θεός, ο Χριστός, που μπορεί να σώση τον άνθρωπο, γι' αυτό και γω, πίστεψα και πιστεύω στο Χριστό!

Και η Ιουστίνα επίσης, ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό.

Ο Άρχοντας τότε θύμωσε. Και επειδή δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίση με τα λόγια και να τους κάνει ν' αρνηθούνε, διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιο και να του ξεσχίσουν τις σάρκες. Την δε Αγία την κτυπούσανε στο πρόσωπο μανιασμένα. Την ώρα όμως, που την κτυπούσανε, αυτή έλεγε δυνατά:

- Δόξα Εσύ ο Θεός. Σ' ευχαριστώ που με αξίωσες να βασανίζωμαι, για το Όνομα Σου το Άγιο.

Του Αγίου Κυπριανού του ξεσχίσανε το σώμα. Αυτός όμως στεκότανε γενναίος και μιλούσε με τέτοια ανδρεία και μακαριότητα, ώστε οι παριστάμενοι άπιστοι φωτίζονταν στην Πίστη του Χριστού.

Μεταξύ των άλλων έλεγε, ο Κυπριανός στον κόμη και τα εξής:

- Ανόητε, και ανάξιε της Βασιλείας των Ουρανών, για την οποίαν εγώ θέλω να πάσχω! Γιατί δεν βλέπεις το Αληθινό Φως και γιατί δεν αφήνεις το σκοτάδι;

- Επειδή, αποκρίθηκε ο τύραννος, νομίζεις τα βάσανα κέρδος, εγώ θα σου τα πολλαπλασιάσω για να ευγνωμονής πιο πολύ και για να χαρής περισσότερο. Τότε διέταξε να κλείσουνε στη φυλακή τον Κυπριανό και την Ιουστίνα, στο Φροντιστήριο το λεγόμενο της Τερεντίνης. Οι Χριστιανοί, εκείνη την νύκτα μείνανε άγρυπνοι γύρω από την οικία εκείνη.

Την άλλη μέρα φέρανε τους Αγίους, για δεύτερη εξέταση. Ο τύραννος τώρα τους μίλησε με ημερότητα και καλωσύνη.

- Μην θελήσετε να πιστεύετε άνθρωπο νεκρόν και να θυσιάσετε την ζωή σας για Εκείνον που δεν μπόρεσε να φυλάξη την δική Του ζωή.

- Εσύ, του είπαν οι Άγιοι, δεν ξέρεις, οτι χωρίς θάνατο δεν έρχεται η αθανασία. Ούτε μπορείς να καταλάβης το Μυστήριο Του Χριστού, που με την τριήμερη ταφή Του νίκησε τον θάνατο. Αλλά εσύ είσαι τυφλός και σκοτεισμένος στο μυαλό, ώστε να μην καταλαβαίνεις τα μεγάλα και τα υψηλά. Και αφού είσαι εγωιστής, δεν θέλεις να καταλάβεις.

Έπειτα από αυτά άναψε η οργή του τυράννου και διέταξε να κάψουν πολύ ένα μεγάλο τηγάνι και να τους πετάξουν μέσα. Πρώτος ο Άγιος Κυπριανός πήδησε άφοβα μέσα σ' αυτό. Είδε όμως την Ιουστίνα, που δείλιαζε. Το κατάλαβε από το αργό της περπάτημα. Τότε την δυνάμωνε από μέσα από το πυρακτωμένο τηγάνι λέγοντας της:

- Θυμίσου, παιδί μου, τα προηγούμενα κατορθώματα σου. Θυμίσου, πως νίκησες τους δαίμονες και πως και μένα ελευθέρωσες από την απιστία. Θάρρος, για να μην τα χάσης όλα.

Από τα λόγια αυτά, πήρε θάρρος η Ιουστίνα, έκαμε τον σταυρό της και πήδησε πάνω στο κατακόκκινο από τη φωτιά σιδερένιο τηγάνι. Ο Θεός όμως τους φύλαξε και δεν καήκανε. Λες και πατούσανε πάνω σε τριαντάφυλλα δροσερά.

Βλέποντας αυτά ο τύραννος, έλεγε, οτι πρόκειται περί μαγείας. Ένας δε συγκάθεδρος του κριτού, ονομαζόμενος Αθανάσιος είπε:

- Εγώ θα αποδείξω τώρα την αδυναμία του Χριστού σου. Αμέσως προσευχήθηκε στον Δία και στον Ασκληπιό, για να τον βοηθήσουνε και πήδησε ο ανόητος στη φωτιά. Αλλά ψήθηκε ο δυστυχής και έχασε έτσι και τούτη τη ζωή.

Οι Άγιοι μείνανε αρκετή ώρα μέσα στο τηγάνι, χωρίς όμως να πάθουν τίποτε. Η φωτιά σεβότανε τον Δεσπότη και Δημιουργό, για τον Οποίον έπασχαν οι Άγιοι. Ο κριτής τώρα έβλεπε από το ένα μέρος αυτά τα παράδοξα. Αλλά και από το άλλο λυπόταν πολύ, για τον θάνατο του Αθανασίου. Γι' αυτό κάλεσε ένα συγγενή του, που τον λέγανε Τερέντιο και τον συμβουλεύτηκε ιδιαιτέρως, τι να κάμη. Εκείνος του είπε:

- Μακρυά απ' αυτούς. Διότι η δύναμη του Χριστού είναι ακατανίκητη. Εκείνο που σε συμβουλεύω είναι να αναφερθής στο βασιλιά.

Στο τέλος ο ανθύπατος Γαλέριος έβγαλε την εξής απόφαση:

" Ο Κυπριανός και η Ιουστίνα αυθαδίασαν προς τους θεούς και ούτε με δώρα ούτε με τιμωρίες δεν αλλαξοπίστησαν,. θανατώθηκαν με ξίφος"

Μόλις ακούσανε την απόφαση οι Άγιοι, χάρηκαν πολύ. Ο Κυπριανός μάλιστα φώναξε: " Με την χάρη του Θεού". Κατόπιν τους πήραν έξω από την πόλη, κοντά σ' ένα ποτάμι για να τους θανατώσουν. Έτρεξε και πολύ πλήθος, για να δουν το τέλος αυτών των φημισμένων Αγίων.

Από τον τόπον όμως της εκτελέσεως, περνούσε καβάλα στ' άλογο του τότε, τυχαίως, κάποιος, που λεγότανε Θεόκτιστος. Αυτός ήτανε καλόψυχος και μόλις είδε τον Άγιο που τον πηγαίνανε για θάνατο, φώναξε:

- Άδικα θανατώνετε άνθρωπο καθαρό και ενάρετο.

Σαν άκουσε αυτό ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, που λεγότανε Φέλβιο και ήταν συγκάθεδρος του ηγέμονος, θύμωσε. Ώρμησε επάνω του και τον έρριξε κάτω από το άλογο του και τον σκότωσε. Έτσι εκείνη την ημέρα αναδείχτηκε και τρίτος μάρτυρας του Θεού.

Μόλις φθάσανε στον τόπο της εκτελέσεως προσευχήθηκε ο Άγιος για την ειρήνευση της Εκκλησίας και όλου του κόσμου. Ο σοφός Κυπριανός φοβήθηκε την γυναικεία αδυναμία και παρακάλεσε τους δήμιους να αποκεφαλίσουν πρώτα την Ιουστίνα. Πράγματι, πρώτη έλαβε το μακάριο τέλος η Αγία Ιουστίνα. Κατόπιν ο Άγιος Κυπριανός έδωσε εντολή να δώσουν στον δήμιο εικοσι πέντε χρυσά νομίσματα. Στη συνέχεια του δέσανε τα χέρια και τα μάτια και ο δήμιος του έκοψε την τίμια κεφαλή του. Ήτανε 14η Σεπτεμβρίου του 268 μ.Χ.

Το τίμιο αίμα του χύθηκε πάνω σε σεντόνια, τα οποία οι Χριστιανοί επίτηδες τα είχανε απλώσει. Με αυτόν τον τρόπο οι τρισμακάριστοι έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου και τώρα ευφραίνονται για πάντα στην Βασιλειά του Θεού.

Τα λείψανα των Αγίων φυλάγανε με προσοχή για να μην τα πάρουνε οι Χριστιανοί. Μερικοί όμως ευλαβείς, που είχαν έλθει από τη Ρώμη, παραμονέψανε και μόλις είδαν, οτι αποκοιμήθηκαν οι φρουροί, τα πήρανε κρυφά και γυρίσανε στη Ρώμη. Εκεί τα δωρήσανε σε κάποια επίσημη γυναίκα, που είχε συγγένεια με τον Κλαύδιο Καίσαρα. Αυτή λεγότανε Ματρώνα και το επώνυμο της ήταν Ρουφίνα, εκείνη επίσης μεγάλωσε τον Άγιο Μάμα.

Κατόπιν το λείψανο δόθηκε σ' άλλη γυναίκα. Έκαμνε αναρίθμητες θεραπείες σ' όσους καταφεύγανε με πίστη στον Άγιο. Μετά το θάνατο του, το όνομα του Αγίου Κυπριανού ήτανε σεβαστό όχι μόνο στους Χριστιανούς αλλά και στους ειδωλολάτρες.



ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΓΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ο κρατών καί κυβερνών τά πάντα, Άγιος καί δεδοξασμένος υπάρχεις. Διό Βασιλεύ τών Βασιλευόντων καί Κύριε τών Κυριευόντων δόξα σοί. Ο καθήμενος εν τώ φωτί τώ απείρω καί απροσίτω βροτοίς, όπερ είδον δυνάμεις χιλιάδες καί μυριάδες Αγίων Αγγέλων καί Αρχαγγέλων. Σύ γιγνώσκεις τά κρύφια του ταπεινού δούλου σου Κυπριανού. Ότι ουκ εγίγνωσκον πρότερoν τά σά θαυμάσια Κύριε παντοδύναμε. Σύ ει μόνος Κύριος Ιησούς Χριστός ο Θεός ημών.

Ο ευδοκήσας εξ αναξίου γενέσθαι μέ άξιον καί συζησάμενος τώ εν σοί πόθω καί αγάπη πρός ακοήν τών Αγίων σου Αποστόλων καί Ιερομαρτύρων καί πάντων σου τών Αγίων.

Παρακαλώ δέ τήν σήν φιλανθρωπίαν, ίνα όπου επλεόνασεν η αμαρτία υπερπερισσεύη η χάρις σου Κύριε, ότι εκράτουν τά νέφη καί ουκ έβρεχον, έδενον τήν γήν καί ουκ έδιδε τούς καρπούς αυτής. Τάς αμπέλους καί ουκ εβλάστανον, τά ποίμνια τών προβάτων καί ουκ εποίουν γάλα, τά αιγίδια καί ουκ εγέννων, τούς άνδρας καί ουκ εσμίγοντο μετά τών γυναικών αυτών, τάς μητέρας καί ουκ ετεκνοποίουν, τά πλοία καί ουκ επλέον, τά εργαστήρια καί ουκ ειργάζοντο, τούς αλιείς καί ούχ ηλίευον, τούς κήπους καί ουκ εποίουν λάχανα, τά δένδρα καί ουκ εκαρποφόρουν, τούς ποταμούς καί ουκ έτρεχον, τούς μύλους καί ουκ εγύριζον, τούς αδελφούς καί ανδρόγυνα εις αφιλίωτον έχθραν έφερον καί τούς διεχώριζον, εποίουν τό θέρος χειμώνα καί τόν χειμώνα θέρος, ταύτα πάντα ειργαζόμην φαντασία τελεία.

Άρτι δέ Κύριε ο Θεός ημών ικετεύω σέ καί παρακαλώ, ίνα διά τής εμής προσευχής ενώπιόν Σου Θεέ καί Κύριέ του Ελέους ως Θυσία ευπρόσδεκτος γενέσθω σοί. Καί πάς άνθρωπος έχων πνεύμα πονηρίας καθαρισθή όλως. Ή άγρος ή κήπος ή κτήμα ή μύλος ή πλοίον ή αλιεύς ή μελίσσιον ή έμπορος ή επιστήμων ή άρχων ή αρχόμενος ή τεχνίτης ή μεταξοσκώληξ ή καί ο δούλος τού Θεού (όνομα πάσχοντος) σύν παντί τών οίκω αυτού. Άν είναι δεδεμένος μέ μαγείας καί πονηρά έργα ή γοητείας ή από 72 γλωσσοφαγιών εστίν εμποδισμένος καί μαγευμένος καί εγκλείη 365 λόγια της Μαγείας άτινα έρχονται πρός βλάβην καί κατανάλωσιν τού δούλου τού Θεού (όνομα πάσχοντος) σύν παντί τώ οίκω αυτού.

Παρευθύς όπου αναγνωσθή η παρούσα ικετήριος δέησις καί προσευχή μου ενώπιόν της Σής χάριτος τού Θεού ελευθερωθή πάς ο κόσμος καί τόπος εκ πάσης οργής τέ καί ασθενείας καί εκ παντός δεσμού καί μαγείας καί πάσης φαρμακείας καί γοητείας, πάσης βασκανίας καί καταλαλιάς, γλωσσοφαγιάς, αμελείας ή νωθρότητος, ακρατείας, αφροσύνης, αδυναμίας καί απογνώσεως πάσης αδικίας καί πάσης πλάνης ή απάτης, ή εμποδίου προερχομένων υπό τού διαβόλου ομοίως καί ο δούλος τού Θεού (όνομα πάσχοντος) σύν παντί τώ οίκω αυτού. Καί έστω λελυμένος καί λελυτρωμένος εν τώ ονόματι τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Καί είτε εν τώ ουρανώ εισίν αί μαγείαι καί τά φαρμακεύματα εκείνα ή εν τή γή ή εν τή θαλάσση ή εν παντί τόπω καί εδάφει ευθύς τή ώρα ταύτη λυθήσονται καί καταργηθήσονται από τού δούλου τού Θεού (όνομα πάσχοντος) καί από παντός του οίκου αυτού καί ελευθερωθήσεται ο δούλος τού Θεού (όνομα πάσχοντος) καί πάς ο οίκος αυτού από πάσης ώρας πονηράς καί γοητείας ή οφθαλμών πονηρών ή φθόνου ή καταλαλιάς ή γλωσσοφαγιάς ή μαγείας ή φαρμακείας ή κατάρας ή αναθέματος ή αφορισμού καί πάσης βλασφημίας ή ενεργείας του.

Ευθέως αναχωρήσατε από τού δούλου τού Θεού (όνομα πάσχοντος) πάσα η επήρεια τού πονηρού επί τή επικλήσει τού Παναγίου σου ονόματος τού Πατρός καί τού μονογενούς Υιού καί τού Αγαθού καί Ζωοποιού Πνεύματος καί διά τής προσευχής εμού τού ταπεινού καί ευλαβούς δούλου σου Κυπριανού φεύξονται οι δαίμονες, δραπετευθήσονται καί καταργηθήσονται αί πονηρίαι αυτών, καί τά νέφη δώσωσιν υετόν επί πάσαν τήν γήν, καί η γή δώση τά γενήματα αυτής εις τόν καιρόν αυτών, καί τά δένδρα καρποφορήσωσι, καί οι αμπελώνες ευφορήσωσι πλήθος βοτρύων, καί αί γυναίκες λυθήσωνται καί ελευθερωθήσωνται από τού κάκου τών μητρών αυτών.

Ομοίως καί τά κτήνη τών ποιμένων καί πάς ο κόσμος, άρχων, ή αρχόμενος, ή κήπος, ή μελισσουργός, ή μετάξουργος καί πάσα η κτήσις λυθήσεται από παντός δεσμού καί δαίμονος. Ομοίως καί ο δούλος τού Θεού (όνομα πάσχοντος), σύν παντί τώ οίκω αυτού καί τοίς πράγμασιν αυτού, καί έστω ελεύθερος καί λελυτρωμένος από πάσης ασθενείας καί ώρας κακής καί παντός δαίμονος καί αντικειμένης δυνάμεως δεόμεθά σου, ίνα λυθώσι καί αφανισθώσι τά πονηρά έργα διά τής επικλήσεως τού Παναγίου Πνεύματος τού Θεού Σαβαώθ.

Καί ει εν τώ Ουρανώ έστι δεδεμένος καί εμποδισμένος ο δούλος τού Θεού (όνομα πάσχοντος) λυθήτω, ή εν τή γή, ή εν ανωφλίω λυθήτω, ή εν κατωφλίω, ή εν δέρματι αλόγου, ή εν σιδήρω, ή εν λίθω, ή εν ξύλω εκάρφωσαν τά πονηρά έργα λυθήτωσαν καί ωσεί καπνός εκλιπέτωσαν, ή εν γραμματίω διά μελένης, ή αίματος ανθρώπου, ζώου, πτηνού, ιχθύος, ή διά μολύβδου, ή διά κινναβάρεως, ή διά ζωμού λεμονιού, ή δί’ άλλου τινός έγραψαν αυτά καί έθηκαν εν τινι τόπω καί διεσκέλισεν αυτά ο δούλος τού Θεού (όνομα πάσχοντος) πρός βλάβην αυτού τή ώρα ταύτη λυθήτωσαν καί καταργηθήτωσαν καί εκριζωθήτωσαν τά τής μαγείας έργα από τούς τόπους καί κατοικίας εκεί όπου αναγινώσκεται η δέησίς μου καί προσευχή αύτη, ή εν αυλαίς τού οίκου αυτού κατέχωσαν, ή διέσπειραν αυτά, ή μετάλλου τινός εποίησαν τά κομβοδέματα εκείνα λυθήτωσαν, ή εις κόκκαλα διεπέρασαν αυτά, ή εν τή θαλάσση, ή εν φρέατι, ή εν μνήματι ερρίφθησαν λυθήτωσαν, ή μέ όνυχας ανθρώπων, ζώων, ή πτηνών ζώντων ή τεθνεώτων, ή μέ χώμα τεθνεώτων εποίησαν τά φάρμακα εκείνα λυθήτωσαν, ή υπό πλακός επλακώθησαν ή από πασσάλους, ή καρφιού εκαρφώθησαν, ή διά βελόνης επέρασαν αυτά, λυθήτωσαν τήν ώραν ταύτην, ή διά αργύρου, ή χρυσού, ή δί’ άλλου τινός μετάλλου εποίησαν τά πονηρά έργα λυθήτωσαν τήν ώραν ταύτην, ή διά μαλλίου, ή βαμβακιού, ή μετάξης, ή λινάρεως, ή κανάβεως, ή δί’ άλλου τινός χόρτου έδεσαν ταύτα λυθήτωσαν τήν ώραν ταύτην, ή εις κράββατον κατέχωσαν αυτά λυθήτωσαν τήν ώρα ταύτην, ή διά βρόχου, βούρλου ή άλλου τινός έδεσαν, λυθήτωσαν τήν ώραν ταύτην, ή εν ύδατι εποίησαν αυτά ή κούφω ξύλω ή κοχλάζοντι ύδατι άν έβρασαν αυτά λυθήτωσαν τήν ώραν ταύτην, ή εν αίματι ανθρώπου, ζώου, ή πτηνού, ή ιχθύος ζώντων ή τεθνεώτων εποίησαν αυτά ως σύ, Κύριε ο Θεός ημών γινώσκεις τούς τόπους καί τρόπους καί τούς ανθρώπους, λυθήτωσαν τήν ώραν ταύτην καί διαρρηχθήτωσαν τά τής μαγείας έργα ένθα κείνται, καί τόν μέν δούλον σου (όνομα πάσχοντος) διαφύλαξον σύν παντί τώ Οίκω αυτού, τά δέ πονηρά έργα λυθήτωσαν καί  απωλεσθήτωσαν καί ωσεί καπνός εκλιπέτωσαν από τόν δούλον τού Θεού (όνομα πάσχοντος) εν ονόματι τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος καί διά τής δόξης  τού Μεγάλου Θεού τού Ζώντος συντριβήτωσαν τή δυνάμει τού Τιμίου καί Ζωοποιού Σταυρού πάσαι αί εναντίαι δυνάμεις, αναχωρησάτωσαν τά τής Μαγείας έργα καί  απομακρυνθήτωσαν από τόν δούλον τού Θεού (όνομα πάσχοντος) μίλια 65 πρεσβείαις τών μαρτύρων καί πάντων τών Αγίων σου. Αμήν.

Δεόμεθά σου καί παρακαλούμεν σέ Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ίνα ελευθερώσης καί ζωώσης πάσαν ψυχήν πεπεδημένην καί τόν δούλον (όνομα πάσχοντος) σύν παντί τώ Οίκω αυτού ομοίως καί τούς γράφοντας καί έχοντας εν τώ Οίκω αυτών τήν προσευχήν μου αυτήν καί τούς βαστάζοντας αυτήν ως φυλακτήριον αιώνιον, καί η δεξιά σου Κύριε είη αυτοίς σκέπη καί βοήθεια καί έστω διά παντός εν τώ οίκω αυτών χαρά καί αγαλλίασις.

Ναί, Κύριε, δεομένου σου επάκουσόν μου, ίνα οπού ευρίσκεται η ευκτήριος καί ικετηρία αύτη ευχή μου λυθή καί ελευθερωθή πάς άνθρωπος καί ο οίκος αυτού από κακής ώρας, από πάσης ασθενείας, παντός αφορισμού τέ καί αναθέματος, από πάσης κατάρας, από πάσης οργής, εμποδίου, δυσπραγίας, καταλαλιάς, γλωσσοφαγιάς, φθόνου, βασκανίας, αμελείας, νωθρότητος, λαιμαργίας, αδυναμίας, βλακείας, ακρατείας, αφροσύνης, υπερηφανείας, ασπλαγχνίας, αδικίας, αλαζονείας καί πάσης πλάνης καί απάτης διά τό όνομά Σου τό Άγιον καί δεδοξασμένον εις τούς Αιώνας Αμήν.